πρόσκειμαι: Difference between revisions
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>I.</b> être couché auprès de <i>en parl. de la femme</i> ; être donnée comme épouse à, τινι ; <i>en gén., en parl. de choses</i> se trouver près de, être attaché à, être appliqué contre;<br /><b>II.</b> être ajouté, s’ajouter, être en surcroît ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> être adhérent à ; rester, demeurer auprès de ; <i>en gén.</i> être, τινι;<br /><b>2</b> se rattacher à, dépendre de, τινι;<br /><b>3</b> convenir à, être approprié à, τινι ; <i>Pass.</i> être allégué (comme excuse);<br /><b>4</b> adhérer à, τινι;<br /><b>5</b> s’attacher à, être attaché <i>ou</i> dévoué à, τινι ; <i>en parl. de choses</i> s’adonner à, τινι;<br /><b>6</b> s’attacher à qqn, poursuivre de ses instances, τινι ; <i>en mauv. part</i> poursuivre, presser, harceler, τινι : τὸ προσκείμενον HDT l’armée ennemie.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κεῖμαι]]. | |btext=<b>I.</b> être couché auprès de <i>en parl. de la femme</i> ; être donnée comme épouse à, τινι ; <i>en gén., en parl. de choses</i> se trouver près de, être attaché à, être appliqué contre;<br /><b>II.</b> être ajouté, s’ajouter, être en surcroît ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> être adhérent à ; rester, demeurer auprès de ; <i>en gén.</i> être, τινι;<br /><b>2</b> se rattacher à, dépendre de, τινι;<br /><b>3</b> convenir à, être approprié à, τινι ; <i>Pass.</i> être allégué (comme excuse);<br /><b>4</b> adhérer à, τινι;<br /><b>5</b> s’attacher à, être attaché <i>ou</i> dévoué à, τινι ; <i>en parl. de choses</i> s’adonner à, τινι;<br /><b>6</b> s’attacher à qqn, poursuivre de ses instances, τινι ; <i>en mauv. part</i> poursuivre, presser, harceler, τινι : τὸ προσκείμενον HDT l’armée ennemie.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κεῖμαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ [[κεῑμαι]]<br /><b>1.</b> βρίσκομαι, [[είμαι]] τοποθετημένος [[κοντά]] ή [[πάνω]] σε κάποιον ή [[κάτι]] («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παράκειμαι]], [[γειτονεύω]], [[είμαι]] συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[διάκειμαι]] φιλικά [[έναντι]] κάποιου, [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου, [[συμμερίζομαι]] τις απόψεις του (α. «πρόσκειται στην [[κυβέρνηση]]» β. «η παράταξή του πρόσκειται στην Αριστερά»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ.) <i>προσκείμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) <b>ως ουσ.</b> αυτός που βρίσκεται, που [[είναι]] τοποθετημένος [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br />β) <b>μτφ.</b> φιλικά διακείμενος [[προς]] κάποιον, [[οπαδός]]<br />γ) <b>φρ.</b> «προσκείμενες γωνίες»<br /><b>μαθημ.