ἀσκός: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6)
(3)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀσκός]])<br /><b>1.</b> [[σάκος]] από [[δέρμα]] ζώου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[περήφανος]], ο [[φαντασμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυσερό]]<br /><b>2.</b> η [[κοιλιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀσκὸν δείρειν», «ἀσκὸς δεδάρθαι» — [[γδέρνω]] κάποιον ζωντανό ή τον [[κακοποιώ]] βάναυσα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] της λ. με αρχ. ινδ. <i>άtkα</i>- «[[ενδυμασία]], [[περιβολή]]», αβεστ. <i>aδka</i>-προσκρούει στη φωνητική [[δυσκολία]] <i>tk</i> &GT; <i>σκ</i>, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] ο τ. [[ασκός]] προέρχεται από ΙΕ. <i>∂</i><sub>2</sub><i>d</i>-<i>ek</i>- / <i>∂</i><sub>2</sub><i>d</i>-<i>ek</i>- (όπου το <i>∂</i><sub>2</sub> αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική μεν με το <i>α</i>- στη Χεττιτική δε με το <i>h</i>- στον τ. <i>hatk</i>-). Η [[σύνδεση]] της λ. με το βοιωτικό κύριο όνομα <i>Fασκώνδας</i>, που ανάγεται σε τ. <i>Fαρσκός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>pra</i>-<i>vraska</i>- «[[τομή]]») δεν [[είναι]] ικανοποιητική λόγω της απουσίας του <i>F</i> στον ομηρικό ήδη τ. [[ασκός]]. Επίσης, οι [[περαιτέρω]] συσχετισμοί της λ. με το ρ. <i>ασκέω</i> (-<i>ώ</i>) ή με το [[νάκος]] «[[δέρμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλοσαξ. <i>noesc</i> «[[δέρμα]]») ή με το <i>αγ</i>-<i>σκός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>aja</i>-) φαίνονται αβάσιμοι. Η λ. [[ασκός]] αρχικά δηλώνει «το [[δέρμα]] γδαρμένου ζώου», [[σημασία]] από την οποία προέκυψαν οι έννοιες «[[τουλούμι]], [[ασκός]] για [[κρασί]]» και «[[φυσερό]]» ([[Όμηρος]], Ιων.-Αττική), ενώ [[συχνά]] απαντά με μεταφορική [[χρήση]] για να χαρακτηρίσει «τον μέθυσο» ή «την [[κοιλιά]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασκί]] (-<i>ίον</i>), [[ασκίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασκίδιον]], [[άσκωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ασκοδέτης]], [[ασκοδορώ]], [[ασκοθύλακος]], [[ασκοπήρα]], [[ασκοπυτίνη]], [[ασκοφόρος]]<br />(μσν.νεοελλ.) [[ασκοδάβλα]]].
|mltxt=ο (AM [[ἀσκός]])<br /><b>1.</b> [[σάκος]] από [[δέρμα]] ζώου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[περήφανος]], ο [[φαντασμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυσερό]]<br /><b>2.</b> η [[κοιλιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀσκὸν δείρειν», «ἀσκὸς δεδάρθαι» — [[γδέρνω]] κάποιον ζωντανό ή τον [[κακοποιώ]] βάναυσα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] της λ. με αρχ. ινδ. <i>άtkα</i>- «[[ενδυμασία]], [[περιβολή]]», αβεστ. <i>aδka</i>-προσκρούει στη φωνητική [[δυσκολία]] <i>tk</i> &GT; <i>σκ</i>, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] ο τ. [[ασκός]] προέρχεται από ΙΕ. <i>∂</i><sub>2</sub><i>d</i>-<i>ek</i>- / <i>∂</i><sub>2</sub><i>d</i>-<i>ek</i>- (όπου το <i>∂</i><sub>2</sub> αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική μεν με το <i>α</i>- στη Χεττιτική δε με το <i>h</i>- στον τ. <i>hatk</i>-). Η [[σύνδεση]] της λ. με το βοιωτικό κύριο όνομα <i>Fασκώνδας</i>, που ανάγεται σε τ. <i>Fαρσκός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>pra</i>-<i>vraska</i>- «[[τομή]]») δεν [[είναι]] ικανοποιητική λόγω της απουσίας του <i>F</i> στον ομηρικό ήδη τ. [[ασκός]]. Επίσης, οι [[περαιτέρω]] συσχετισμοί της λ. με το ρ. <i>ασκέω</i> (-<i>ώ</i>) ή με το [[νάκος]] «[[δέρμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλοσαξ. <i>noesc</i> «[[δέρμα]]») ή με το <i>αγ</i>-<i>σκός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>aja</i>-) φαίνονται αβάσιμοι. Η λ. [[ασκός]] αρχικά δηλώνει «το [[δέρμα]] γδαρμένου ζώου», [[σημασία]] από την οποία προέκυψαν οι έννοιες «[[τουλούμι]], [[ασκός]] για [[κρασί]]» και «[[φυσερό]]» ([[Όμηρος]], Ιων.-Αττική), ενώ [[συχνά]] απαντά με μεταφορική [[χρήση]] για να χαρακτηρίσει «τον μέθυσο» ή «την [[κοιλιά]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασκί]] (-<i>ίον</i>), [[ασκίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασκίδιον]], [[άσκωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ασκοδέτης]], [[ασκοδορώ]], [[ασκοθύλακος]], [[ασκοπήρα]], [[ασκοπυτίνη]], [[ασκοφόρος]]<br />(μσν.νεοελλ.) [[ασκοδάβλα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσκός:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[δερμάτινος]] [[σάκος]], [[ασκί]], [[τουλούμι]], [[ασκί]] με [[κρασί]], σε Όμηρ.· <i>ἀσκὸς βοός</i>, [[ασκός]], [[σάκος]] μέσα στον οποίο ο Αίολος είχε τους ανέμους κλεισμένους, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀσκὸς Μαρσυέω</i>, [[ασκός]] κατασκευασμένος από το [[δέρμα]] του Μαρσύα, σε Ηρόδ.· [[κοιλιά]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> παροιμ. [[χρήση]], <i>ἀσκὸν δείρειν τινα</i>, [[γδέρνω]] κάποιον ζωντανό, κακομεταχειρίζομαι, [[κακοποιώ]], σε Αριστοφ.· ἀσκὸς [[δεδάρθαι]], σε [[Σόλων]].
}}
}}

