ἐγγίγνομαι
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
Ion. and later ἐγγίνομαι [ῑ], fut. ἐγγενήσομαι: 3pl. Ep. pf. ἐγγεγάᾱσι (the only tense used by Hom.):—
A to be born in, τοὶ Ἰλίῳ ἐγγεγάασιν Il.6.493, cf. Od.13.233; of vermin, to be bred in the skin, Hdt.2.37; of stones, ἐν τῷ καρπῷ ἐ. ib.92.
2 of things, qualities, etc., spring up, appear in or among, ὅσα ἐν ἀνθρώπου φύσι.. ἐ. Id.8.83, cf. Pl.R. 351d; αἴσθημά τι κἀν νηπίοις γε.. ἐ. E.IA1244: c. dat., ἃ παρθένοις ἐγγίγνεται νοσήμαθ' Id.Ion 1524, cf. Th.2.49, X.Mem.1.2.21, etc.; of persons, Pl.Grg. 526a.
3 of events and the like, take place or happen in or among, τισί Hdt.5.3, cf. 3.1; χεῖμα σφοδρὸν ἐ. Pl.Ax.371d.
II come in, intervene, λόγους ἐγγίνεσθαι Hdt.2.121.δ; χρόνου ἐγγινομένου, ἐγγενομένου, Id.1.190, Th.1.113, etc.; ἵνα μοι χρόνος ἐγγένηται τῆ σκέψει Pl.Prt. 339e, cf. Smp. 184a.
III ἐγγίγνεται, impers., it is allowed or possible, c. inf., Hdt.1.132, 6.38, And.1.141, Pl.Phd. 66c; ὥστε μὴ ἐγγενέσθαι μοι ποιῆσαι Antipho 5.17; ἐγγενόμενον ἡμῖν when it was in our power, Is.5.19.
IV for aor. ἐγγείνασθαι, v. ἐγγείνωνται.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón., koiné ἐγγίνομαι
• Grafía: graf. frec. en pap. ἐνγ-
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [aor. -γενόμην Arist.MM 1203a8; fut. -γενήσομαι D.40.55; perf. 3a plu. ἐγγεγάασι (ν) Il.4.41, Od.13.233, h.Ap.468, part. ἐγγεγαῶτες IEphesos 1063.9 (II d.C.)]
I como verb. de ‘devenir’, en perf., de pers. haber nacido c. adv. o dat. de lugar ὅθι τοι φίλοι ἀνέρες ἐγγεγάασι Il.l.c., Ἰλίῳ Il.6.493, Λιβύῃ A.R.4.1561, βροτοὺς ... τούς τε πάλαι τούς τ' ἐγγεγαῶτας ἅμ' ἡμεῖν a los mortales de tiempos antiguos y a los que han nacido en nuestra época, IEphesos l.c., c. el compl. de lugar sobreentendido τίς γῆ, τίς δῆμος, τίνες ἀνέρες ἐγγεγάασιν; ¿qué tierra y qué pueblo son éstos, cuáles sus pobladores?, Od.l.c., cf. h.Cer.134, h.Ap.l.c.
II en otros temas
1 de cosas y abstr. producirse, formarse, surgir c. dat. gener. de pers. ἐγγίνεται μὲν γὰρ οἱ ὕβρις Hdt.3.80, παρθένοις ... νοσήματ' E.Io 1524, τῶν ... λόγων τοῖς ἀμελοῦσι λήθη X.Mem.1.2.21, κόπος ... τοῖς ὁδοιποροῦσιν Ps.Dicaearch.1.6, τοῖς μὲν τῶν ζῴων ἐγγίγνεται μονὴ τοῦ αἰσθήματος Arist.APo.99b36, τοῦτο τὸ μέρος πᾶσι τοῖς θήλεσι Ptol.Tetr.1.6.1, εἰ γὰρ αὐτῷ λόγος ἐγγένοιτο ὁ διδάξων φαῦλα pues si se produjera en su interior un principio que le enseñara lo que está mal Arist.l.c., στάσις τοῖς πολλοῖς Plb.5.50.1, cf. D.S.20.29, σπουδὴ ... ἅπασιν App.Mith.37, παντὶ γένει κακοῦ ... τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον Plu.2.76b, ἀγαθῷ δὲ οὐδείς ... φθόνος Pl.Ti.29e, c. compl. prep. y dat. ἐν τούτῳ (καρπῷ) τρωκτὰ ... συχνά Hdt.2.92, cf. 3.112, ὅσα δὴ ἐν ἀνθρώπῳ φύσι ... ἐγγίνεται Hdt.8.83, αἴσθημά τοι κἂν νηπίοις γε τῶν κακῶν E.IA 1244, (ἀδικία) ἐν ἐλευθέροις τε καὶ δούλοις Pl.R.351d, λεκτέον περί ... τοῦ ἑξῆς τί ποτ' ἐστιν ἐν τοῖς συστήμασι καὶ πῶς ἐγγιγνόμενον Aristox.Harm.9.4, παρὰ τούτοις ... πονηρία Ps.Dicaearch.1.10
•c. rég. impl. λόγοι Hdt.2.121δ, τὸ ἔπος καὶ αὕτη ἡ αἰτίη ἐγγενομένη aquella narración y la acusación que encerraba Hdt.3.1, τοῦτο ... ἀμήχανον μή κοτε ἐγγένηται Hdt.5.3, μέλλησις Th.7.49, χεῖμα σφοδρόν Pl.Ax.371d, ὕπνοι Aen.Tact.22.5, φιλοτιμία Plb.4.53.5, πρόφασις Plb.15.23.8, θυμὸς ἐγγίγνεσθαι entrarle a uno ganas Aret.SA 2.2.4, οὔτε αἵρεσις οὔτε φυγή Aristid.Quint.65.26, τοῦ ἐνγενομ(ένου) ἐμ<π>τίου PVarsov.28.2 (VI d.C.)
•de enfermedades y síntomas producirse, sobrevenir πλευρίτιδες Hp.Aër.3, θρόμβοι ἔνδον ἐγγίγνονται Aret.SD 2.9.14, βορβορυγμὸς ... ἐν τῷ ὑποχονδρίῳ Hp.Prog.11, ὅσοισιν ἂν ... κόρυζα ἐγγένηται Hp.VM 18, μετεξετέροισι δὲ καὶ πῦον Aret.SA 2.6.3, τὰ νοσήματα ... αὐτοῖς Luc.Abd.27.
2 de pers. y anim. criarse ἵνα μήτε φθεὶρ μήτε ἄλλο μυσαρὸν μηδὲν ἐγγίνηταί σφι Hdt.2.37, ἐν τούτοις ἀγαθοὺς ἄνδρας ἐγγίγνεσθαι Pl.Grg.526a.
3 del tiempo pasar, transcurrir χρόνου ... ἐγγινομένου συχνοῦ Hdt.1.190, cf. Th.1.113, Pl.Smp.184a, SB 7202.69 (III a.C.), c. dat. ἵνα μοι χρόνος ἐγγένηται τῇ σκέψει para poder disponer de tiempo para reflexionar Pl.Prt.339e.
4 gram. ponerse en medio del aumento en verbos compuestos de prep., op. al aumento ‘externo’ ἡ ἔξωθεν κλίσις ἐγγινομένη A.D.Synt.326.20.
5 cop., c. pred. llegar a ser ὅταν ἀεὶ ἐλάττων ἡ δύναμις τοῦ κινεῖν ἐγγίνηται τῷ ἐχομένῳ Arist.Ph.267a9, εἰ τοίνυν τις καὶ τοιοῦτος ἐγγένοιτο οἷος ... Aristid.Or.2.430, ἔξωθεν δὲ καὶ ἐπεισοδιώδους τῆς ἑνότητος ἐγγενομένης Porph.Sent.36.
III en 3a pers. impers. es posible c. dat. de pers. e inf. οὔ οἱ ... ἀρᾶσθαι ἀγαθά Hdt.1.132, οὐδενὶ ... ἀγωνίζεσθαι Hdt.6.38, οἷσιν ἂν οὖν μὴ αὐτίκα ἐγγένηται ἐμβάλλειν Hp.Art.67, φρονῆσαι ἡμῖν Pl.Phd.66c, κἀμοὶ ... ἐκείνους μιμήσασθαι And.Myst.141, μᾶλλον δ' ἂν ὑμῖν ... μνημονεύειν Isoc.8.132, cf. PZen.Col.11.4 (III a.C.), τοῖς Ἀρείου βεβαίως κρατῆσαι Soz.HE 6.20.4
•sin dat. καὶ νῦν ἐγγενήσεται ... παρ' ἐμοῦ λαβεῖν ἐν ὑμῖν τὸ δίκαιον D.40.55, περὶ μὲν δὴ τῶν ἄλλων ... εἰπεῖν Gal.4.197, ac. abs. ἐγγενόμενον ἡμῖν αὐτὸν ... ἀτιμῶσαι Is.5.19.
German (Pape)
[Seite 700] (s. γίγνομαι), 1) darin geboren werden, entstehen; Hom. nur im perf., τοὶ Ἰλίῳ ἐγγεγάασιν Il. 6, 495; vgl. Od. 13, 233; Λιβύῃ ἐγγεγαῶτα Ap. Rh. 4, 1561: ἔν τινι, Her. 2, 92;. ἐν ἐλευθέροις καὶ δούλοις ἐγγιγνομένη ἀδικία Plat. Rep. I, 351 d, u. öfter; τινί, z. B. αἴσθημά τι καὶ νηπίοις γε τῶν κακῶν ἐγγίγνεται Eur. I. A. 1244; Ion 1524; so Thuc. 2, 49; λήθη ἐγγίγνεταί τινι, Xen. Mem. 1, 2, 21; vgl. Hell. 2, 3, 48, u. öfter. – Der aor. med. ἐγγείνασθαι hat Il. 19, 26 die akt. Bdtg; darin erzeugen. – 2) hinein-, dazwischen kommen, dazwischen sein; von der Zeit; χρόνου ἐγγενομένου, nachdem Zeit dazwischen verflossen war, Her. 1, 190 u. öfter, wie Thuc. 1, 113 u. folgende Historiker oft; ἵνα χρόνος ἐγγένηται, damit Zeit gelassen werde, Plat. Conv. 184 a-Allgemeiner, ἵνα μὴ αὖθις τοιοῦτον ἐγγένηται, damit uns nicht wieder so Etwas widerfahre, Plat. Rep. I, 341 b. – 3) ἐγγίνεται c. inf., es geht an, es ist möglich od. erlaubt, Her. 1, 152. 6, 38; διεπράξαντο ὥστε μὴ ἐγγενάσθαι μοι ποιῆσαι Antiph. 5, 17; ὥστε οὐδὲ φρονῆσαι ἡμῖν ἐγγίγνεται οὐδέν Plat. Phaed. 66 c; Sp., wie Plut. Nic. 18; dah., wie ἐξόν, absolut, ἐγγενόμενον ἡμῖν αὐτὸν ἀτιμῶσαι, obwohl es uns freistand, Is. 5, 19. Vgl. ἐκγίγνομαι.
French (Bailly abrégé)
ou ἐγγίνομαι;
f. ἐγγενήσομαι, ao.2 ἐνεγενόμην, pf. épq. ἐγγέγαα;
I. 1 être né dans ou se trouver dans, τινι;
2 fig. être inné, être naturel à : ἔν τινι, τινι à qqn;
3 se produire ou s'écouler dans l'intervalle en parl. du temps;
II. • impers. ἐγγίγνεται se produire ; être possible, avec l'inf..
Étymologie: ἐν, γίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐγγίγνομαι: и ἐγγίνομαι (γῑ) (fut. ἐγγενήσομαι, aor. ἐγγενόμην, эп. pf. ἐγγέγαα)
1 рождаться (πάντες, τοὶ Ἰλίῳ ἐγγεγάασιν Hom.);
2 (внутри), появляться, зарождаться, (ἵνα μυσαρὸν μηδὲν ἐγγίνηται Her.; ἐν τοῖς νέφεσι ἐγγίνεται πῦρ Arst.): ἐγγινόμενα τὰ ἄρθρα σαφῆ ποιεῖ τὴν λέξιν Arst. вставка (грамматических) членов делает фразу ясной;
3 быть врожденным, свойственным, присущим (ἔν τινι Her., Eur., Plat. и τινι Eur., Thuc., Plut.);
4 водиться, жить, быть (ἰχθὺς ἐγγίνεται ἐν τῇ λίμνῃ Arst.);
5 происходить, случаться, бывать, Plat.: τινός τινι λήθη ἐγγιγνομένη Xen. забивание чего-л. кем-л.;
6 проходить, протекать: χρόνου ἐγγινομένου Her. и ἐγγενομένου Thuc. по прошествии некоторого времени;
