σχήμα

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source

Greek Monolingual

το / σχῆμα ΝΜΑ, και σκῆμα και αιολ. τ. σχέμα Α
1. η εξωτερική όψη αντικειμένου, η μορφή με την οποία παρουσιάζεται
2. γραμμική παράσταση, διάγραμμα
3. φρ. α) «σχήμα [του] λόγου» — φράση που στερείται κυριολεκτικής σημασίας ενώ έχει μία γενικότερη ή ευρύτερη σημασιολογική δήλωση (α. «μην το παίρνεις σοβαρά αυτό που είπα, ήταν απλώς σχήμα λόγου» β. «ἦν δὲ τοῦτο... σχῆμα πολιτικὸν τοῦ λόγου», Θουκ.)
β) «ρητορικό σχήμα»
(ρητ.) δήλωση μιας ιδέας όχι απευθείας αλλά με παραλλαγμένη λεκτική διατύπωση και με σκοπό την κομψότητα του λόγου ή για άλλη σκοπιμότητα
γ) «γεωμετρικό σχήμα»
μαθ. κάθε σύνολο σημείων στον τρισδιάστατο χώρο
δ) «γραμμικό γεωμετρικό σχήμα»
μαθημ. γεωμετρικό σχήμα του οποίου όλα τα σημεία κείνται επί μιας ευθείας
ε) «επίπεδο γεωμετρικό σχήμα»
μαθημ. γεωμετρικό σχήμα του οποίου όλα τα σημεία κείνται επί ενός επιπέδου, όπως είναι λ.χ. ένα τρίγωνο ή ένας κύκλος
στ) «χωρικό γεωμετρικό σχήμα»
μαθ. κάθε μη γραμμικό και μη επίπεδο γεωμετρικό σχήμα, όπως είναι λ.χ. τα τετράεδρα, οι πυραμίδες και οι κύλινδροι
ζ) «σχήμα συλλογισμού»
(λογ.) το συλλογιστικό σχήμα
νεοελλ.
1. στρ. είδος χαιρετισμού
2. (τυπογρ.) α) διαστάσεις τών σελίδων
β) (ειδικότερα) ο χαρακτηρισμός ενός βιβλίου ανάλογα με το πόσες φορές έχει διπλωθεί το τυπογραφικό του φύλλο (α. «σχήμα εις φύλλο» — το τυπογραφικό φύλλο που δεν έχει διπλωθεί καθόλου
β. «σχήμα 8ο ή 16ο» — τυπογραφικό φύλλο που έχει διπλωθεί σε οκτώ ή δεκαέξι σελίδες)
3. παράσταση αντικειμένου σε σχέση με μια χαρακτηριστική μορφή (α. «ωοειδές σχήμα» β. «σχήμα καρδιάς»)
4. μαθημ. σχέδιο που χρησιμεύει για την παράσταση μαθηματικών εννοιών ή οντοτήτων, όπως λ.χ. για την απόδειξη θεωρήματος ή τη λύση προβλήματος
5. φρ. α) «σχήματα λόγου»
γραμμ. οι ιδιαίτεροι λεκτικοί τρόποι οι οποίοι έχουν παγιωθεί με τη συχνή επανάληψη και τους οποίους χρησιμοποιούν οι ομιλητές και γενικά οι χρήστες μιας συγκεκριμένης γλώσσας για την επίτευξη ενός ψυχολογικού, αισθητικού ή άλλου αποτελέσματος κατά την επικοινωνία, όπως λ.χ. το πρωθύστερο, το ασύνδετο, ο πλεονασμός, η βραχυλογία, η μεταφορά κ.ά.
β) «σχήμα αξιωμάτων»
(λογ.) διατύπωση που περιλαμβάνει μεταγλωσσικές μεταβλητές, από την αντικατάσταση τών οποίων, με συμπλέγματα συμβόλων του ενδεικνυόμενου τύπου, προκύπτει ένα αξίωμα, καλούμενο ένσταση του υπό εξέταση σχήματος
γ) «σχήμα του εμβρύου»
ιατρ. η σχέση του επιμήκους άξονα του σώματος του εμβρύου προς τον επιμήκη άξονα της μήτρας
δ) «σχήμα γένους»
(μυκητ.) όρος που αναφέρεται στις αγενείς μορφές τών μυκήτων τών οποίων έχουν ανακαλυφθεί οι εγγενείς μορφές
ε) «σχήμα ιζηματογενών τεμαχιδίων»
(πετρογρ.) η εξωτερική μορφή τών κόκκων μιας ιζηματογενούς απόθεσης, εκφρασμένη με μια αριθμητική ποσότητα που χρησιμοποιεί τη σφαίρα ως κανόνα αναφοράς
στ) «κρυσταλλικό σχήμα»
(κρυσταλλ.) το σύνολο τών κρυσταλλικών εδρών που έχουν παρόμοια συμμετρία
