ἀγωγός
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
ἀγωγόν,
A leading, guiding, and as substantive, guide, Hdt.3.26; escort, Th.2.12, cf. 4.78; ἀγωγὸς ὕδατος aqueduct, Mon.Anc.Gr.19.5 (pl.); without ὕδατος, Just.Nov.128.16 (pl.): c. gen., δύναμις ἀνθρώπων ἀγωγός power of leading men, Plu.Lyc.5.
II leading towards, ἐπί τι Pl.R.525a, Phld.D.3.12; εἰς . . Plu.Per.1.
III drawing, attracting, δύναμις ἀγωγὸς τινος, of the magnet, Dsc.5.130.
2 drawing forth, eliciting, χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί E.Hec.536; δακρύων ἀγωγός Id.Tr.1131; γυναικείων Hp.Aph.5.28; ἐμμήνων Dsc.1.16.
3 abs., attractive, Plu.Crass.7; τὸ ἀγωγόν = attractiveness, Id.2.25b.
Spanish (DGE)
-όν
• Prosodia: [ᾰ-]
A I1que conduce, que guía ἐπὶ τὴν τοῦ ὄντος θέαν Pl.R.525a, πρὸς ἀλήθειαν Pl.R.525b
•c. gen. πνεῦμα ... ἀγωγὸν τῶν ἀνθρώπων D.H.Dem.22.7, cf. Plu.Lyc.5
•c. εἰς Plu.Per.1
•subst. ὁ ἀ. guía Hdt.3.26, Th.2.12, οὐκ εὔπορον διιέναι ἄνευ ἀγωγοῦ Th.4.78
•subst. el que precede a un cortejo abriéndole paso, Fr.Lex.II s.u. ἀγωγούς.
2 ἀ. ὑδάτων conducto de agua, acueducto, Mon.Anc.Gr.19.5, SEG 45.2012 (Arabia II d.C.), cf. SEG 29.1157 (Lidia, imper.)
•abs. IEphesos 3217b.24, 27 (II d.C.), Gp.2.7.2, Hero Mens.176.4, Iust.Nou.128.16.
II 1que trae, que produce c. gen. γυναικείων Hp.Aph.5.28, ἐμμήνων Dsc.1.16
•fig. δακρύων E.Tr.1131.
2 que atrae del imán τινος Dsc.5.130
•abs. atractivo Plu.Crass.7
•subst. τὸ ἀγωγόν = atracción Plu.2.25b.
III jur. disponible, que puede ser llevado ref. bienes materiales, op. ἔνοχος ‘sujeto a obligaciones legales’ PMasp.312.46 (VI d.C.).
B adv. ἀγωγῶς prob. según el procedimiento normal, según las normas ἀ. ... [ἐν] δεσποτείᾳ γενόμ[ενο] ς PTurner 34.8 (III d.C.).
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 qui conduit, qui guide : ὁ ἀγωγός guide, οἱ ἀγωγοί escorte ; fig. δύναμις ἀνθρώπων ἀγωγός PLUT pouvoir de conduire les hommes;
2 qui attire : ἀγωγὸς νεκρῶν EUR qui évoque les morts ; τὸ ἀγωγόν attrait, séduction.
Étymologie: ἄγω.
German (Pape)
ὁ, der Führer, Wegweiser, Her. 3.25; Thuc. 2.12, 4.78; ἀγωγοὶ ὕδατος, Wasserleitung, Herodian. 7.12.7. – Als adj. führend, χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί Eur. Hec. 536, Trankopfer, welche die Toten herauf beschwören; δακρύων Troad. 1121; τὰ ἀγ. Plat. Rep. VII.525a; δύναμις ἀνθρώπων ἀγ. Plut. Lyc. 5, eine die Menschen leitende Kraft. προθυμία ἀγωγὸς εἰς μίμησιν Pericl. 1; τὸ ἀγωγόν, das Anziehende, die Verführung, Plut.
Russian (Dvoretsky)
ἀγωγός:
I
1 ведущий, приводящий (πρός и ἐπί τι Plat. или εἴς τι Plut.);
2 вызывающий: ἀ. νεκρῶν Eur. вызывающий души усопших; δακρύων ἀ. вызывающий слезы;
3 влекущий (к себе), привлекательный (προσώπου χάρις Plut.): δύναμις ἀνθρώπων ἀ. Plut., влекущая к себе людей сила, обаяние.
II ὁ провожатый, проводник Her., Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωγός: -όν, (ἄγω) ὁ ἄγων, ὁ ὁδηγῶν, καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁδηγός, Ἡρόδ. 3. 26‧ ἀγωγοί, συνοδία, συνοδεύοντες φύλακες, Θουκ. 2. 12‧ ἀγ. ὕδατος, ὑδραγωγεῖον, Ἡρωδιαν. 7. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 1040. Ι. 17‧ μ. γεν., δύναμις ἀνθρώπων ἀγωγός, δύναμις τοῦ ἄγειν ἀνθρ., Πλουτ. Λυκ. 5. ΙΙ. ὁ ἄγων πρός τι μέρος ἢ σημεῖον, πρὸς ἢ ἐπί τι, Πλάτ. Πολ. 525Α‧ εἰς... Πλουτ. Περικλ. Ι. ΙΙΙ. ὁ ἕλκων, ἐπαγωγός, ἑλκυστικός, τινός, ἐπὶ τοῦ μαγνήτου, Διόσκ. 5. 148. 2) ὁ προσελκύων, ὁ προκαλῶν, χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί, Εὐρ. Ἑκ. 536‧ δακρύων ἀγ., ὁ αὐτ. Τρῳ. 1131. 3) ἀπόλ., ἑλκυστικός, Πλουτ. Κρας. 7‧ τὸ ἀγωγόν, τὸ ἐπαγωγόν, τὸ ἑλκυστικόν, ὁ αὐτ. 2, 25 Β.
