ὑπεροχή: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεροχή:''' ἡ ([[ὑπερέχω]] II),<br /><b class="num">I.</b> [[προεξοχή]], [[άκρο]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[υπεροχή]], [[πρωτιά]], [[ανωτερότητα]], ἡ δὲ [[νίκη]] [[ὑπεροχή]] τις, σε Αριστ.
|lsmtext='''ὑπεροχή:''' ἡ ([[ὑπερέχω]] II),<br /><b class="num">I.</b> [[προεξοχή]], [[άκρο]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[υπεροχή]], [[πρωτιά]], [[ανωτερότητα]], ἡ δὲ [[νίκη]] [[ὑπεροχή]] τις, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεροχή:''' ἡ<b class="num">1)</b> возвышение, возвышенность Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> выступ, высота (τῶν βουνῶν Polyb.; τῶν [[ὀρῶν]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> тж. pl. превосходство, преимущество, преобладание (ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ ὑ. Arst.): διὰ τὴν ὑπεροχὴν τοῦ πλήθους Arst. вследствие численного преобладания; οἱ ἐν ὑπεροχαῖς εὐτυχημάτων ὄντες Arst. те, кто осыпан всеми дарами счастья;<br /><b class="num">4)</b> знатность: οἱ ἐν ὑπεροχαῖς νεανίσκοι Diod. знатные юноши; οἱ ἐν ὑπεροχῇ ὄντες NT знатные люди;<br /><b class="num">5)</b> избыток, излишек Plat., Arst.;<br /><b class="num">6)</b> мат. превышение, разница Arst.
}}
}}

Revision as of 09:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεροχή Medium diacritics: ὑπεροχή Low diacritics: υπεροχή Capitals: ΥΠΕΡΟΧΗ
Transliteration A: hyperochḗ Transliteration B: hyperochē Transliteration C: yperochi Beta Code: u(peroxh/

English (LSJ)

ἡ, (

   A ὑπερέχω 11) projection, prominence, οὐ κνῖσα κρούει πινὸς ὑπεροχὰς ἄκρας; Ephipp.3, cf. Gp.9.10.4; αἱ ὑ. τῶν βουνῶν, τῶν ὀρῶν, their prominent points, Plb.10.10.10, Plu. 2.936a; top of an upright beam, Ath.Mech.17.4; ὑ. λιθοειδεῖς, of the mastoid processes of the skull, Ruf.Onom.139; τὰς ὑ. αὐτῶν (sc. τῶν μαστῶν) Sor.1.55: abs., an eminence, Plb.3.104.3.    2 rising of a star, ἀνατολὴν εἶναι . . ὑ. ἄστρου ὑπὲρ γῆς Chrysipp.Stoic.2.200; raising, τῆς ἑαυτῶν κεφαλῆς Plot.5.8.3.    II metaph., pre-eminence, superiority, ὑπεροχῆς ἐπιθυμεῖ ἡ νεότης, ἡ δὲ νίκη ὑ. τις Arist.Rh.1389a13; ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ ὑ. Id.Pol.1297b18; τὴν ὑ. ἀπονέμειν τοῖς ἀρίστοις ib. 1293b41; τὴν ὑ. τῆς πολιτείας λαμβάνειν superiority in the government, ib.1296a31; διὰ τὴν ὑ. τοῦ πλήθους because of superiority in multitude, ib.1293a4; ἡ ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι ὑ. IG22.3800: pl., πρὸς τὰς ὑ. οὕτω διακεῖσθαι Isoc.12.16; διαφέρεσθαι ἐν τῷ ποσῷ καὶ ταις ὑ. Arist.Pol.1323a35.    2 like ὑπερβολή, excess, opp. ἔλλειψις (defect), in many senses, as in Arithm., one of the ἀριθμοῦ ᾗ ἀριθμὸς πάθη, Id.Metaph.1004b12, cf. Archim.Spir.11, Aequil.1.2, Dioph.1.6, al.; ἐν ἴσῃ ὑ., of an arithmetical progression, Papp.76.21, al., cf. Archyt.2, Porph. in Harm.p.266 W.; excess, of a sum of money, SIG976.66 (Samos, ii B.C.); in Physics, Arist.Ph.187a16, 189b10, HA486b8, al.; διαφέρειν καθ' ὑπεροχήν Id.PA644a17, al.; τάχος τὸ ὑ. [ἔχον] κινήσεως Id.Metaph.1052b30; ἡ κατὰ τὴν ἀρετὴν ὑ. Id.EN1098a11, cf. Rh.1368a25; τῶν ἠθῶν (sc. τοῦ Επικούρου) IG22.1099.27 (Epist. Plotinae), cf. 42(1).86.18 (Epid., prob.); φιλίας εἶδος τὸ καθ' ὑ., where one exceeds the other in rank, etc., Arist.EN1158b12, cf. 1161a20: pl., κατὰ πλούτων ὑπεροχάς Pl.Lg.711d; οἱ ἐν ὑπεροχαῖς εὐτυχημάτων ὄντες Arist. Pol.1295b14.    3 alone, supremacy, authority, dignity, Plb.1.64.1; τὴν Σελεύκου τοῦ βασιλέως ὑ. Antiph.187.4; δαιμόνων ὑ. OGI383.75 (Nemrud Dagh, i B.C.); οἱ ἐν ὑπεροχαῖς νεανίσκοι D.S.4.41; οἱ ἐν ὑπεροχῇ ὄντες PTeb.734.24 (ii B.C.), 1 Ep.Ti.2.2; ἀνὴρ ἐν ὑ. κείμενος LXX 2 Ma.3.11.    4 of language, periphrasis. prolixity, opp. ἔλλειψις, Pl.Plt.283c.    5 as a title, Excellency, Just.Nov.25.5; ἡ ὑμετέρα Ὑ. POxy.130.20 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1200] ἡ, das darüber Hervorragen, die Vorragung, βουνῶν Pol. 10, 10, 10, u. öfter, der Auswuchs. – Uebtr., der Vorzug, Vortrefflichkeit, Hippocr.; Macht, Pol. 1, 64, 1 u. öfter; – auch das Uebermaaß, πλούτων Plat. Legg. IV, 711 d; Ggstz ἔλλειψις, Polit. 283 c.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεροχή: ἡ, (ὑπερέχω ΙΙ) προεξοχή, ἄκρον, οὐ κνῖσα κρούει ῥινὸς ὑπεροχὰς ἄκρας...; Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 2. 3· αἱ ὑπ. τῶν βουνῶν, τῶν ὀρῶν, τὰ ἐξέχοντα αὐτῶν μέρη, αἱ κορυφαί, Πολύβ. 10. 10, 10, Πλούτ. 2. 936Α· ἀπολ., ὕψωμα, Πολύβ. 3. 104, 3. ΙΙ. μεταφορ., τὸ ὑπερέχειν, τὸ ἀνώτερον εἶναι, ἡ δὲ νίκη ὑπεροχή τις Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 6· ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 4. 13, 10 τὴν ὑπ. ἀπονέμειν τοῖς ἀρίστοις αὐτόθι 4. 8, 4· τὴν ὑπ. τῆς πολιτείας λαμβάνειν, ἀνωτέραν θέσιν ἐν τῇ κυβερνήσει, αὐτόθι 4. 11, 17· διὰ τὴν ὑπ. τοῦ πλήθους αὐτόθι 4. 6, 5· - ἐν τῷ πληθ., πρὸς τὰς ὑπ. οὕτω διακεῖσθαι Ἰσοκρ. 238Β· διαφέρεσθαι ἐν τῷ ποσῷ καὶ ἐν ταῖς ὑπεροχαῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 1, 5. 2) ὡς τὸ ὑπερβολή, ἀντίθετον τῷ ἔλλειψις, ἐν πολλαῖς σημασίαις, οἷον ἐν τῇ Ἀριθμητικῇ, = πάθος ἀριθμοῦ ᾗ ἀριθμὸς ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 18· ἐν τῇ Φυσικῇ, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 1. 4, 1., 6, 6, πρβλ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 1. 1, 6, κ. ἀλλ.· διαφέρειν καθ’ ὑπεροχὴν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 2, κ. ἀλλ.· τὸ τάχος ὑπ. κινήσεως ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 1, 11· ἡ κατ’ ἀρετὴν ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 14, πρβλ. Ρητ. 1. 9, 25· φιλία ἐν ὑπεροχῇ, ὅπου ὁ εἷς εἶναι ἀνώτερος τοῦ ἄλλου κατὰ τὴν κοινωνικὴν θέσιν, κτλ., ὁ αὐτὸς ἐν Ἠθ. Νικ. 9. 7, 1, πρβλ. 11, 1., 13, 1· - ἐν τῷ πληθ., κατὰ πλούτων ὑπεροχὰς Πλάτ. Νόμ. 711D· οἱ ἐν ὑπεροχαῖς εὐτυχημάτων ὄντες Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 6. 3) καθ’ ἑαυτὴν ἡ λέξις, ἀνωτέρα θέσις, ἀξίωμα, αὐτόθι 1. 64, 1· τὴν Σελεύκου τοῦ βασιλέως ὑπεροχὴν Ἀντιφάνης ἐν «Παρεκδιδομένῃ» 1· οἱ ἐν ὑπεροχαῖς νεανίσκοι Διόδωρ. 4. 41. 4) ἐπὶ γλώσσης, περίφρασις, μακρολογία, ἀντίθετ. τῷ ἔλλειψις, Πλάτ. Πολιτικ. 283C. 5) Παρὰ τοῖς Βυζαντίνοις, ἐπώνυμον ἀξιώματος ὡς τὰ νῦν τὸ «ἐξοχότης».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. partie saillante, saillie, proéminence, avec un gén.;
II. p. anal. ou fig.
1 supériorité, excellence ; suprématie, autorité;
2 t. de math. excédent.
Étymologie: ὑπερέχω.