</b> γωνίες που έχουν την [[ίδια]] [[κορυφή]], [[κοινή]] [[πλευρά]] και βρίσκονται [[εκατέρωθεν]] της κοινής αυτής πλευράς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[γυναίκα]] που δίνεται ως [[σύζυγος]]) παραστέκομαι, [[είμαι]] [[δίπλα]] - [[δίπλα]] («ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πεσσούς ή υπόθετα) εφαρμόζομαι ή [[παραμένω]] στη [[θέση]] μου<br /><b>3.</b> συμπεριλαμβάνομαι σε [[κάτι]], [[συνδέομαι]] με [[κάτι]] («κακοῑς γὰρ οὐ σὺ πρόσκεισαι μόνη», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] προσκολλημένος ή αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («τῷ προσεκέετο τῶν ἀστῶν [[μάλιστα]] ὁ Ἀρίστων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με θεό) αφοσιώνομαι στην [[υπηρεσία]] και στη [[λατρεία]] του («[[πρόσκειμαι]] τῷ Διονύσῳ», Δίων Κάσσ.)<br /><b>6.</b> [[δίνω]] [[πίστη]] σε μια [[ιστορία]]<br /><b>7.</b> (σχετικά με [[κρασί]]) [[είμαι]] [[έκδοτος]], [[είμαι]] [[φίλος]], [[πίνω]] («τῇ φιλοινίῃ... προσκέεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> επιδίδομαι σε [[κάτι]] («ἄγραις προσκείμεθα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> [[τείνω]] να αποδεχθώ, [[αποδέχομαι]] («τῇ τοῡ ὄντος... προσκείμενος ἰδέᾳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> [[επιμένω]] ζητώντας ή παρακαλώντας για [[κάτι]], [[ικετεύω]] («Κύρῳ... προσέκειτο δῶρα πέμπων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>στρ.</b> [[πιέζω]], [[καταδιώκω]] από [[κοντά]] («κλύδωνα πολεμίων προσκείμενον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>12.</b> [[περιέρχομαι]] σε κάποιον, υπάγομαι («τοῑσι θεῶν τιμὴ αὕτη προσκέεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>13.</b> (για [[ποιότητα]]) [[ανήκω]], αποδίδομαι (α. «τὴν ἀβουλίαν ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται», <b>Σοφ.</b><br />β. «τὸ [[ῥῆμα]] πρόσκειται τῇ προτέρᾳ αἰτιατικῇ», Α<br />πολλ. Δύσκ.)<br /><b>14.</b> (για ποινές) [[καταλογίζομαι]] («προσκειμένης ζημίας τῷ πωλοῡντι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>15.</b> [[προστίθεμαι]], επισυνάπτομαι (α. «[[ἄλγος]], ἄλγει προσκείμενον», <b>Ευρ.</b><br />β. «ταῡτα προσκείσθω... τοῑς εἰρημένοις», Ισοκρ.)<br /><b>16.</b> <b>μαθημ.</b> [[προστίθεμαι]], σε [[αντιδιαστολή]] με το αφαιρούμαι<br /><b>17.</b> <b>(λογ.)</b> τίθεμαι ως επί [[πλέον]] [[γνώρισμα]] που ορίζει γενική [[έννοια]]<br /><b>18.</b> καθορίζομαι, ορίζομαι σε [[σχέση]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁ αὐτὸς [[χρόνος]] πρόσκειται», πάπ.)<br /><b>19.</b> <b>μτφ.</b> [[υπάρχω]] επιπροσθέτως<br /><b>20.</b> (ως απρόσ.) <i>πρόσκειται</i><br />απόκειται σε κάποιον ως [[έργο]] του («ἐμοὶ τοῡτο πρόσκειται... μηδένα πελάζειν... δόμοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>21.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ προσκείμενος [[ἵππος]]» — το [[άλογο]] που βρίσκεται στο εσωτερικό [[μέρος]] όταν ο [[αρματηλάτης]] περικάμπτει [[γωνία]]<br />β) «ἐχθρὸς πρόσκειμαί τινι» — μισούμαι από κάποιον. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