Revision as of 21:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκός Medium diacritics: ἀσκός Low diacritics: ασκός Capitals: ΑΣΚΟΣ
Transliteration A: askós Transliteration B: askos Transliteration C: askos Beta Code: a)sko/s

English (LSJ)

ὁ,

   A skin, hide, PFay.121.9 (i/ii A. D.); but usually, skin made into a bag, esp. wineskin, οἶνον . . ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Il.3.247, Od.6.78; ἀσκὸν . . μέλανος οἴνοιο 5.265, 9.196; ἀσκὸς βοός, of the bag in which Aeolus bottled up the winds, Od.10.19, cf. 45,57; ἀσκοὺς καμήλων skins of camel's hide, Hdt.3.9; ἀ. Μαρσύεω bag made from the skin of Marsyas, Id.7.26; ἀ. ἀφύσητος Hp.Art.47; εἴ μοι ἡ δορὰ μὴ εἰς ἀσκὸν τελευτήσει ὥσπερ ἡ Μαρσύου Pl.Euthd.285c; ἀσκοῖς καὶ θυλάκοις X.An.6.4.23, cf. Th.4.26; ἀσκοὶ πεφυσαμένοι, of mankind, Epich. 246; ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀ. Timo 11; ἀσκός, of the human skin, Ph.2.462.    2 paunch, belly, Archil.72; in oracular language, E.Med.679, Plu.Thes.3.    3 bellows, Plb.21.28.15, Ath.10.456d.    4 bagpipes, Gal.4.459.    5 prov., wineskin, of a toper, Antiph.19: prov., ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀ. εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι Alex.85; "ἀσκός, πέλεκυς" in a child's game, Thphr.Char.5.5; ἀσκὸν δείρειν flay alive, hence, abuse, maltreat, Ar.Nu.442:—Pass., ἀσκὸς δεδάρθαι Sol.33.7.

