τορός
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
ά, όν, (cf. τέρετρον, τετραίνω)
A piercing:
I of the voice, piercing, thrilling, Luc.Bacch.7, Alciphr.3.48; τὸ τ. τῆς φωνῆς Porph. Plot.2: metaph., τορός φόβος thrilling fear, A.Ch.32 (lyr.). Adv., τορῶς γεγωνεῖν E.lon 696 (lyr.): neut. as adverb, τορὸν ἠχεῖν, τορὸν βοᾶν, Philostr. VS1.25.10, Her.19.12.
b of the ear, acute, fine, AP7.409 (Antip. Thess.).
c of the eye, piercing, Opp.C.1.181.
2 metaph., clear, distinct, plain, ἑρμηνεύς A.Ag.1062, cf. 616; ἔπος, μῦθος, ib. 1162(lyr.), Supp.274; τορὸν γὰρ ἥξει Id.Ag.254 (lyr.); τ. ὕμνοι dub. cj. in AP4.1.7 (Mel.); ἐρέω τι τορώτερον (cj. for τομώτερον) Call.Del. 94. Adv., ἀλλὰ τορῶς ταῦτ' ἴσθι Emp.23.11; τ. τέκμηρον, λέξω, A. Pr.604 (lyr.), 609, etc.; προυζεπίστασθαι ib.699; ἐπεξελθεῖν ib.870; ἀπαγγεῖλαι, φράσαι, Id.Ag.632, 1584; οὐκ ἴσμεν τ. E.Rh.77; ἀκούσας οὐ τ. ib.656.
II of persons, sharp, ready, smart, X.Lac.2.11 (Sup.), D.H.Rh.11.5, cj. in Call.Fr.78 (Sup.). Adv., ἐπερείδεσθαι τορῶς Ar.Ra.1102 (troch.); τ. τε καὶ ὀξέως διακονεῖν Pl.Tht.175e, Luc. Anach.21, Merc.Cond.35: Sup. τορώτατα Ael.NA1.43.
German (Pape)
[Seite 1130] durchdringend, durchbohrend, a) vom Auge, scharf, Opp. Cyn. 1, 183; auch durchbohrend, wild. – b) vom Ohre, scharf, seinhörend, Antp. Th. 24 (VII, 409). – c) von der Stimme, durchdringend, laut, Luc. Bacch. 7. – d) von der Rede, deutlich, verständlich, ἔπος Aesch. Ag. 1134; auch ἑρμηνεύς, 602. 1032; βραχὺς τορός θ' ὁ μῦθος, Suppl. 271; und adv., λέξω τορῶς σοι πᾶν Prom. 612, u. öfter, u. Sp.; τορῶς ἴσθι, genau, Empedocl. 92; οὐκ ἴσμεν τορῶς, Eur. Rhes. 77; τορῶς ἐς οὖς γεγωνήσομεν, Ion 695. – Übh. stark, kräftig, rasch, Xen. Lac. 2, 12; τορῶς τε καὶ ὀξέως διακονεῖν, Plat. Theaet. 175 e.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
perçant, pénétrant ; fig. τορὸν ἔπος ESCHL parole pénétrante, càd claire, facile à comprendre ; τορὸς ἑρμηνεύς ESCHL interprète qui s'explique clairement;
Sp. τορώτατος.
Étymologie: τείρω.
Russian (Dvoretsky)
τορός: τείρω
1 пронзительный (φθέγμα Luc.);
2 пронизывающий, бросающий в дрожь (φόβος Aesch.);
3 тонкий, чуткий (οὖς Anth.);
4 ясный, внятный (ἔπος, ἑρμηνεύς Aesch.);
5 деятельный, дельный (ἄρχων Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
τορός: -ά, -όν, (ΤΕΡ, τείρω) διαπεραστικός: 1) ἐπὶ τῆς φωνῆς, διαπεραστικός, ὀξύς, Λουκ. Διόνυσος 7, Ἀλκίφρων 3. 48· τὸ τ. τῆς φωνῆς Πορφ. Βίος Πλωτίν. σ. 94· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., τορῶς γεγωνεῖν Εὐρ. Ἴων 696· «τορῶς: ἰσχυρῶς· τρανῶς· μεγαλοφώνως» Φώτ.· τορὸν ἠχεῖν, βοᾶν Φιλόστρ. 542, 738· - οὕτω, τ. φόβος, τρομερός, Αἰσχύλ. Χο. 32. β) ἐπὶ τοῦ ὠτός, τὸ ἔχον λεπτήν, ὀξεῖαν αἴσθησιν, ἐς τορὸν οὖας ἔλλαχες Ἀνθ. Π. 7. 409. γ) ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, διαπεραστικός, ὀξύς, Ὀππ. Κυν. 1. 183. 2) μεταφορ., ὡς τὸ τρανής, καθαρός, σαφής, ἑρμηνεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 616, 1062· ἔπος, μῦθος αὐτόθι 1162, Ἱκέτ. 274· τορὸν γὰρ ἥξει ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 253· τ. ὕμνοι πιθαν. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 4, 1, 7· ἐρέω τι τορώτερον (κοινῶς τομώτερον) Καλλ. εἰς Δῆλ. 94 - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., ἀλλὰ τορῶς τοῦτ’ ἴσθι Ἐμπεδ. 144· τ. τεκμαίρειν, λέγειν Αἰσχύλ. Πρ. 604, 609, κλπ.· προὐξεπίστασθαι αὐτόθι 699· ἐπεξελθεῖν αὐτόθι 870· ἀπαγγέλλειν, φράζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 632, 1584· οὐ τ. ἴσμεν Εὐρ. Ρῆσ. 77· ἀκούσας οὐ τ. αὐτόθι 656. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὀξύς, ἕτοιμος, πρόθυμος, Ξεν. Λακ. 2, 11, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 11. 5· - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., ἐπερείδεσθαι τορῶς Ἀριστοφ. Βάτρ. 1102· τορῶς τε καὶ ὀξέως διακονεῖν Heind. εἰς Πλάτ. Θεαίτ. 175Ε· συγκρ. τορώτερον, Εὐστ. Πονημάτ. 199. 53· ὑπερθετ. -τατα, Αἰλ. περὶ Ζ. 1. 43.
