λοξός: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λοξός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο μη [[ευθύς]], αυτός που σχηματίζει [[οξεία]] [[γωνία]] [[προς]] την [[ευθεία]], [[πλάγιος]] (α. «ο [[δρόμος]] αυτός [[είναι]] [[λοξός]] [[προς]] τον κεντρικό» β. «λοξὸς [[κύκλος]]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «λοξὴ [[φάλαγξ]]», Ασκληπιόδ.)<br /><b>2.</b> (για [[βλέμμα]]) α) [[κακός]], [[φθονερός]] («λοξὸν ὀφθαλμοῑς ὁρᾱν», Σόλ.)<br />β) [[πονηρός]], [[κρυφός]] («μού έριχνε [[συνέχεια]] λοξές ματιές»)<br />γ) [[άγριος]], [[απειλητικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει λόξες, [[στρυφνός]], [[ανισόρροπος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λοξόν</i><br />[[αμφισημία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δύσπιστος]], ύποπτος<br /><b>2.</b> (για λόγο, χρησμό <b>κ.λπ.</b>) [[αμφίβολος]], [[ασαφής]] («λοξὰ καὶ ἐπαμφοτερίζοντα πρὸς ἑκάτερον τῆς ἐρωτήσεως ἀποκρινόμενος», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λοξώς]] και -<i>ά</i> (AM λοξῶς, Μ και [[λοξά]])<br />με λοξό τρόπο, πλαγίως<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />στραβά, λανθασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην παρεκτεταμένη [[μορφή]] (<i>ē</i>)<i>l</i>-<i>ē</i><i>q</i>- της ΙΕ ρίζας <i>el</i>- / <i>el</i><i>ē</i><i>i</i>- / <i>l</i><i>ē</i><i>i</i> «[[κάμπτω]]» και συνδέεται με ορισμένα ονόματα που δηλώνουν κεκαμμένα μέρη του σώματος, όπως [[είναι]] ο [[αγκώνας]] (λιθουαν. <i>alkune</i>, αρχ. σλαβ. <i>lakuti</i>, ρωσ. <i>lokotĭ</i>), [[καθώς]] και με το [[λέχριος]] «κεκλιμένος». Το [[επίθημα]] -<i>σος</i> απαντά σε [[πολλά]] επίθ., όπως στα [[καμψός]], [[ρυσός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> ([[λοξεύω]], [[λοξότης]], <i>λοξώ</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[Λοξίας]], [[λοξικός]], [[λοξίν]], [[λόξις]], [[Λοξώ]], [[λοξώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>λόξας</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λοξοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λοξόβαμος]], [[λοξοβάμων]], [[λοξοβάτης]], [[λοξοβλεπτώ]], [[λοξοκέλευθος]], [[λοξοπεριπάτητος]], [[λοξοπολώ]], [[λοξόπορος]], [[λοξοπορώ]], [[λοξοτρόχις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λοξόφθαλμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λοξοδρόμος]], [[λοξοεργώ]], [[λοξοκίνητος]], [[λοξονοώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λοξοβάλλω]], [[λοξοβλέπω]], [[λοξοδρομώ]], [[λοξοδρομία]], [[λοξοδρομικός]], [[λοξόδρομος]], [[λοξοδρομώ]], [[λοξοκοιτάζω]], [[λοξοτέμνω]], [[λοξότμηση]], [[λοξότμητος]], [[λοξοτομία]], [[λοξοτομώ]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αμφίλοξος</i>, [[αντίλοξος]], [[ορθόλοξος]], [[υπόλοξος]]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λοξός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο μη [[ευθύς]], αυτός που σχηματίζει [[οξεία]] [[γωνία]] [[προς]] την [[ευθεία]], [[πλάγιος]] (α. «ο [[δρόμος]] αυτός [[είναι]] [[λοξός]] [[προς]] τον κεντρικό» β. «λοξὸς [[κύκλος]]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «λοξὴ [[φάλαγξ]]», Ασκληπιόδ.)<br /><b>2.</b> (για [[βλέμμα]]) α) [[κακός]], [[φθονερός]] («λοξὸν ὀφθαλμοῑς ὁρᾱν», Σόλ.)