English (Strong)

from ὑπερέχω; prominence, i.e. (figuratively) superiority (in rank or character): authority, excellency.

English (Thayer)

ὑπεροχῆς, ἡ (from ὑπέροχος, and this from ὑπερέχω, which see), properly, elevation, pre-eminence, superiority (properly, in Polybius, Plutarch, others); metaphorically, excellence (Plato, Aristotle, Polybius, Josephus, Plutarch, others): τῶν ἐν ὑπεροχή, namely, ὄντες (R. V. those that are in high place), of magistrates, ἐν ὑπεροχή κεῖσθαι, to have great honor and authority, καθ' ὑπεροχήν λόγου ἡ σοφίας (A. V. with excellency of speech or of wisdom i. e.) with distinguished eloquence or Wisdom of Solomon , 1 Corinthians 2:1.

Greek Monolingual

η / ὑπεροχή, ΝΜΑ ὑπερέχω
το να είναι κανείς ή κάτι ανώτερο ως προς την ποιότητα, την ποσότητα, το μέγεθος ή την αξία σε σχέση με κάποιον ή με κάτι άλλο, ανωτερότητα
νεοελλ.
1. μαθημ. ο αριθμός που προκύπτει από την πράξη της αφαίρεσης, το υπόλοιπο
2. (νομ.) το υπόλοιπο που προκύπτει από αντικείμενο που είχε ενεχυριαστεί
3. βιολ. η ιδιότητα ορισμένων αλληλομόρφων κάθε δεδομένου γονιδίου να καθορίζουν τον φαινότυπο ενός οργανισμού, όταν υπάρχουν στον γενότυπό του, αλλ. επικράτηση ή κυριαρχία
4. φρ. «υπεροχή πυρός»
στρ. πυρ μεγαλύτερης ευστοχίας και όγκου από το πυρ του εχθρού, που παρέχει στα φίλια στρατεύματα τη δυνατότητα να προελάσουν χωρίς άσκοπες μεγάλες απώλειες
μσν.
(στο Βυζ.) τίτλος αξιωματούχων
μσν.-αρχ.
προεξοχή
αρχ.
1. (για βουνά) κορυφή («βουνῶν ὑπεροχαί», Πολ.)
2. ύψωμα («οὔσης τινὸς ὑπεροχῆς μεταξὺ τῆς στρατοπεδείας», Πολ.)
3. υπερβολή («κατὰ πλούτων ὑπεροχάς», Πλάτ.)
4. ανώτερη θέση, αξίωμα
5. μακρηγορία, μακρολογία
6. (για αστέρα) ανατολή
7. χρηματικό πλεόνασμα
8. το άνω άκρο κατακόρυφης δοκού.

Greek Monotonic

ὑπεροχή: ἡ (ὑπερέχω II),
I. προεξοχή, άκρο, σε Πολύβ.
II. μεταφ., υπεροχή, πρωτιά, ανωτερότητα, ἡ δὲ νίκη ὑπεροχή τις, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεροχή:1) возвышение, возвышенность Polyb.;
2) выступ, высота (τῶν βουνῶν Polyb.; τῶν ὀρῶν Plut.);
3) тж. pl. превосходство, преимущество, преобладание (ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ ὑ. Arst.): διὰ τὴν ὑπεροχὴν τοῦ πλήθους Arst. вследствие численного преобладания; οἱ ἐν ὑπεροχαῖς εὐτυχημάτων ὄντες Arst. те, кто осыпан всеми дарами счастья;
4) знатность: οἱ ἐν ὑπεροχαῖς νεανίσκοι Diod. знатные юноши; οἱ ἐν ὑπεροχῇ ὄντες NT знатные люди;
5) избыток, излишек Plat., Arst.;
6) мат. превышение, разница Arst.