Greek Monolingual
(I)
-ά, -όν, ΜΑ
1. (για φωνή ή ήχο) οξύς, διαπεραστικός («φωνὴ λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορόν», Λουκιαν.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τορόν
η ηχηρότητα, το να είναι ο ήχος διαπεραστικός («τὸ τοῦ προφερομένου λόγου τορὸν καὶ τρανέστατον», Ευστ.)
αρχ.
1. (για το αφτί) οξύς, αυτός που γρήγορα και σωστά αντιλαμβάνεται τους ήχους
2. (για οφθαλμό) διαπεραστικός
3. μτφ. σαφής, καθαρός, ευνόητος («τίς τόδε τορὸν ἄγαν ἔπος ἐφημίσω;», Αισχύλ.)
4. (για πρόσ.) πρόθυμος, γρήγορος, ταχύς («ἔθηκε τῆς ἴλης ἑκάστης τὸν τορώτατον τῶν ἀρρένων ἄρχειν», Ξεν.)
5. (το ουδ. χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) τορόν
τορώς, σαφώς.
επίρρ...
τορῶς Α
1. (για ήχο) δυνατά, διαπεραστικά
2. πρόθυμα
3. σαφώς, ξεκάθαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. τορός έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. τείρω «διατρυπώ» και μπορεί πιθ. να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. tāra- «διατρητικός, διαπεραστικός, ηχηρός». Η σημ. «δυνατός, βροντώδης, ηχηρός» του επιθ. έχει οδηγήσει στην αναγωγή του στην ΙΕ ρίζα ter- «μιλώ καθαρά, εξηγώ» (πρβλ. χεττιτ. tar- «μιλώ, ονομάζω, δηλώνω»), η οποία, όμως, προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές δυσχέρειες όσο και στο γεγονός ότι η ΙΕ ρίζα ter- «μιλώ, εξηγώ» δεν έχει χρησιμοποιηθεί καθόλου στην Ελληνική].
(II)
ο, Ν
βλ. ντορός.
Greek Monotonic
τορός: -ά, -όν (τείρω), διαπεραστικός·
I. 1. λέγεται για τη φωνή, διαπεραστικός, οξύς, σε Λουκ.· ομοίως στο επίρρ., τορῶς γεγωνεῖν, σε Ευρ.· μεταφ., τορὸς φόβος, τρομερός φόβος, σε Αισχύλ.
2. μεταφ. καθαρός, σαφής, απλός, στον ίδ.· ομοίως στο επίρρ., τορῶς τεκμαίρειν, λέγειν, στον ίδ. κ.λπ.
II. λέγεται για πρόσωπα, οξύς, έτοιμος, πρόθυμος, σε Ξεν.· ομοίως στο επίρρ., ἐπερείδεσθαι τορῶς, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τορός, ή, όν τείρω
I. piercing:
1. of the voice, piercing, thrilling, Luc.; so in adv., τορῶς γεγωνεῖν Eur.:—metaph., τ. φόβος thrilling fear, Aesch.
2. metaph. clear, distinct, plain, Aesch.:—so in adv., τορῶς τεκμαίρειν, λέγειν Aesch., etc.
II. of persons, sharp, ready, smart, Xen.:—so in adv., ἐπερείδεσθαι τορῶς Ar.
Frisk Etymology German
τορός: -ῶς
{torós}
Grammar: Adv.
Meaning: laut, gellend, vernehmbar, deutlich von der Stimme, auch schnell, flink (A. [oft], auch E., Ar., Emp., Pl., X. usw.).
Etymology: Bildung wie θοός, τομός, λοιπός, δοκός u.a. (Schwyzer 459) zu τορεῖν, τείρω, somit eig. *"(durch)bohrend, durchdringend". — Gegen Anknüpfung an lit. tariù, tarýti, tar̃ti sagen, aussprechen, heth. tar- sagen, melden, nennen (z.B. 3. pl. taranzi), slav., z.B. russ. torotóritь plappern, schwatzen (WP. 1, 744, Pok. 1088f. mit Fick), die Benveniste Hitt. et indoeur. 119ff. gewiß richtig zu einer besonderen Wz. ter- klar sprechen, erklären ziehen will (dazu noch arm. ent‘eṙnum lesen, ἀναγιγνώσκειν aus *ənd-t‘-), spricht außer der speziellen Bed. von τορός auch der Umstand, daß ter- sprechen sonst im Griech. keine Vertreter hat, während terə- durchbohren sehr stark produktiv war. Zu τορός gehört dagegen als davon unabhängig gebildet aind. tārá- durchdringend, laut, gellend (vgl. Mayrhofer Sprache 10, 193f.), ebenso mir. tairm Lärm. — Die Frage, ob letzten Endes eine Verbindung bestanden hat zwischen diesen beiden Sippen (wozu noch die Ausdrücke für hinübergelangen in τέρμα [s.d.]), gehört zu den unlösbaren Problemen der vorgeschichtlichen Semasiologie (formale Bedenken bei Mayrhofer a. O.). — Zu τόρος Bohrer s. τορεῖν.
Page 2,914