German (Pape)

[Seite 372] ὁ, 1) lederner Schlauch; bei Hom. zum Fortschaffen von Wein u. Wasser: ἐν δ' οἶνον ἔχευεν ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Od. 6, 78, aus Ziegenleder; αἴγεον ἀσκὸν οἴνοιο 9, 196, vgl. 212; φέρον οἶνον, ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Iliad. 3, 247; ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔθηκε οἴνοιο τὸν ἕτερον, ἕτερον δ' ὕδατος μέγαν Od. 5, 265; von Rindsleder ist der Schlauch des Äolus, δῶκέ μοι ἐκδείρας ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο Od. 10, 19, vgl. 45. 47. So auch Ar. u. Sp. – 2) Uebh. eine abgezogene Thierhaut, Her. 3, 9; die abgezogene Haut des Marsyas, 5, 26; ἀσκὸν δέρειν Ar. Nubb. 441, die Haut abziehen, u. übertr., das Fell über die Ohren ziehen; ἀσκὸς δεδάρθαι, sich schinden lassen, Sol. fr bei Plut. Sol. 14; vgl. Plat. Euthyd. 285 d. – 3) Spottname eines Menschen, δι' οἰνοφλυγίαν καὶ πάχος τοῦ σώματος Antiphan. bei Ath. XII, 552 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκός: ὁ, ὁ ἀσκός, κοινῶς «ἀσκί», Τουρκ. «τουλοῦμι», οἶνον εΰφρονα… ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Ἰλ. Γ. 247, Ὀδ. Ζ. 78· ἀσκὸν… μέλανος οἴνοιο Ε. 265., Ι. 196· πρβλ. ποδεὼν ΙΙ, ἀσκωλιάζω: ― ἀσκὸς βοός, ὁ ἀσκὸς ἐν ᾧ ὁ Αἴολος κατεῖχε τοὺς ἀνέμους, Ὀδ. Κ. 19, πρβλ. 45. 47· ἀσκοὺς καμήλων, κατεσκευασμένους ἐκ δέρματος καμήλων, Ἡρόδ. 3. 9· ὁ τοῦ Σιληνοῦ Μαρσύεω ἀσκὸς ἐν τῇ πόλι ἀνακρέμαται ὁ αὐτ. 7. 26· εἴ μοι ἡ δορὰ μὴ εἰς ἀσκὸν τελευτήσει ὥσπερ ἡ Μαρσύου Πλάτ. Εὐθύδ. 285C· τοῖς ἀσκοῖς καὶ θυλάκοις Ξεν. Ἀν. 6. 4, 23, πρβλ. Θουκ. 4. 26. 2) μεταφ., ἡ κοιλία, ἀσκοῦ με τὸν προὔχοντα μὴ λῦσαι πόδα, «ἀσκοῦ οὖν τῆς γαστρός, πόδα δὲ τὸ μόριον» (Σχόλ.), Εὐρ. Μήδ. 679· ἐπὶ ἀσκοῦ ὅν μετεχειρίζοντο τὸ πάλαι οἱ ἰατροὶ πρὸς θεραπείαν τῶν ἐχόντων ὕβωμα εἰς τὴν ῥάχιν, κἄπειτα αὐλὸν ἐκ χαλκείου ἐς τὸν ἀσκὸν ἐνιέντα φυσᾶν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814. 3) καθόλου, ἡ γαστήρ, Ἀρχίλ. 67. 4) παροιμ. χρήσεις· ἐπὶ μεθύσου, τοῦτον οὖν δι’ οἰνοφλυγίαν καὶ πάχος τοῦ σώματος ἀσκὸν καλοῦσι πάντες οὑπιχώριοι Ἀντιφάν. ἐν «Αἰόλῳ» 2· πρβλ. Ἄλεξ. ἐν «Ἡσιόνῃ» 1· παιγνιῶδες ὄνομα διὰ παιδίον, καὶ τοῖς μὲν συμπαίζειν αὐτὸς λέγων «ἀσκός, πέλεκυς» Θεοφρ. Χαρ. 5, ἴδε ἐν λ. πέλεκυς· ― οὕτως, ἀσκὸν δείρειν, ἐκδέρειν ζῶντα, αἰκίζειν, κακοποιεῖν τινα, Ἀριστοφ. Νεφ. 441· καὶ ἐν τῷ παθ., ἀσκὸς δεδάρθαι Σόλων 25. 7. (Ἡ ῥίζα ἀβέβαιος.)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 peau d’une bête écorchée;
2 outre.
Étymologie: DELG ? -- Babiniotis cf. skr. átka « vêtement, enveloppe ».

