ἔμπληκτος

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπληκτος Medium diacritics: ἔμπληκτος Low diacritics: έμπληκτος Capitals: ΕΜΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: émplēktos Transliteration B: emplēktos Transliteration C: empliktos Beta Code: e)/mplhktos

English (LSJ)

ἔμπληκτον, (ἐμπλήσσω)
A stunned, amazed, ὑπὸ τῶν κυνῶν γενέσθαι X.Cyn.5.9: hence, stupid, senseless, ἔ. καὶ μανικός Plu.Rom.28, Agath.3.24, etc.; ἔμπληκτα ληρεῖν Gal.8.693.
2 in Att., impulsive: hence, unstable, capricious, S.Aj.1358, Arist.EE1240b17; αἱ τύχαι, ἔ. ὡς ἄνθρωπος, ἄλλοτ' ἄλλοσε πηδῶσι E.Tr.1205; [ἡ φιλοσοφία] τῶν ἑτέρων παιδικῶν πολὺ ἧττον ἔ. Pl.Grg. 482a; ἐ. τε καὶ ἀσταθμήτους Id.Ly.214d; ἔ. ταῖς ἐπιθυμίαις Plu.Dio 18.
II Adv. ἐμπλήκτως = rashly, madly, Isoc.7.30, etc.; τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ = frantic vehemence, Th.3.82; foolishly, Gal.1.535.

Spanish (DGE)

-ον
I 1estúpido ἔ. δὲ τῷ τρόπῳ καὶ μανικός Plu.Rom.28, ἐπελέληστο γὰρ ... ὑπὸ αὐθαδείας ὁ ἔ. Agath.3.24.5, neutr. plu. subst. μὴ ... ἔμπληκτα λήρει Gal.8.693.
2 impulsivo, caprichoso τοιοίδε μέντοι φῶτες ἔμπληκτοι βροτῶν S.Ai.1358, cf. Arist.EE 1240b17, αἱ τύχαι, ἔ. ὡς ἄνθρωπος, ἄλλοτ' ἄλλοσε πηδῶσι E.Tr.1205, τῶν ἑτέρων παιδικῶν πολὺ ἧττον ἔ. (ἡ φιλοσοφία) Pl.Grg.482a, cf. Ly.214d, τύραννος ἔ. ἀεὶ ταῖς ἐπιθυμίαις Plu.Dio 18, ἔ. ... καὶ ἄνους Gal.1.4, ψυχῆς ὁρμὴ ἔ. Plot.3.1.1.
3 enloquecido, tocado de demencia por culpa de un veneno νόημα Nic.Al.213.
II adv. ἐμπλήκτως
1 impulsivamente τὸ δ' ἐμπλήκτως ὀξὺ ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθη la violencia insensata se consideró una cualidad viril Th.3.82, τὰ παρὰ τῶν θεῶν οὐκ ἐ. οὐδὲ ταραχωδῶς αὐτοῖς συνέβαινεν Isoc.7.30.
2 caprichosamente ἐ. τε μεταφέρουσι τὸν λόγον Gal.1.535.

German (Pape)

[Seite 814] 1) betäubt, betroffen, verblüfft, Xen. Cyn. 5, 9; καὶ διεφθαρμένος ἔρωτι Plut. Timol. 3; unsinnig, dumm. Rom. 28. – 2) unbesonnen, wankelmütig; Soph. Ai. 1337; καὶ ἀστάθμητος Plat. Lys. 214 c; vgl. Gorg. 482 a; ταῖς ἐπιθυμίαις Plut. Dion. 18. So adv., τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ, unbesonnene Eile, Thuc. 3, 82; τὰ παρὰ τῶν θεῶν οὐκ ἐμπλ. οὐδὲ ταραχωδῶς αὐτοῖς συνέβαινε, ἀλλ' εὐκαίρως Isocr. 7, 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 frappé de stupeur ; hébété, stupide;
2 inconstant, léger.
Étymologie: ἐμπλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπληκτος:
1 ошеломленный, напуганный (ὑπὸ τῶν κυνῶν Xen.);
2 неразумный, безрассудный (ἔ. τε καὶ ἀστάθμητος Plat.);
3 легкомысленный, непостоянный (βροτοί Soph.);
4 превратный (sc. αἱ τύχαι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπληκτος: -ον, (ἐμπλήσσω) ἔκπληκτος, τεθηπώς, Λατ. attonitus, Ξεν. Κυν. 5, 9: ἐντεῦθεν, ὡς τὸ ἐμβρόντητος, ἀνόητος, ἄφρων, Πλουτ. Ρωμ. 28, κτλ. 2) παρ’ Ἀττ., ἐλαφρὸς τὸν νοῦν, κοῦφος, ἄστατος, εὐμετάβλητος, ἰδιότροπος, Σοφ. Αἴ. 1358 (ἔνθα ἴδε Στοβ.)· τοῖς τρόποις γὰρ αἱ τύχαι, ἔμπληκτος ὡς ἄνθρωπος, ἄλλοτ’ ἄλλοσε πηδῶσι Εὐρ. Τρῳ. 1204· ἡ φιλοσοφία τῶν ἑτέρων παιδικῶν πολὺ ἧττον ἔμπληκτος Πλάτ. Γοργ. 482Α· ἐμπλ. τε καὶ ἀσταθμήτους ὁ αὐτ. Λύσ. 214D· ἐμπλ. ταῖς ἐπιθυμίαις Πλουτ. Δίων 18· πρβλ. ἐμπλήγδην. ΙΙ. ἐπίρρ. -τως, μανιωδῶς, παραφόρως, Ἰσοκρ. 145Ε, κτλ.· τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ, ἐκπληκτικὴ ὀξύτης ἐνεργείας, μανιώδης, ὁρμή, Θουκ. 3. 82.

Greek Monolingual

ἔμπληκτος, -ον (AM)
ταραγμένος, έκπληκτος
αρχ.
1. ανόητος, ηλίθιος
2. απερίσκεπτος, ασταθής, ιδιότροπος
3. επιρρεπής
4. ορμητικός.

Greek Monotonic

ἔμπληκτος: -ον (ἐμπλήσσω),
I. 1. έκπληκτος, κατάπληκτος, θορυβημένος, Λατ. attonitus, σε Ξεν., Πλούτ.
2. ασταθής, ιδιότροπος, παράξενος, σε Σοφ., Ευρ.
II. επίρρ. -τως, απερίσκεπτα, παράτολμα· τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ, με αιφνιδιαστική ταχύτητα κίνησης, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἔμπληκτος, ον adj ἐμπλήσσω
I. stunned, amazed, stupefied, Lat. attonitus, Xen., Plut.
2. unstable, capricious, Soph., Eur.
II. adv. -τως, rashly; τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ startling rapidity of action, Thuc.

English (Woodhouse)

capricious, fickle, mad, out of one's senses

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

fickle

Armenian: հեղհեղուկ; Belarusian: непастаянны, зменлівы; Bengali: খামখেয়ালী; Bulgarian: непостоянен, променлив, отмятащ се; Catalan: inconstant; Chinese Mandarin: 多變, 多变, 薄情; Danish: lunefuld, vankelmodig, vægelsindet; Dutch: wispelturig, onbetrouwbaar, onbestendig, grillig, onberekenbaar; Esperanto: nefidinda; Finnish: ailahteleva, huikenteleva, häilyvä, vaihteleva; French: inconstant, volage, lunatique, indécis, capricieux; German: unbeständig, wankelmütig, wechselhaft, flatterhaft, launisch, unstet; Greek: άστατος, ευμετάβλητος; Ancient Greek: ἀβέβαιος, ἀκατάστατος, ἀλλογνώμων, ἀλλοπρόσαλλος, ἀναπτερωτός, ἄπιστος, ἀστάθμητος, ἁψίκορος, γάγγαλος, ἐλαφρόνοος, ἔμπληκτος, εὐμετάβολος, εὐμετάγνωστος, εὐμετάγνωτος, εὐμετάθετος, εὐμετακίνητος, εὐμετανόητος, μετάβουλος, μεταπτωτικός, μετάπτωτος, μετέωρος, μετήορος, πλάνος, πολύτροπος, σκιρτητικός, ὑπόκουφος, χαλίφρων; Icelandic: hverflyndur, óstöðugur; Italian: volubile, incostante, mutevole, capriccioso; Japanese: 気が多い, 気まぐれな; Korean: 변덕(變德)스럽다; Latin: inconstans, instabilis; Norwegian Bokmål: vaklende, skiftende, ubestemmelig, vankelmodig; Occitan: inconstant, lunard, lunatenc, cambiadís, lunatic, viradís, capriciós; Persian: دمدمی مزاج‎; Portuguese: volúvel, caprichoso, volátil; Romanian: capricios, schimbător, inconstant; Russian: непостоянный, ветреный, переменчивый; Scottish Gaelic: leam-leat; Serbo-Croatian Roman: prevrtljiv, nepostojan, prevrtljiv, mušičav, hirovit; Spanish: inconstante, veleidoso, voluble, pendular; Swedish: ombytlig, nyckfull; Tagalog: balimbing; Turkish: caygın, dönek, kahpe, kaypak; Ukrainian: непості́йний, несталий, мінливий, змінливий