(on the Ion. forms
A v. κεῖμαι), serving as Pass. to προστίθημι, to be placed or laid by or upon, lie by or upon, οὔατα προσέκειτο handles were upon it, Il.18.379; τῇ θύρᾳ πρόσκεισο keep close to the door, Ar.V.142, cf. E.Ph.739; δοκοὶ τῷ τείχει . . προσκείμεναι lying near the wall, Th.4.112; of places, lie near, be adjacent, τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ Plb.3.24.2, etc.; ὁ προσκείμενος [ἵππος] the inside horse (turning a corner), S.El.722: metaph., πρόσκειται τὸ κάλλος (ὁ καλός ap. Stob.) τῷ ἀγαθῷ X.Oec.6.15. 2 lie beside, cling to, ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον S.Ant.1223. 3 of pessaries, to be applied, remain in place, Hp.Nat.Mul.109, Mul.1.37. II generally, to be involved in or bound up with, εἴ τῳ πρόσκειμαι χρηστῷ S.El.240 (lyr.); ᾧ σὺ πρόσκεισαι κακῷ ib.1040; κακοῖς γὰρ οὐ σὺ πρόσκεισαι μόνη E.Fr.418; cf. infr. 111. 2 to be attached or devoted to, τινι Hdt. 6.61; τῷ δήμῳ Th.6.89, etc.: abs., θεραπεύων π. Id.8.52; devote oneself to the service of a god, τῷ Διονύσῳ D.C.51.25; π. διάκονος καὶ ἀκόλουθος ἐκείνῳ (sc. τῷ θεῷ) Arr.Epict.4.7.20; also of things, π. τῷ λεγομένῳ put faith in a story, Hdt.4.11; π. οἴνῳ, τῇ φιλοινίῃ, to be addicted to wine, Id.1.133, 3.34; ἄγραις devote oneself to hunting, S.Aj.407 (lyr.); ταῖς ναυσί Th.1.93, cf. 8.89; τῇ τοῦ ὄντος ἰδέᾳ Pl.Sph.254a; τῇ τοῦ Ὁμήρου ποιήσει Paus.2.21.10; τοῖς Δημοσθένους λόγοις Aristid.2.315J.; θειασμῷ Th.7.50, Plu.Nic.4. 3 urge, entreat, solicit, Κύρῳ π. δῶρα πέμπων Hdt.1.123; π. αὐτῷ ἀξιοῦντες . . X.HG3.4.7: abs., ἐπηκολούθουν κἠντιβόλουν προσκείμενοι with importunity, Ar.Fr.543; προσκείμενος ἐδίδασκε with zeal, Th.7.18; δεόμενοι προο έκειντο Plu. Per.33. b in military sense, press hard, pursue closely, ἡ ἵππος προσέκειτο πᾶσα Hdt.9.57, cf. 40,60; ᾗ μάλιστα αὐτοῖς προσκέοιντο Th.4.33, etc.; τὸ προσκείμενον the pressure of the enemy, Hdt.9.61; κλύδωνα πολεμίων προσκείμενον E.IT316: metaph., ἀνάγκης ἀεὶ προσκειμένης Pl.Phdr.240e: rarely c. acc., οἵ μ' ἀεὶ προσκείμενοι E.IA814 (s.v.l.). III to be assigned to, fall to, belong to, τοῖσι θεῶν τιμὴ αὕτη πρόσκειται Hdt.1.118, cf. 2.83, etc.; τῷ πρόσκειμαι δούλα; E.Tr. 185 (lyr.), cf. Hdt.1.196; of qualities, τὴν ἀβουλίαν ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται κακόν S.Ant.1243; βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ π. σοφά Id.Fr.102; ἦ πόλλ' ἀγρώταις σκαιὰ π. φρενί E.Rh.266; τὸ δ' ἄρσεν αὐτοὺς ὠφελεῖ προσκείμενον Id.Hipp.970; τὸ ῥῆμα πρόσκειται τῇ προτέρᾳ τέρᾳ αἰτιατικῇ belongs to... A.D.Synt.243.20; to be laid upon as a charge, business, προξείνους ἀποδεικνύναι τούτοισι προσκεῖσθαι Hdt.6.57, cf. 1.119; ἐμοὶ τοῦτο π., μηδένα πελάζειν δόμοις E.Hel.443; ἄλλῳ δ' ἄλλο π. γέρας, σὲ μὲν μάχεσθαι, τοὺς δὲ βουλεύειν καλῶς Id.Rh.107; of punishments, προσκειμένης ζημίας τῷ πωλοῦντι X.Vect.4.21 (sed leg. προκ-). 2 to be added or attached to, ἄλγος ἄλγει π. E.Alc. 1039; ἐπὶ τοῖς πάλαι κακοὶς π. πῆμα Id.Heracl.483; κέρδος πρὸς ἔργῳ Id.Rh.162; π. τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ ὥσπερ ἵππῳ Pl.Ap.30e; ἐχθρὰ δὲ τῷ θανόντι προσκείσει thou wilt be for ever hated by... S.Ant.94; ταῦτα προσκείσθω τοῖς εἰρημένοις Isoc.15.196: abs., ἡ χάρις προσκείσεται S.OT232; εἰ πρόσκειταί τι γράμμα ἢ ἀφῄρηται Pl.Cra.393d; αἱ γραφαὶ (of νώ) οὐκ ἔχουσι τὸ ῑ προσκείμενον A.D.Pron.86.12; τὰ ἀντίγραφα οὐκ ἔχει προσκείμενον τῷ φρενιτικοί τὸ εἰσίν" Gal.16.491, cf. 840. 3 Arith. and Geom., to be added, opp. ἀφῃρῆσθαι, Arist.EN1132b7, cf. 1138a19, PCair.Zen.707.3, 709.7 (iii B.C.); προσκείσθω ποτί . . Archim.Spir.10; also κοινὸς -κείσθω λόγος let the ratio be multiplied into both, Papp.66.28. 4 in Logic, to be added as a determinant (v. πρόσθεσις 111.2), τὸ προσκείμενον Arist.Int.21a21; τοῖς ὅροις, ἄλλῳ π., Id.APr.30a1, Metaph.1029b31; so later, to be specified or given in a document, ὁ αὐτὸς χρόνος π. BGU388 ii 37 (ii A.D.), cf. PRyl.421.36 (iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 768] (s. κεῖμαι), ion. προσκέομαι, dabei liegen, Thuc. 4, 112 u. sonst; anliegen, οὔατα προσέκειτο, Henkel saßen daran, Il. 18, 379; τῇ θύρᾳ, vor der Thür liegen, immer davor sein, Ar. Vesp. 142; Soph. εἴ τῳ πρόσκειμαι χρηστῷ, El. 233, wie ᾡ σὺ πρόσκεισαι κακῷ, 1029, mit Glück, Unglück behaftet, verbunden sein; und umgekehrt, τὴν ἀβουλίαν, ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται κακόν, Ant. 1228; χἠ χάρις προσκείσεται, O. R. 232; προσκείμενον κέρδος πρὸς ἔργῳ, Eur. Rhes. 162; und noch dazu kommen, ἐπὶ τοῖς πάλαι κακοῖς προσκείμενόν τι πῆμα, Heracl. 484. – Im eigtl. Sinne, davorsitzen, -lagern, ἑπτὰ προσκεῖσθαι πύλαις, Eur. Phoen. 746. – Als Gattinn dabeiliegen, zur Gattinn gegeben sein, τινί, Her. 1, 196; dazu gesetzt sein, εἰ πρόσκειταί τι γράμμα ἢ ἀφῄρηται, Plat. Crat. 393 d; Xen. Mem. 3, 14, 7. – Dab. übtr., sich auf Etwas gelegt haben, eine Sache eifrig betreiben, μώραις ἄγραις προσκείμεθα, Soph. Ai. 407; τῇ τοῦ ὄντος ἀεὶ διὰ λογισμῶν προσκείμενος ἰδέᾳ, Plat. Soph. 254 a, dah. auch τινί = Einem anhangen, ergeben sein, Her. 6, 61; τῷ λεγομένῳ, einer Sage anhangen, ihr beistimmen, 4, 11; οἴνῳ, dem Weine ergeben sein, 1, 133, wie τῇ φιλοινίῃ, 3, 84, τῷ δήμῳ, Thuc. 6, 89, der Demokratie; ταῖς ναυσί, 1, 93, vgl. 8, 89; ταῖς τοῦ χρηστηρίου ἐλπίσιν, Luc. Alex. 54. – Aber auch = Einem mit Bitten anliegen, mit Aufforderungen zusetzen, τινί, Her. 1, 123; auch in feindlichem Sinne, Einem feindlich zusetzen, ihn bedrängen, verfolgen, τινί, 9, 57, vgl. 40. 60; Thuc. 4, 33; τὸ προσκείμενον, das feindliche Heer, Her. 9, 61; so auch ἀνάγκησἀεὶ προσκειμένης μεταχειρίζεσθαι, Plat. Phaedr. 240 e; προσκείμενον τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ, passivisch, der Stadt von Gott. auferlegt, Apol. 30 e; Pol. oft, z. B. τῇ πόλει, ihr hart zusetzen, 1, 11, 6. – Dah. auch zukommen, obliegen, gebühren, Her. 1, 83. 118. 2, 83. 6, 57. 7, 36.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσκειμαι: (περὶ τῶν Ἰωνικῶν τύπων, ἴδε ἐν λ. κεῖμαι), κεῖται ὡς παθ. τοῦ προστίθημι. τίθεμαι ἢ εἶμαι τεθειμένος ἐπὶ τινος ἢ πλησίον, οὔατα προσέκειτο, ὑπῆρχον λαβαὶ ἐπ’ αὐτοῦ, Ἰλ. Σ. 379· τῇ θύρᾳ προσκεῖσθαι, κεῖσθαι πλησίον τῆς θύρας, Ἀριστοφ. Σφ. 142, πρβλ. Εὐρ: Φοίν. 739· δοκοὶ τῷ τείχει… προσκείμεναι, κείμεναι πλησίον τοῦ τείχους, Θουκ. 4. 112· πρ. ὁ καλὸς τῷ ἀγαθῷ Ξεν. Οἰκ. 6, 15· ἐπὶ τόπων, ὑπάρχω, κεῖμαι πλησίον, εἶμαι γειτονικός, συνορεύω, τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ Πολύβ. 3. 24, 2, κτλ.· ― ὁ προσκείμενος ἵππος, ὁ πρὸς τὰ ἔσω (ὅταν ὁ ἁρματηλάτης περικάμπτῃ γωνίαν), Σοφ. Ἠλ. 722. 2) ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1223· μάλιστα ἐπὶ γυναικός, δίδομαι ὡς σύζυγος, τινι Ἡρόδ. 1. 196· ἴδε προστίθημι Ι. 2. ΙΙ. καθόλου, συμπεριλαμβάνομαι ἔν τινι, εἶμαι συνδεδεμένος μετὰ τινος, εἴ τῷ πρόσκειμαι χρηστῷ Σοφ. Ἠλ. 240· ᾧ σὺ πρόσκεισαι κακῷ αὐτόθι 1040· κακοῖς γὰρ οὐ σὺ πρόσκεισαι μόνη Εὐρ. Ἀποσπ. 422 (ἀλλ’ ὡσαύτως, κακὸν πρόσκειταί τινι, ἴδε κατωτ. ΙΗ.) 2) εἶμαι προσκεκολλημένος ἢ ἀφωσιωμένος ἔις τινα, τινι Ἡρόδ. 6. 61· τῷ δήμῳ, τῷ ὄχλῳ Θουκ. 6. 89, κτλ.· ἀπολ. θεραπεύων πρ. ὁ αὐτ. 8. 52· ― ὡσαύτως, ἀφοσιοῦμαι εἰς τὴν λατρείαν θεοῦ τινος, τῷ Διονύσῳ, τῷ θεῷ Διον. Κ. 51. 25, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 7, 20· ― ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, πρ. τῷ λεγομένῳ, δίδω πίστιν εἰς τὸ λεγόμενον, Ἡρόδ. 4. 11· πρ. οἴνῳ, τῇ φιλοινίη, εἶμαι δεδομένος, ἔκδοτος εἰς τὸν οἶνον, αὐτόθι 133., 3. 34· ἄγραις ἀφοσιοῦμαι εἰς τὴν θήραν, ἀσχολοῦμαι εἰς αὐτήν, Σοφ. Αἴ. 406· ταῖς ναυσὶ Θουκ. 1. 93, πρβλ. 8. 89· τῇ του ὄντος ἰδέᾳ Πλάτ. Σοφιστ. 254Α· τῇ του Ὁμήρου ποιήσει Παυσ. 2. 21, 10· τοῖς Δημοσθένους λόγοις Ἀριστείδ. 2. 315· θειασμῷ Πλουτ. Νικ. 4. 3) ἐπιμένω, παρακαλῶ, ἱκετεύω, ὡς τὸ ἔγκειμαι, τῷ Κύρῳ δῶρα πρ. πέμπων Ἡρόδ. 1. 123· πρ. αὐτῷ ἀξιοῦντες…, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 7· ἀπολ., ἐπηκολούθουν κἠντιβόλουν προσκείμενοι, μετὰ θερμῶν παρακλήσεων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 460· προσκείμενος ἐδίδασκε, μετὰ ζήλου, Θουκ. 7. 18· δεόμενοι προσέκειντο Πλουτ. Περικλ. 33. β) ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, πιέζω, στενοχωρῶ, διώκω κατὰ πόδας, τινι Ἡρόδ. 9. 57, πρβλ. 40, 60, Θουκ. 4. 33, κτλ.· ἀπολ., ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 245, κτλ.· τὸ γὰρ προσκείμενον ἔβλαπτεν αὐτοὺς Ἡρόδ. 9. 61· κλύδωνα πολεμίων προσκείμενον Εὐρ. Ι. Τ. 316, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 210Ε· ― μεταφ., ἐχθρὰ δὲ τῷ θανόντι προσκείσει Σοφ. Ἀντ. 94· ― σπανίως μετ’ αἰτιατ., οἵ μ’ ἀεὶ προσκείμενοι Εὐρ. Ι. Α. 814. ΙΙΙ. μετὰ πραγματικοῦ ὑποκειμένου, τοῖσι θεῶν τιμὴ αὕτη προσκέεται Ἡρόδ., 1. 118, πρβλ. 2. 83, κτλ.· πρ. τινι δοῦλος Εὐρ. Τρῳ. 185· ― ἀπόκειται εἴς τινα ὡς ἔργον αὐτοῦ, τούτοισι προσκέεται… ἀποδεικνύναι Ἡρόδ. 6. 57, πρβλ. 1. 119· ἐμοὶ τοῦτο πρ., μηδένα πελάζειν δόμοις Εὐρ. Ἑλ. 433· ἐπὶ ποινῶν, Ξεν. Πόροι 4, 21. 2) προστίθεμαι εἴς τι, βραχεῖ λόγῳ... πολλὰ πρόσκειται σοφὰ Σοφ. Ἀποσπ. 89· τὴν ἀβουλίαν, ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται κακὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1243· ἄλγος ἄλγει πρ. Εὐρ. Ἄλπ. 1039· ἐπὶ τοῖς πάλαι κακοῖς πρ. πῆμα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 483· κέρδος πρὸς ἔργῳ ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 162· πρ. τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ ὥσπερ ἵππῳ Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε· ταῦτα προσκείσθω τοῖς εἰρημένοις Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 210 (196)· ― ἀπολ., ἡ χάρις προσκείσεται Σοφ. Ο. Τ. 232· ἀντίθετον τῷ ἀφαιρεῖσθαι, Πλάτ. Κρατ. 393D. 3) ἐπὶ ἀριθμητικῆς σημασίας, ἀντίθ. τῷ ἀφηρῆσθαι, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 4, 12., 5. 11, 4, κ. ἀλλ. 4) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, προστίθεμαι ὡς γνώρισμα ὁρίζον γενικὴν ἔννοιαν (ἴδε πρόσθεσις ΙΙΙ. 3), περὶ Ἑρμ. 11, 8, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 8, 2, ἀλ.
French (Bailly abrégé)
I. être couché auprès de en parl. de la femme ; être donnée comme épouse à, τινι ; en gén., en parl. de choses se trouver près de, être attaché à, être appliqué contre;
II. être ajouté, s’ajouter, être en surcroît ; fig. :
1 être adhérent à ; rester, demeurer auprès de ; en gén. être, τινι;
2 se rattacher à, dépendre de, τινι;
3 convenir à, être approprié à, τινι ; Pass. être allégué (comme excuse);
4 adhérer à, τινι;
5 s’attacher à, être attaché ou dévoué à, τινι ; en parl. de choses s’adonner à, τινι;
6 s’attacher à qqn, poursuivre de ses instances, τινι ; en mauv. part poursuivre, presser, harceler, τινι : τὸ προσκείμενον HDT l’armée ennemie.
Étymologie: πρός, κεῖμαι.
Greek Monolingual
ΝΑ κεῑμαι
1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.)
2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.)
νεοελλ.