English (Autenrieth)

leather bottle, usually a goat skin (see cut, after a Pompeian painting), Il. 3.247 ; βοός, a skin to confine winds, Od. 10.19.

English (Slater)

ἀσκός
   1 skin bag ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις *fr. 104b. 4.*

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I 1odre, pellejo de diversos animales αἰγείῳ Il.3.247, Od.6.78, cf. 9.126, βοός Od.10.19, καμήλων Hdt.3.9, ὄνειον Plb.8.21.3, gener., Th.4.26
de piel humana Μαρσύεω ἀσκός Hdt.7.26, cf. Aristid.Quint.90.21, ἀσκὸς ... δεδάρθαι Sol.23.7, τοὐμὸν σῶμ' αὐτοῖσιν παρέχω ... ἀσκὸν δείρειν Ar.Nu.442, εἴ μοι ἡ δορὰ μὴ εἰς ἀσκὸν τελευτήσει Pl.Euthd.285d, cf. Eust.1645.61
como símbolo del cuerpo ἀσκοὶ πεφυσαμένοι Epich.228, cf. Ph.2.152, σῶμα οὐδ' ὡς ἀ. Porph.Sent.28
en el prov. πτίσσε τὸν Ἀναξάρχου ἀσκόν oponiendo el cuerpo al alma del filósofo, Ph.2.462
usado para líquidos diversos οἴνοιο Od.5.265, Hdt.1.214, 2.121δ, E.Cyc.145, 147, 525, LXX 1Re.10.3, D.C.78.1.3
ὕδατος Hdt.3.9, LXX Ge.21.14, 15, 19, cf. ὑδρία Hsch., τοῦ γάλακτος LXX Id.4.19
mit. τῶν ἀνέμων Plb.34.2.11
usado por nadadores como flotador, X.An.3.5.9, Lyc.75, como funda para arrojar un cadáver al agua, Theopomp.Hist.96B
en medic. para aplicar calor ὕδωρ θερμὸν ἐν ἀσκῷ Hp.Acut.21, Mul.1.61, cf. Nat.Puer.25.3, para reducir luxaciones, Hp.Art.47
milit. como defensa ἀσκοὺς ... πεφυσημένους ἢ πεπληρωμένους τινῶν Aen.Tact.32.3
usos gener., Ar.Ach.549, E.Cyc.161, X.An.6.4.23
fig. de obesos y borrachos ἀσκὸς ἐγένεθ' ἡ κόρη οἴνου πλέως Ar.Th.733, δι' οἰνοφλυγίαν καὶ πάχος ... ἀσκὸν καλοῦσι Antiph.19, cf. Ar.Ach.1002, Alex.85.4.
2 vientre, barriga, pellejo πεσεῖν ... ἐπ' ἀσκὸν Archil.205, ἡ δὲ γαστήρ μου ... ὥσπερ ἀ. LXX Ib.32.19
esp. del orác. délf. sobre la abstinencia sexual del varón ἀσκοῦ με τὸν προύχοντα μὴ λῦσαι πόδα no abrir el cuello que sobresale del odre c. doble sent., E.Med.679, cf. Orác. en Plu.Thes.3, Paus.1.20.7
de un juego que no conocemos (el «ἀσκολιασμός»?) «ἀσκός, πέλεκυς», τὰ δὲ ἐπὶ τῆς γαστρὸς ἐᾶν καθεύδειν Thphr.Char.5.5
prov. ἀσκῷ φλαυρίζεις Diogenian.1.2.100.
II objetos diversos
1 fuelle ἀσκόν, ᾧπερ οἱ χαλκεῖς χρῶνται Plb.21.28.15, cf. Ath.456d, Hsch.H.Hom.7.1.3.
2 gaita τοὺς ἀσκοὺς ἐμφυσῶντες Gal.4.459, cf. αὐλεῖν τῷ τε στόματι καὶ ταῖς μασχάλαις ἀσκὸν ὑποβάλλοντα D.Chr.71.9.
3 sent. dud., quizá correa de sandalia PLond.402ue.10 (II a.C.).