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. α) η ιδιαίτερη περιβολή τών κληρικών και μοναχών («περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα»)
β) η ιδιότητα του ιερωμένου ή μοναχού η οποία δηλώνεται από την ιδιαίτερη περιβολή τους
μσν.
φρ. «τὸ αὐτὸ σχῆμα» — το ίδιο πράγμα
αρχ.
1. (για πρόσ.) η εξωτερική εμφάνιση, το παρουσιαστικό
2. (κατ' επέκτ.) το σώμα («διερεισαμένη τὸ σχῆμα τῇ βακτηρίᾳ», Ιπποκρ.)
3. η μορφή του προσώπου ενός ατόμου («σχῆμα καὶ πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων», Ευρ.)
4. (γενικά) τύπος, μορφή («τὰ σχήματα και χρώματα», Πλάτ.)
5. (φιλοσ.) α) το άτομο διακρινόμενο από τα άλλα άτομα ως προς τη μορφή
β) (φιλοσ.) κενός τύπος, σε αντιδιαστολή προς το όντως είναι, προς την ουσία («οὐ σχήμασιν ἀλλ' ἀληθείᾳ», Πλάτ.)
6. αυτό που απλώς γίνεται αντιληπτό με την όραση, σε αντιδιαστολή προς αυτό που πραγματικά είναι κάτι («οὐδὲν ἄλλο πλὴν... σχῆμα», Ευρ.)
7. κενό πράγμα ή σώμα, κουφάρι («γέροντες οὐδέν ἐσμεν πλὴν ὄχλος καὶ σχῆμα», Αισχύλ.)
8. πρόσχημα, πρόφαση («σχήματι ξενίας», Πλούτ.)
9. η έκφραση του προσώπου, το ύφος
10. μεγαλείο («τὸ τῆς ἀρχῆς σχῆμα», Πλάτ.)
11. αξίωμα, βαθμός (α. «ἱερείας σχῆμα», επιγρ. β. «οὐ κατὰ σχῆμα φέρειν τι» — όχι ανάλογα με τη θέση που έχει, Πολ.)
12. το μεγαλοπρεπές παράστημα ίππου
13. ποιότητα πράγματος
14. τρόπος σύμφωνα με τον οποίο γίνεται κάτισχῆμα μάχης», Ευρ.)
15. περιβολή, ντύσιμο, ο τρόπος με τον οποίο ντύνεται κάποιος
16. (θέατρ.) ο ρόλος ηθοποιού
17. χαρακτηριστική ιδιότητα ή ιδιαίτερο γνώρισμα («τὰ τῆς κωμωδίας σχήματα», Αριστοτ.)
18. (στον χορό) χαρακτηριστική κίνηση, φιγούρα
19. στάση ενός αθλητή και γενικότερα η στάση που παίρνει κανείς, ο τρόπος με τον οποίο στέκεται («ἑστάναι λαβόνθ, ἓν σχῆμα», Αριστοφ.)
20. αστρολ. α) φάση της σελήνης
β) η γωνιώδης απόσταση δύο ουράνιων σωμάτων
γ) σημείο του ζωδιακού κύκλου
21. σχηματισμός πτηνών κατά την οιωνοσκοπία
22. το αιδοίο
23. στον πληθ. τὰ σχήματα
α) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, τα γνωρίσματα («φωτὸς κακούργου σχήματ'«, Ευρ.)
β) οι χειρονομίες
γ) χειρονομίες και ταυτόχρονα κινήσεις του σώματος, παντομιμικές κινήσεις
24. μτφ. ψυχικό χάρισμα, ήθος
25. φρ. α) «έχει τι σχῆμα»
(με απαρμφ.) υπάρχει κάτι το οποίο μπορεί ή αξίζει να ειπωθεί σχετικά με... (Ευρ.)
β) «σχῆμα τῆς λέξεως»
γραμμ. i) η γραμματική μορφή της πρότασης
ii) η ρυθμική μορφή της πρότασης (Αριστοτ.)
iii) ο γραμματικός τύπος λέξης (Αριστοτ.)
γ) «τὰ σχήματα της λέξεως»
(στη δραματική ποίηση) οι εκφραστικοί τρόποι που χρησιμοποιούνται ως ικεσία, απειλή ή προσταγή (Αριστοτ.)
δ) «νόσοι ἀπὸ σχημάτων»
(στον Ιπποκρ.) ασθένειες που οφείλονται σε ιδιάζοντες σχηματισμούς
ε) «τὸ τῆς κατακλίσεως σχῆμα» — η στάση που παίρνει ο ασθενής όταν ξαπλώνει στο κρεβάτι (Γαλ.)
στ) «σχῆμα πέτρας» — η πέτρα (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ- του ρ. ἔχω και συγκεκριμένα από το θ. σχη- του μέλλοντα σχή-σω, με κατάλ. -μα. Ο τ. σχέμα (πρβλ. σχέσις) που παραδίδει ο Ησύχιος είναι μτγν. Τον τελευταίο τ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. schĕma)].