1. μτφ. διάκειμαι φιλικά έναντι κάποιου, είμαι με το μέρος κάποιου, συμμερίζομαι τις απόψεις του (α. «πρόσκειται στην κυβέρνηση» β. «η παράταξή του πρόσκειται στην Αριστερά»)
2. (η μτχ. παρακμ.) προσκείμενος, -η, -ο
α) ως ουσ. αυτός που βρίσκεται, που είναι τοποθετημένος κοντά σε κάποιον ή σε κάτι
β) μτφ. φιλικά διακείμενος προς κάποιον, οπαδός
γ) φρ. «προσκείμενες γωνίες»
μαθημ. γωνίες που έχουν την ίδια κορυφή, κοινή πλευρά και βρίσκονται εκατέρωθεν της κοινής αυτής πλευράς
αρχ.
1. (κυρίως για γυναίκα που δίνεται ως σύζυγος) παραστέκομαι, είμαι δίπλα - δίπλα («ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον», Σοφ.)
2. (για πεσσούς ή υπόθετα) εφαρμόζομαι ή παραμένω στη θέση μου
3. συμπεριλαμβάνομαι σε κάτι, συνδέομαι με κάτι («κακοῑς γὰρ οὐ σὺ πρόσκεισαι μόνη», Ευρ.)
4. είμαι προσκολλημένος ή αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι («τῷ προσεκέετο τῶν ἀστῶν μάλιστα ὁ Ἀρίστων», Ηρόδ.)
5. (σχετικά με θεό) αφοσιώνομαι στην υπηρεσία και στη λατρεία του («πρόσκειμαι τῷ Διονύσῳ», Δίων Κάσσ.)
6. δίνω πίστη σε μια ιστορία
7. (σχετικά με κρασί) είμαι έκδοτος, είμαι φίλος, πίνω («τῇ φιλοινίῃ... προσκέεσθαι», Ηρόδ.)
8. επιδίδομαι σε κάτι («ἄγραις προσκείμεθα», Σοφ.)
9. τείνω να αποδεχθώ, αποδέχομαι («τῇ τοῡ ὄντος... προσκείμενος ἰδέᾳ», Πλάτ.)
10. επιμένω ζητώντας ή παρακαλώντας για κάτι, ικετεύω («Κύρῳ... προσέκειτο δῶρα πέμπων», Ηρόδ.)
11. στρ. πιέζω, καταδιώκω από κοντά («κλύδωνα πολεμίων προσκείμενον», Ευρ.)
12. περιέρχομαι σε κάποιον, υπάγομαι («τοῑσι θεῶν τιμὴ αὕτη προσκέεται», Ηρόδ.)
13. (για ποιότητα) ανήκω, αποδίδομαι (α. «τὴν ἀβουλίαν ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται», Σοφ.
β. «τὸ ῥῆμα πρόσκειται τῇ προτέρᾳ αἰτιατικῇ», Α
πολλ. Δύσκ.)
14. (για ποινές) καταλογίζομαι («προσκειμένης ζημίας τῷ πωλοῡντι», Ξεν.)
15. προστίθεμαι, επισυνάπτομαι (α. «ἄλγος, ἄλγει προσκείμενον», Ευρ.
β. «ταῡτα προσκείσθω... τοῑς εἰρημένοις», Ισοκρ.)
16. μαθημ. προστίθεμαι, σε αντιδιαστολή με το αφαιρούμαι
17. (λογ.) τίθεμαι ως επί πλέον γνώρισμα που ορίζει γενική έννοια
18. καθορίζομαι, ορίζομαι σε σχέση με κάτι άλλο («ὁ αὐτὸς χρόνος πρόσκειται», πάπ.)
19. μτφ. υπάρχω επιπροσθέτως
20. (ως απρόσ.) πρόσκειται
απόκειται σε κάποιον ως έργο του («ἐμοὶ τοῡτο πρόσκειται... μηδένα πελάζειν... δόμοις», Ευρ.)
21. φρ. α) «ὁ προσκείμενος ἵππος» — το άλογο που βρίσκεται στο εσωτερικό μέρος όταν ο αρματηλάτης περικάμπτει γωνία
β) «ἐχθρὸς πρόσκειμαί τινι» — μισούμαι από κάποιον.