• Etimología: Dud. Algunos lo derivan de *H2ed-k- en el sent. de ‘envolver’, ‘cubrir’, cf. ai. átka-, av. adka- ‘abrigo’, het. ḫatka ‘cerrar’, donde -σκ- < -tk-. Otros de *ἀγσ-κος ‘piel de cabra’, cf. ai. ajá-, tb. rel. por otros c. beoc. Ϝασκώνδας de *Ϝασ- ‘piel desollada’, pero la Ϝ- inicial no está confirmada.

English (Strong)

from the same as ἀσκέω; a leathern (or skin) bag used as a bottle: bottle.

English (Thayer)

ἀσκοῦ, ὁ, a leathern bag or bottle, in which water or wine was kept: Homer down; the Sept.) (BB. DD. under the word <TOPIC:Bottle>; Tristram, Nat. Hist. of the Bible, p. 92.)

Greek Monolingual

ο (AM ἀσκός)
1. σάκος από δέρμα ζώου
2. μτφ. ο περήφανος, ο φαντασμένος
αρχ.
1. το φυσερό
2. η κοιλιά
3. φρ. «ἀσκὸν δείρειν», «ἀσκὸς δεδάρθαι» — γδέρνω κάποιον ζωντανό ή τον κακοποιώ βάναυσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός της λ. με αρχ. ινδ. άtkα- «ενδυμασία, περιβολή», αβεστ. aδka-προσκρούει στη φωνητική δυσκολία tk > σκ, ενώ κατ' άλλη άποψη ο τ. ασκός προέρχεται από ΙΕ. 2d-ek- / 2d-ek- (όπου το 2 αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική μεν με το α- στη Χεττιτική δε με το h- στον τ. hatk-). Η σύνδεση της λ. με το βοιωτικό κύριο όνομα Fασκώνδας, που ανάγεται σε τ. Fαρσκός (πρβλ. αρχ. ινδ. pra-vraska- «τομή») δεν είναι ικανοποιητική λόγω της απουσίας του F στον ομηρικό ήδη τ. ασκός. Επίσης, οι περαιτέρω συσχετισμοί της λ. με το ρ. ασκέω (-ώ) ή με το νάκος «δέρμα» (πρβλ. αγγλοσαξ. noesc «δέρμα») ή με το αγ-σκός (πρβλ. αρχ. ινδ. aja-) φαίνονται αβάσιμοι. Η λ. ασκός αρχικά δηλώνει «το δέρμα γδαρμένου ζώου», σημασία από την οποία προέκυψαν οι έννοιες «τουλούμι, ασκός για κρασί» και «φυσερό» (Όμηρος, Ιων.-Αττική), ενώ συχνά απαντά με μεταφορική χρήση για να χαρακτηρίσει «τον μέθυσο» ή «την κοιλιά».
ΠΑΡ. ασκί (-ίον), ασκίτης
αρχ.
ασκίδιον, άσκωμα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ασκοδέτης, ασκοδορώ, ασκοθύλακος, ασκοπήρα, ασκοπυτίνη, ασκοφόρος
(μσν.νεοελλ.) ασκοδάβλα].

Greek Monotonic

ἀσκός: ὁ,
1. δερμάτινος σάκος, ασκί, τουλούμι, ασκί με κρασί, σε Όμηρ.· ἀσκὸς βοός, ασκός, σάκος μέσα στον οποίο ο Αίολος είχε τους ανέμους κλεισμένους, σε Ομήρ. Οδ.· ἀσκὸς Μαρσυέω, ασκός κατασκευασμένος από το δέρμα του Μαρσύα, σε Ηρόδ.· κοιλιά, σε Ευρ.
2. παροιμ. χρήση, ἀσκὸν δείρειν τινα, γδέρνω κάποιον ζωντανό, κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ, σε Αριστοφ.· ἀσκὸς δεδάρθαι, σε Σόλων.