<br />β) [[πονηρός]], [[κρυφός]] («μού έριχνε [[συνέχεια]] λοξές ματιές»)<br />γ) [[άγριος]], [[απειλητικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει λόξες, [[στρυφνός]], [[ανισόρροπος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λοξόν</i><br />[[αμφισημία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δύσπιστος]], ύποπτος<br /><b>2.</b> (για λόγο, χρησμό <b>κ.λπ.</b>) [[αμφίβολος]], [[ασαφής]] («λοξὰ καὶ ἐπαμφοτερίζοντα πρὸς ἑκάτερον τῆς ἐρωτήσεως ἀποκρινόμενος», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λοξώς]] και -<i>ά</i> (AM λοξῶς, Μ και [[λοξά]])<br />με λοξό τρόπο, πλαγίως<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />στραβά, λανθασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην παρεκτεταμένη [[μορφή]] (<i>ē</i>)<i>l</i>-<i>ē</i><i>q</i>- της ΙΕ ρίζας <i>el</i>- / <i>el</i><i>ē</i><i>i</i>- / <i>l</i><i>ē</i><i>i</i> «[[κάμπτω]]» και συνδέεται με ορισμένα ονόματα που δηλώνουν κεκαμμένα μέρη του σώματος, όπως [[είναι]] ο [[αγκώνας]] (λιθουαν. <i>alkune</i>, αρχ. σλαβ. <i>lakuti</i>, ρωσ. <i>lokotĭ</i>), [[καθώς]] και με το [[λέχριος]] «κεκλιμένος». Το [[επίθημα]] -<i>σος</i> απαντά σε [[πολλά]] επίθ., όπως στα [[καμψός]], [[ρυσός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> ([[λοξεύω]], [[λοξότης]], <i>λοξώ</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[Λοξίας]], [[λοξικός]], [[λοξίν]], [[λόξις]], [[Λοξώ]], [[λοξώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>λόξας</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λοξοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λοξόβαμος]], [[λοξοβάμων]], [[λοξοβάτης]], [[λοξοβλεπτώ]], [[λοξοκέλευθος]], [[λοξοπεριπάτητος]], [[λοξοπολώ]], [[λοξόπορος]], [[λοξοπορώ]], [[λοξοτρόχις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λοξόφθαλμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λοξοδρόμος]], [[λοξοεργώ]], [[λοξοκίνητος]], [[λοξονοώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λοξοβάλλω]], [[λοξοβλέπω]], [[λοξοδρομώ]], [[λοξοδρομία]], [[λοξοδρομικός]], [[λοξόδρομος]], [[λοξοδρομώ]], [[λοξοκοιτάζω]], [[λοξοτέμνω]], [[λοξότμηση]], [[λοξότμητος]], [[λοξοτομία]], [[λοξοτομώ]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αμφίλοξος</i>, [[αντίλοξος]], [[ορθόλοξος]], [[υπόλοξος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λοξός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> κεκλιμμένος, [[ελλειψοειδής]], [[πλάγιος]], Λατ. [[obliquus]], σε Ευρ.· <i>λοξὰ βαίνειν</i>, λέγεται για τον κάβουρα, σε Βάβρ.· ὁ λοξὸς [[κύκλος]], εκλειπτική, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ύποπτα βλέμματα, <i>λοξὸν ὁρᾶν</i>, [[στραβοκοιτάζω]], [[κοιτάζω]] με [[δυσπιστία]] ή [[υποψία]], Λατ. [[limis]] oculis, σε [[Σόλων]]· <i>λοξὰ βλ</i>., σε Θεόκρ.· <i>αὐχένα λοξὸν ἔχειν</i>, έχει αποστρέψει τον λαιμό του, δηλ. απέσυρε τη εύνοιά του, σε Τυρτ.· επίσης, stare capite obstipo του Ορατίου, σε Θέογν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τη [[γλώσσα]], [[πλάγιος]], [[αμφίβολος]], [[ασαφής]], [[σκοτεινός]], [[κυρίως]] σχετικά με χρησμούς, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοξός Medium diacritics: λοξός Low diacritics: λοξός Capitals: ΛΟΞΟΣ