Greek Monotonic
ἀγωγός: -όν (ἄγω),
I. αυτός που οδηγεί, καθοδηγεί, και ως ουσ. οδηγός, καθοδηγητής, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., δύναμις ἀνθρώπων ἀγωγός, η δύναμη της καθοδήγησης των ανθρώπων, σε Πλούτ.
II. αυτός που οδηγεί προς ένα σημείο ή μέρος· εἴς, πρός ή ἐπί τι, σε Πλάτ. κ.λπ.
III. 1. αυτός που σύρει εμπρός, ελκυστικός, παρελκυστικός, αυτός που προκαλεί· χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί, σε Ευρ.· δακρύων ἀγωγός, στον ίδ.
2. απόλ., ελκυστικός, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[ἄγω]
I. leading, and as substantive a guide, Hdt., etc.: c. gen., δύναμις ἀνθρώπων ἀγωγός power of leading men, Plut.
II. leading towards a point, εἴς, πρός or ἐπί τι Plat., etc.
III. drawing forth, eliciting, χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί Eur.; δακρύων ἀγ. Eur.
2. absol. attractive, Plut.
Lexicon Thucydideum
dux, leader, 2.12.2, 4.78.2, 4.78.5. 4.6.1.
Translations
guide
Arabic: مُرْشِد, مُرْشِد سِيَاحِيّ; Egyptian Arabic: دليل; Armenian: ուղեկցորդ, զբոսավար, գիդ; Asturian: guía; Basque: gida; Belarusian: гід, экскурсавод, правадні́к, правадні́ца; Bengali: মুর্শিদ; Bulgarian: водач; Burmese: လမ်းပြ; Catalan: guia; Chinese Mandarin: 導遊/导游 or 導游/导游; Czech: průvodce, průvodkyně; Danish: guide; Dutch: gids; Esperanto: gvidisto; Estonian: giid, reisijuht; Faroese: ferðaleiðari; Finnish: opas; French: guide; Galician: guía; Georgian: წინამძღოლი, მეგზური, გიდი; German: Reiseleiter, Reiseleiterin, Fremdenführer, Fremdenführerin; Greek: ξεναγός; Ancient Greek: ἁγεμών, ἁγητήρ, ἀγίμων, ἀγωγός, ἀνίοχος, ἀφηγητήρ, ἐξαγωγεύς, ἡγεμών, ἡγητήρ, ἡγητής, ἡνίοχος, ἰθυντήρ, καθηγεμών, καθηγητής, καθοδηγός, κοσμήτωρ, ξεναγός, ξεναγωγός, ὁδηγητήρ, ὁδηγήτρια, ὁδηγός, ὁδῶν φραστήρ, ποδηγέτης, ποδηγός, προηγητής, προοδηγός, προποδηγός, προστάτης, συνοδηγός, ὑφηγητής, φράστωρ, χειραγωγός; Haitian Creole: gid; Hebrew: מורה–דרך, מדריך; Hindi: मार्गदर्शक; Hungarian: vezető, idegenvezető, túravezető, kalauz; Icelandic: leiðsögumaður; Indonesian: pemandu; Japanese: 案内人, 案内役, ツアーガイド, 引率者; Korean: 안내인(案內人), 가이드, 길잡이, 관광 가이드, 여행 가이드; Kurdish Northern Kurdish: rêzan; Latin: dux; Latvian: gids, pavadonis; Lithuanian: gidas, vadovas, vedlys; Macedonian: водич; Malayalam: വഴികാട്ടി; Maltese: gwida; Maori: kaiārahi, here; Mauritian Creole: gid; Mongolian Cyrillic: газарч; Norman: dgide; Norwegian Bokmål: guide; Nynorsk: guide; Old English: lādtēow; Ottoman Turkish: قلاووز, رهبر; Persian: راهنما; Polish: przewodnik, przewodniczka; Portuguese: guia; Romanian: ghid; Russian: гид, экскурсовод, проводник, проводница; Scottish Gaelic: neach-iùil; Serbo-Croatian Cyrillic: во̀дӣч; Roman: vòdīč; Slovak: sprievodca, sprievodkyňa; Slovene: vodič, vodnik; Spanish: líder, guía; Swahili: kiongozi; Swedish: guide; Tagalog: patnubay; Tajik: роҳнамо; Thai: มัคคุเทศก์; Tocharian B: ṣarpṣūkiññe; Turkish: rehber; Ukrainian: гід, екскурсовод, провідник, провідниця; Vietnamese: người hướng đạo; Volapük: tävageidan, tävahigeidan, tävajigeidan, geidan, higeidan, jigeidan
attractive
Arabic: جَذَّاب; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: aantrekkelijk, attractief; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: attrayant, attractif, sympathique; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: attraktiv; Greek: ελκυστικός, γοητευτικός, θελκτικός, τραβηχτικός; Ancient Greek: ἀγωγός, ἀρπαλέος, ἁρπαλέος, δημοτερπής, εἰδάλιμος, ἑλκτικός, ἑλκυστικός, ἐνδίολκος, ἐπαγωγικός, ἐπαγωγός, ἐπακτικός, ἐπαφρόδιτος, ἐπισπαστικός, εὐειδής, εὐήδονος, εὐήρατος, εὔμορφος, εὔοπτος, εὐπρεπής, εὐφραντικός, ἐφελκτικός, ἐφελκυστικός, ἐφολκός, ἰδανός, καταγωγός, κωτίλος, προσαγωγός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: attraente, procace, stuzzicante, allettante; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: atraente; Romanian: atractiv; Russian: привлекательный, симпатичный; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: atractivo; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний