κόρυς

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρῠς Medium diacritics: κόρυς Low diacritics: κόρυς Capitals: ΚΟΡΥΣ
Transliteration A: kórys Transliteration B: korys Transliteration C: korys Beta Code: ko/rus

English (LSJ)

κόρῠθος, ἡ, acc.
A κόρυθα Il.11.351, al., E.Ba.1186 (lyr.), κόρυν Il. 13.131, Luc.DDeor.20.10, Philostr.Her.12.1; poet.dat. pl. κορύθεσσι S.Ant.116 (lyr.):—helmet, freq. in Hom. (esp. in Il.); αὐγὴ χαλκείη κορύθων ἄπο λαμπομενάων 13.341; κόρυς χαλκήρης, κόρυς χαλκοπάρῃος, 15.535, Od.24.523; τετράφαλος Il.22.315; ἱπποδάσεια 3.369.
II scalp of a lion, E.l.c.

German (Pape)

[Seite 1488] υθος, ἡ, acc. κόρυθα u. κόρον, Hel m, Sturmhaube; Hom. oft; χαλκήρης, ἱπποδάσεια, Il. 15, 535, λαμπραί, 17, 269, u. ä., also von Metall u. dadurch von der ledernen κυνέη unterschieden, obwohl Agamemnons Helm, 12, 184 ff., κυνέη u. κόρυς heißt; σύν θ' ἱπποκόμοις κορύθεσσιν Soph. Ant. 116; Eur. braucht es auch für Kopf, ἄρτι γένυν ὑπὸ κόρυθ' ἁπαλότριχα βάλλει Bacch. 1186. – Κόρυν steht Il. 13, 131. 16, 215 u. Luc. D. D. 20, 10. – Nach den VLL. auch = κόρυδος.

French (Bailly abrégé)

υθος;
acc. -υθα ou -υν (ἡ) :
casque.
Étymologie: R. Καρ ; cf. κάρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόρυς -υθος, ἡ [~ κόρυμβος?] acc. sing. κόρυθα en κόρυν, poet. dat. plur. κορύθεσσιν, helm; overdr. kuif:. ὑπὸ κόρυθ’ ἁπαλότριχα onder zijn kuif van zacht haar Eur. Ba. 1186.

Russian (Dvoretsky)

κόρυς: ῠθος ἡ (acc. κόρῠθα и κόρυν, dat. pl. κορύθεσσι)
1 шлем (χαλκείη Hom.; ἱππόκομος Soph.; κόρυν ἀφελεῖν Luc.);
2 голова (ἁπαλόθριξ, sc. τοῦ μόσχου Eur.).

English (Autenrieth)

(cf. κάρη), acc. κόρυθα and κόρυν: helmet; epithets, βριαρή, δαιδαλέη, ἱπποδάσεια, ἱππόκομος, λαμπομένη, λαμπρή, παναίθη, τετράφαλος, φαεινή, χαλκήρεος, χαλκοπάρῃος. (See cuts under these adjectives.)

Greek Monolingual

κόρυς, -υθος, ἡ (Α)
1. η περικεφαλαία τών μαχητών («βάλεν εὐπείθεια κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. το κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κέρας δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς. Μαζί με τα κόρυδος, κόρυμβος, κορύνη, κορυνθεύς, κόρυνθος και κορυφή αποτελούν ίσως μια ιδιαίτερη οικογένεια λέξεων τών οποίων η προέλευση δεν είναι σαφής. Κατά μία άποψη αποτελούν πελασγικά στοιχεία με τα οποία συνδέεται και το τοπωνύμιο Κόρινθος.
ΠΑΡ. κορυστής, κορυφή
αρχ.
κόρυδος, κορυθάλη, κορύθιον, κόρυθος, κορύνη, κορυνθεύς, κόρυνθος, κορύσσω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κορυθάϊξ, κορυθαίολος. (Β' συνθετικό) α) -κόρυθος: ευκόρυθος, ιπποκόρυθος, τρικόρυθος
β) -κορυς: ορθόκορυς, τρίκορυς.

Greek Monotonic

κόρῠς: -ῠθος, ἡ· αιτ. κόρῠθα και κόρυν· ποιητ. δοτ. πληθ. κορύθεσσι· (κάρα
I. κράνος, περικεφαλαία, σε Όμηρ.
II. το κεφάλι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κόρῠς: -ῠθος, ἡ· αἰτ. κόρῠθα Ὅμ. καὶ Εὐρ. ἐν Βάκχ. 1185· κόρυν Ἰλ. Ν. 131., Π. 215, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 10, κτλ.· ποιητ. δοτ. κορύθεσσι Σοφ. Ἀντ. 116· (√ΚΑΡ, κάρα) ― περικεφαλαία, κράνος, συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.)· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐκ χαλκοῦ, χαλκείη, χαλκήρης, καὶ οὕτω διακρινομένη ἀπὸ τῆς ἐκ δέρματος κυνέης (ἀλλὰ τοῦτο δὲν ἰσχύει πανταχοῦ· ἴδε ἐν λέξ. κυνέη)· ἔχουσα καὶ τεμάχια διὰ τὰς παρειάς, χαλκοπάρηος, καὶ λόφον ἐκ τριχῶν ἵππου, ἵππουρις. ἱππόκομος, ἱπποδάσεια (πρβλ. λόφος)· καὶ κεκοσμημένη διὰ φάλων, πρβλ. ἀμφίφαλος, τετράφαλος. ΙΙ. ἡ κεφαλή, Εὐρ. Βάκχ. 1185.

Frisk Etymological English

-υθος, -υθα, -υν
Grammatical information: f.
Meaning: helmet (Il.);
Other forms: κόρυρ θριγκός H. (Lac.).
Dialectal forms: Myc. koruto (gen. sg.); also korupi (instr. pl.)
Compounds: Compp. κορυθ-άϊξ shaking the helmet (Χ 132; cf. on ἀΐσσω), -αἰόλος id., mostly of Hector (Il., A. R.; accent after Hdn., Eust. with codd. Ven.; so conncted with αἰόλλω; cf. Frisk Eranos 38, 39 w. n. 2, also Bechtel Lex. s. v.), κορυθήκη f. helm-case (Delos IIa; haplology for κορυθο-θ.); τρί-κορυς with triple plume (E. Ba. 123, lyr.), also τρι-κόρυθος id. (E. Or. 1480); χαλκο-, ἱππο-κορυστής with bronze resp. redhaired helmet (Il.; -της metr. enlarging, s. Frisk l. c.).
Derivatives: 1. Diminut. κορύθιον (Gloss.). 2. κορυστής m. helm-bearer (Il.). 3. κόρυθος εἷς τις τῶν τροχίλων, περικεφαλαία H.; to Κόρυ(ν)θος as surn. of Apollon s. below 4. κορύθων ἀλεκτρυών H. 5. κορυθάλη, -αλίς = εἰρεσιώνη, maypole(?) (EM) with Κορυθαλία surn. of Artemis near Sparta (Polem. Hist., H.; s. Nilsson Gr. Rel. 1, 123 a. 490), also = κορυθάλη (H., Gloss.); with κορυθαλίστριαι αἱ χορεύουσαι τῃ̃ Κορυθαλίᾳ θεᾳ̃ H. (after the fem. in -(ί)στρια; vgl. Chantraine Formation 106). 6. Denomin. verb κορύσσω, -ομαι, aor. κορύσσασθαι (Il.), κορύξασθαι (Ath. 3, 127a; also Hp. Ep. 17?), ptc. perf. κεκορυθμένος (Il.; Chantraine Gramm. hom. 1, 434), verbal adj. κορυστός heaped up, of full measure (Attica; κορυ<σ>τόν ἐπίμεστον H.), prop. take a helmet, metaph. raise high, rise, also in gen. arm oneself (Il.; Leumann Hom. Wörter 210, Erbse Herm. 81, 171). - Uncertain remains the judgement of Κόρυ(ν)θος surn. of Apollon in Messenia (inscr., Paus. 4, 34, 7); cf. v. Wilamowitz Glaube 1, 106 w. n. 3, Hitzig-Blümner ad loc.); κορυνθεύς κόφινος, κάλαθος. ἀλεκτρυών (H.; cf. κορύθων ab.). - On κόρυς with derivv. Trümpy Fachausdrücke 40ff., Gray Class. Quart. 41, 114ff.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Mostly connected with κέρας, first to the old u-stem in κερα(Ϝ)-ός (s. v.); but the differences of meaning and the morphological details are not well explained; improbable. Chantraine Mélanges Glotz 165ff. considers therefore for κόρυς Mediterraneann origin (in the framework of the soc. protidg. Schicht); not to κορυφή, κόρυμβος, κόρυδος, κορύνη. The forms κορυδ-ών, -αλ(λ)-ος point to a Pre-Greek word (Fur. 195).

Middle Liddell

κάρα
I. a helmet, helm, casque, Hom.
II. the head, Eur.

Frisk Etymology German

κόρυς: -υθος, -υθα, -υν
{kórus}
Forms: κόρυρ· θριγκός H. (lak.). Myk. ko-ru-to (Gen. sg.); auch ko-ru-pi (Instr. pl.)?
Grammar: f.
Meaning: Helm (ep. poet. seit Il., sp. Prosa);
Composita: Kompp. κορυθάϊξ helmschüttelnd (Χ 132; vgl. zu ἀΐσσω), -αἰόλος ib., meist von Hektor (Il., auch A. R.; Akzent nach Hdn., Eust. mit codd. Ven.; somit auf αἰόλλω bezogen; vgl. Frisk Eranos 38, 39 m. A. 2, auch Bechtel Lex. s. v.), κορυθήκη f. Helmschachtel (Delos IIa; Haplologie für κορυθοθ.); τρίκορυς mit dreifachem Helmrande (E. Ba. 123, lyr.), auch τρικόρυθος ib. (E. Or. 1480) u. a.; χαλκο-, ἱπποκορυστής ‘mit ehernem bzw. roßhaarigem Helm' (Il. u. a.; -της metrisch erweiternd, s. Frisk a. a. O.).
Derivative: Ableitungen. 1. Deminutivum κορύθιον (Gloss.). 2. κορυστής m. ‘Helmträger, -tragend' (Il.). 3. κόρυθος. εἷς τις τῶν τροχίλων, περικεφαλαία H.; zu Κόρυ(ν)θος als Bein. des Apollon s. u. 4. κορύθων· ἀλεκτρυών H. 5. κορυθάλη, -αλίς = εἰρεσιώνη, Maizweig (EM) mit Κορυθαλία Bein. der Artemis vor Sparta (Polem. Hist., H.; s. Nilsson Gr. Rel. 1, 123 u. 490), auch = κορυθάλη (H., Gloss.); dazu κορυθαλίστριαι· αἱ χορεύσυσαι τῇ Κορυθαλίᾳ θεᾷ H. (nach den Fem. auf -(ί)στρια; vgl. Chantraine Formation 106). 6. Denominatives Verb κορύσσω, -ομαι, Aor. κορύσσασθαι (Il.), κορύξασθαι (Ath. 3, 127a; auch Hp. Ep. 17?), Ptz. Perf. κεκορυθμένος (ep. poet. seit Il.; Chantraine Gramm. hom. 1, 434), Verbaladj. κορυστός gehäuft, vom Maß (Attika; κορυ<σ>τόν· ἐπίμεστον H.), eig. ‘(sich) behelmen’, übertr. ‘in die Höhe heben, (sich) erheben’, auch im allg. ‘(sich) wappnen’ (ep. poet. seit Il.; Leumann Hom. Wörter 210, Erbse Herm. 81, 171). — Unsicher bleibt die Beurteilung von Κόρυ(ν)θος Bein. des Apollon in Messenien (Inschr., Paus. 4, 34, 7); vgl. v. Wilamowitz Glaube 1, 106 m. A. 3, Hitzig-Blümner z. St.); κορυνθεύς· κόφινος, κάλαθος. ἀλεκτρυών (H.; vgl. κορύθων ob.). — Zu κόρυς mit Ableitungen Trümpy Fachausdrücke 40ff., Gray Class. Quart. 41, 114ff.
Etymology: Gewöhnlich zur Sippe von κέρας gezogen, u. zw. zunächst zum alten u-Stamm in κερα(ϝ)-ός (s. d.); die Bedeutungsverschiedenheit ebenso wie die morphologischen Einzelheiten sind indessen nicht gebührend aufgeklärt. Chantraine Mélanges Glotz 165ff. erwägt deshalb für κόρυς, κορυφή usw., wozu noch ON wie Κόρινθος, mediterranen Ursprung, allerdings aus der sog. protidg. Schicht; dazu noch v. Windekens Le Pélasgique 106ff. — Zu κόρυς gehören direkt oder indirekt κορυφή, κόρυμβος, κόρυδος, κορύνη, s. dd.
Page 1,925-926

Mantoulidis Etymological

-υθος ἡ (=περικεφαλαία, κράνος). Σχετίζεται μέ τό κάρα (=κεφάλι).
Παράγωγα: κορυδός (=πουλί πού ἔχει στό κεφάλι τσουλούφι), κορυθαίολος (=πού κινεῖ γρήγορα τήν περικεφαλαία), κόρυμβος (=κορφή), κορύνη (=ρόπαλο), κορυστής (=ἔνοπλος), κορυφή, κορυφῶ.

Translations

helmet

Afrikaans: helm; Albanian: kokore, përkrenare, tarogzë; Arabic: خُوذَة‎; Hijazi Arabic: خوذة‎; Armenian: սաղավարտ; Asturian: cascu, yelmu; Azerbaijani: dəbilqə, kaska; Basque: kasko; Belarusian: шалом, каска; Bulgarian: шлем, каска; Burmese: ဦးခေါင်းဆောင်; Catalan: casc, elm; Chagatai: دبولغه‎, توبولغا‎; Chinese Mandarin: 鋼盔/钢盔, 頭盔/头盔; Czech: helma, helmice, přilba, přilbice; Danish: hjelm; Dutch: helm; Esperanto: kasko; Estonian: kiiver; Extremaduran: cascu; Finnish: kypärä; French: casque; Galician: casco, elmo, gocete, borguiñota, camal, chola; Georgian: ჩაფხუტი, მუზარადი; German: Helm; Gothic: 𐌷𐌹𐌻𐌼𐍃; Greek: κράνος; Ancient Greek: κόρυς, κρᾶ, κράνος, κυνέη, κυνῆ, περικεφαλαία, πήληξ, πῖλος, πῖλος χαλκοῦς, στεφάνη, τρυφάλεια; Hebrew: קַסְדָּה‎; Hungarian: sisak, bukósisak; Icelandic: hjálmur; Indonesian: helm; Irish: ceannbheart, clogad, cafarr; Italian: casco, elmetto; Japanese: ヘルメット, 兜; Kalmyk: дуулх; Kazakh: дулығ; Korean: 투구, 헬멧; Kumyk: давулгъа, темир бёрк; Kyrgyz: туулга; Lao: ໝວກກັນກະທົບ; Latin: cassis, galea; Latvian: ķivere; Lithuanian: šalmas; Macedonian: шлем, кацига; Malay: topi keledar; Maltese: elmu; Maori: pōtae mārō; Mongolian Cyrillic: дуулга; Norwegian Bokmål: hjelm; Nynorsk: hjelm; Occitan: casco; Old Anatolian Turkish: توغلقه‎; Old Church Slavonic Cyrillic: шлѣмъ; Old East Slavic: шеломъ; Old English: helm; Old Norse: hjalmr; Old Polish: szłom; Ottoman Turkish: باشلق‎, توولغه‎, تولغه‎, تولقه‎, تغلغه‎, توغلغه‎; Persian: کلاه ایمنی ورزشی‎, خود‎, کلاه ایمنی‎, کلاه کاسکت‎; Plautdietsch: Schiltmetz; Polish: hełm, kask; Portuguese: capacete, elmo; Romanian: cască, coif; Russian: шлем, каска, шелом; Scottish Gaelic: clogaid; Serbo-Croatian Cyrillic: шле̏м, ка̀цига; Roman: šlȅm, kàciga; Slovak: helma, prilba; Slovene: čelada; Sorbian Lower Sorbian: nagłownik, nagłowk; Upper Sorbian: nahłownik, helm; Spanish: casco, yelmo; Swahili: helmeti, kofia ya chuma; Swedish: hjälm; Tagalog: kasko; Telugu: శిరస్త్రాణము; Thai: หมวกนิรภัย, หมวกเชื่อม; Tibetan: རྨོག; Turkish: kask, miğfer; Turkmen: tuwalga; Ukrainian: шолом, каска; Uzbek: dubulgʻa; Vietnamese: mũ bảo hiểm, nón bảo hiểm; Welsh: helm, helmed, helmedau