Transliteration A: loxós Transliteration B: loxos Transliteration C: loksos Beta Code: loco/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A slanting, crosswise, Hp.Off.11; λοξή (sc. γραμμή), ἡ, a cross-line, E.Fr.382.9; λοξὰ βαίνειν, of a crab, Babr.109.1; λ. ὄφις Call.Epigr.26; ὁ λ. κύκλος the ecliptic, Arist.Metaph.1071a16, Cleanth.Stoic.1.112, Arat.527, Gem.5.51, Cleom.1.4, Ptol.Alm.1.8 (without κύκλος Plot.5.8.7); of the milky way, Gem.5.68; τῶν ἀστέρων λ. γίνεται φορά Arist.Mete.342a27; λ. δρόμος Diog.Oen.8; λ. πορείας σχῆμα Plu.Phoc.2; λ. φάλαγξ, a phalanx of which one wing is in advance of the other, Ascl.Tact.10.1, Onos.21.8, Ael.Tact.30.3; λ. ζῴδια, i.e. λοξῶς ἀνατέλλοντα, Heph.Astr.3.1; οἱ λ. μύες the oblique abdominal muscles, Gal.2.518, al.; λ. τῇ θέσει πρός τι at an acute angle to it, Thphr.Sens.73, cf. Arist.Mu.393b15. Adv. -ξῶς, τὰ λοξὰ [ἐπιδεῖν] Hp.l.c.    2 of suspicious looks, λοξὸν ὄμμασιν βλέπειν τινά look askance at one, Anacr.75.1; λοξὸν ὀφθαλμοῖς ὁρᾶν Sol.34; ὄμμασι λοξὰ βλέποισα Theoc.20.13; λοξῷ ὄμματι ἰδεῖν A.R.4.475; οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει Zeus has not yet turned his neck aside, i.e. withdrawn his favour, Tyrt.11.2; but αὐχένα λοξὸν ἔχει, of a slave, as type of dishonesty, Thgn.536: hence metaph., mistrustful, suspicious, in Adv. Comp. -ότερον, ἔχειν πρός τινα Plb.4.86.8.    3 of language, indirect, ambiguous, esp. of oracles, Lyc.14, 1467, Luc. Alex.10; λοξὰ ἀποκρίνασθαι Id.D Deor.16.1; ἐν τοῖς χρησμοῖς λ., of Apollo, Id.JTr.28. (Cf. λέχριος.)

Greek (Liddell-Scott)

λοξός: -ή, -όν, (ἴδε λικριφίς)· - ὡς καὶ νῦν, πλαγίως κεκαμμένος, πλάγιος, ἐλλειψοειδής, Λατιν. obliquus, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743· λοξὴ (ἐξυπ. γραμμή), ἐγκαρσία γραμμή, Εὐρ. Ἀποσπ. 385. 9· λοξὰ βαίνειν, ἐπὶ τοῦ καρκίνου, Βάβρ. 109. 1· λ. ὄφις Καλλ. Ἐπιγράμμ. 25· ὁ λοξὸς κύκλος, ἡ ἐκλειπτική, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 5, 3, πρβλ. Ἄρατ. 526· τῶν ἀστέρων λ. γίνεται φορὰ Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 13· λ. πορείας σχῆμα Πλουτ. Φωκ. 2· - λ. τῇ θέσει πρός τι, σχηματίζων ὀξεῖαν γωνίαν πρός τι, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 73. 2) ἐπὶ βλεμμάτων ὑπόπτων, λοξὸν βλέπειν τινί, Λατ. Iimis oculis, Ἀνακρ. 79· λοξὸν ὀφθαλμοῖς ὁρᾶν Σόλων 26· λοξὰ βλ. Θεόκρ. 20. 13· λοξῷ ὄμματι ἰδεῖν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 475· Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει, ὁ Ζεὺς ἔχει ἀποστρέψῃ τὸν τράχηλόν του, δηλ. ἀπέσυρε τὴν εὔνοιάν του, Τυρταῖ. 7. 2· ἀλλά, αὐχένα λοξὸν ἔχει = τῷ τοῦ Ὁρατίου stat capite obstipo, Θέογν. 536· - ἐντεῦθεν μεταφορ., δύσπιστος, ὕποπτος, λοξότερον ἔχειν πρός τινα Πολύβ. 4. 86, 8. 3) ἐπὶ γλώσσης, πλάγιος, οὐχὶ εὐθὺς καὶ σαφής, ἀμφίβολος, ἀσαφής, ἰδίως ἐπὶ χρησμῶν, Λουκ. Ἀλέξ. 10, Λυκόφρ. 14. 1467· λοξὰ ἀποκρίνασθαι Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 1· ἐν τοῖς χρησμοῖς λ., ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγ. 28· - πρβλ. Λοξίας, σκολιός. Ἐπίρρ. -ῶς, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 744. - Κυρίως ποιητικόν.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
oblique, càd :
1 qui est de travers, incliné de gauche à droite ou de droite à gauche;
2 fig. en parl. d’oracles (cf. Λοξίας) : louche, équivoque ; λοξὰ ἀποκρίνεσθαι LUC faire une réponse louche.
Étymologie: R. Λεχ, être de travers, être oblique ; cf. λέχριος, lat. luscus, limus.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λοξός, -ή, -όν)
1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ.
γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.)
2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός («λοξὸν ὀφθαλμοῑς ὁρᾱν», Σόλ.)
β) πονηρός, κρυφός («μού έριχνε συνέχεια λοξές ματιές»)
γ) άγριος, απειλητικός
νεοελλ.
(για πρόσ.) αυτός που έχει λόξες, στρυφνός, ανισόρροπος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λοξόν
αμφισημία
αρχ.
1. δύσπιστος, ύποπτος
2. (για λόγο, χρησμό κ.λπ.) αμφίβολος, ασαφής («λοξὰ καὶ ἐπαμφοτερίζοντα πρὸς ἑκάτερον τῆς ἐρωτήσεως ἀποκρινόμενος», Λυκόφρ.)
επίρρ...
λοξώς και -ά (AM λοξῶς, Μ και λοξά)
με λοξό τρόπο, πλαγίως
νεοελλ.-μσν.
στραβά, λανθασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή (ē)l-ēq- της ΙΕ ρίζας el- / elēi- / lēi «κάμπτω» και συνδέεται με ορισμένα ονόματα που δηλώνουν κεκαμμένα μέρη του σώματος, όπως είναι ο αγκώνας (λιθουαν. alkune, αρχ. σλαβ. lakuti, ρωσ. lokotĭ), καθώς και με το λέχριος «κεκλιμένος». Το επίθημα -σος απαντά σε πολλά επίθ., όπως στα καμψός, ρυσός.
ΠΑΡ. (λοξεύω, λοξότης, λοξώ
αρχ.
Λοξίας, λοξικός, λοξίν, λόξις, Λοξώ, λοξώδης
νεοελλ.
λόξας.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λοξοειδής
αρχ.
λοξόβαμος, λοξοβάμων, λοξοβάτης, λοξοβλεπτώ, λοξοκέλευθος, λοξοπεριπάτητος, λοξοπολώ, λοξόπορος, λοξοπορώ, λοξοτρόχις
αρχ.-μσν.
λοξόφθαλμος
μσν.
λοξοδρόμος, λοξοεργώ, λοξοκίνητος, λοξονοώ
νεοελλ.
λοξοβάλλω, λοξοβλέπω, λοξοδρομώ, λοξοδρομία, λοξοδρομικός, λοξόδρομος, λοξοδρομώ, λοξοκοιτάζω, λοξοτέμνω, λοξότμηση, λοξότμητος, λοξοτομία, λοξοτομώ. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφίλοξος, αντίλοξος, ορθόλοξος, υπόλοξος].

Greek Monotonic

λοξός: -ή, -όν,
1. κεκλιμμένος, ελλειψοειδής, πλάγιος, Λατ. obliquus, σε Ευρ.· λοξὰ βαίνειν, λέγεται για τον κάβουρα, σε Βάβρ.· ὁ λοξὸς κύκλος, εκλειπτική, σε Αριστ.
2. λέγεται για ύποπτα βλέμματα, λοξὸν ὁρᾶν, στραβοκοιτάζω, κοιτάζω με δυσπιστία ή υποψία, Λατ. limis oculis, σε Σόλων· λοξὰ βλ., σε Θεόκρ.· αὐχένα λοξὸν ἔχειν, έχει αποστρέψει τον λαιμό του, δηλ. απέσυρε τη εύνοιά του, σε Τυρτ.· επίσης, stare capite obstipo του Ορατίου, σε Θέογν.
3. λέγεται για τη γλώσσα, πλάγιος, αμφίβολος, ασαφής, σκοτεινός, κυρίως σχετικά με χρησμούς, σε Λουκ.