7 impers. ἐγγί(γ)νεται (воз)можно, позволено (τινι ποιεῖν τι Her., Plut.): ἐγγενόμενον (acc. abs.) Isae. поскольку или хотя было возможно.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγίγνομαι: Ἰων. καὶ μεταγ. ἐγγίνομαι ῑ: μέλλ. ἐγγενήσομαι: γ΄ πληθ. Ἐπ. πρκμ. ἐγγεγάᾱσι (ὁ μόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. χρόνοις): Ἀποθετ. Γεννῶμαι ἐν, τοὶ Ἰλίῳ ἐγγεγάασιν Ἰλ. Ζ. 493, πρβλ. Ὀδ. Ν. 233· ἐπὶ παρασίτου σκώληκος, ἀναπτύσσομαι ἐντὸς τοῦ δέρματος, Ἡρόδ. 2. 37· ἐπὶ καρποῦ, ἐν τῇ κάλυκι ἐγγ. αὐτόθι 92. 2) ἐπὶ ἰδιοτήτων, ὑπάρχω ἐκ φύσεως, εἶμαι ἔμφυτος, ὅσα ἐν ἀνθρώπου φύσι... ἐγγ. Ἡρόδ. 8. 33· αἴσθημά τι κἀν νηπίοις γε …, ἐγγ. Εὐρ. Ι. Α. 1244, κτλ. 3) ἐπὶ γεγονότων κ.τ.τ. γίνομαι ἐν, τισι Ἡρόδ. 5. 3, πρβλ. 3. 1· οὕτω, χεῖμα σφοδρὸν ἐγγ. Πλάτ. Ἀξ. 371D, καί, ΙΙ. παρεμπίπτω, ἐπὶ συνομιλίας, ὡς δὲ λόγους τε πλείους ἐγγίνεσθαι, κτλ., Ἡρόδ. 2. 121, 4· ἀλλ’ ἐπὶ χρόνου, χρόνου ἐγγινομένου, ἐγγενομένου ὁ αὐτ. 1. 190, Θουκ. 1. 113, κτλ.· ἵνα μοι χρόνος ἐγγένηται τῇ σκέψει Πλάτ. Πρωτ. 339Ε, πρβλ. Συμπ. 184Α. ΙΙΙ. ἐγγίγνεται, ἀπροσ., ἐπιτρέπεται, εἶναι δυνατόν, ὅπως τὸ ἔξεστι, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 132., 6. 38, Ἀνδοκ. 18. 26· ὥστε μὴ ἐγγενέσθαι μοι ποιῆσαι Ἀντιφῶν 131. 25· ἐγγενόμενον ἡμῖν, ὡς τὸ ἐξόν, ὅτε ἦτο εἰς τὴν ἐξουσίαν ἡμῶν, Ἰσαῖος 52. 31. IV. περὶ τοῦ ἀορ. ἐγγείνασθαι, ἴδε ἐγγείνωνται.
English (Autenrieth)
only perf. ἐγγεγάᾶσιν, are in, live in or there.
Greek Monolingual
ἐγγίγνομαι (Α)
1. γεννιέμαι, υπάρχω σε κάτι
2. (για παράσιτο ζωύφιο) αναπτύσσομαι στο δέρμα
3. (για πράγματα, ιδιότητες κ.λπ.) είμαι έμφυτος
4. (για γεγονότα) γίνομαι, συμβαίνω
5. (για συνομιλία) παρεμβάλλομαι, μεσολαβώ
6. απρόσ. επιτρέπεται, είναι δυνατό.
Greek Monotonic
ἐγγίγνομαι: Ιων. και μεταγεν. γίνομαι [ῑ], μέλ. -γενήσομαι· γʹ πληθ. Επικ. παρακ. ἐγγεγάᾱσι· αποθ.·
I. 1. γέννηση ή ανατροφή, μεγάλωμα σ' ένα μέρος, με δοτ., σε Όμηρ., Ηρόδ.
2. λέγεται για ιδιότητες, αυτός που είναι έμφυτος, σύμφυτος, στον ίδ., Ευρ.
3. λέγεται για γεγονότα και άλλα παρόμοια, συμβαίνω εντός ή ανάμεσα, τισι, σε Ηρόδ.
II. εισέρχομαι, παρεμβαίνω, περνώ, λέγεται για χρόνο, στον ίδ., Θουκ.
III. ἐγγίγνεται, απρόσ., επιτρέπεται ή είναι δυνατό, με απαρ., σε Ηρόδ., Αττ.
Middle Liddell
ionic and later -γῑ́νομαι fut. -γενήσομαι 3rd pl. epic perf. ἐγγεγάᾱσι
I. Dep.:— to be born or bred in a place, c. dat., Hom., Hdt.
2. of qualities, to be inborn, innate, Hdt., Eur.
3. of events and the like, to happen in or among, τισι Hdt.
II. to come in, intervene, pass, of time, Hdt., Thuc.
III. ἐγγίγνεται, impers., it is allowed or possible, c. inf., Hdt., Attic