ἀκρίβεια: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρίβειᾰ:''' [κρῑ], ἡ (ἀκρῑβής),<br /><b class="num">1.</b> [[ακρίβεια]], [[λεπτομέρεια]], [[ακριβολογία]], σε Θουκ. κ.λπ.· με προθέσεις με επίρρ. [[σημασία]], δι' ἀκριβείας = [[ἀκριβῶς]], με [[λεπτομέρεια]] ή [[ακριβολογία]], σε Πλάτ.· ομοίως και, <i>εἰς τὴν ἀκρ</i>., <i>πρὸς τὴν ἀκρ</i>., στον ίδ.· <i>ἡ ἀκρ. τοῦ ναυτικοῦ</i>, η άριστή του [[κατάσταση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[φειδωλία]], [[λιτότητα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀκρίβειᾰ:''' [κρῑ], ἡ (ἀκρῑβής),<br /><b class="num">1.</b> [[ακρίβεια]], [[λεπτομέρεια]], [[ακριβολογία]], σε Θουκ. κ.λπ.· με προθέσεις με επίρρ. [[σημασία]], δι' ἀκριβείας = [[ἀκριβῶς]], με [[λεπτομέρεια]] ή [[ακριβολογία]], σε Πλάτ.· ομοίως και, <i>εἰς τὴν ἀκρ</i>., <i>πρὸς τὴν ἀκρ</i>., στον ίδ.· <i>ἡ ἀκρ. τοῦ ναυτικοῦ</i>, η άριστή του [[κατάσταση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[φειδωλία]], [[λιτότητα]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρίβεια:''' (ρῑ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> точный смысл (τῶν λεχθέντων Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> строгая точность, тщательность, основательность, обстоятельность (λόγων Plat.): τὴν ἀκρίβειαν Lys., δι᾽ ἀκριβείας, εἰς (τὴν) ἀκρίβειαν и πάσῃ ἀκριβείᾳ Plat. или πρὸς (τὴν) ἄκρίβειαν Plat., Arst., μετ᾽ ἀκριβείας Isocr. точно, тщательно, основательно;<br /><b class="num">3)</b> полная исправность, безукоризненность (τοῦ ναυτικοῦ Thuc.; τῆς κατασκευῆς Xen.);<br /><b class="num">4)</b> тж. pl. мелочность, педантизм (τῶν νόμων Isocr., Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> расчетливость, бережливость (sc. τοῦ Περικλέους Plut.);<br /><b class="num">6)</b> недостаток, нехватка ([[ὕδωρ]] δι᾽ ἀκριβείας [[ἐστί]] τινι Plat.);<br /><b class="num">7)</b> рвение, усердие (εἴς τι Xen.).
}}
}}

Revision as of 15:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῑβεια Medium diacritics: ἀκρίβεια Low diacritics: ακρίβεια Capitals: ΑΚΡΙΒΕΙΑ
Transliteration A: akríbeia Transliteration B: akribeia Transliteration C: akriveia Beta Code: a)kri/beia

English (LSJ)

ἡ,

   A exactness, precision, Hp.VM 12, Th.1.22, etc.; τῶν πραχθέντων Antipho 4.3.1, cf. Lys.17.6:— freq. with Preps. in adv. sense, δι' ἀκριβείας with minuteness or precision, Pl.Tht.184c, Ti.23d, etc.; διὰ πάσης ἀ. Lg.876c; εἰς τὴν ἀ. φιλοσοφεῖν Grg.487c; εἰς ἀ. Arist.Pol.1331a2; πρὸς τὴν ἀ. Pl.Lg.769d, cf. Arist.Resp.478b1:—ἡ ἀ. τοῦ ναυτικοῦ its efficiency, rigid discipline, Th.7.13; ἀ. νόμων strictness, severity, Isoc.7.40; περὶ τὸ διάφορον strictness in money matters Plb. 31 27.11: pl., niceties, Pl.R.504e, Is. 7.16.    2 parsimony, frugality, Plu.Per.16; ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι is scarce, Pl.Lg.844b.

German (Pape)

[Seite 81] ἡ, Genauigkeit, Sorgfalt u. Gründlichkeit in allem Thun, z. B. μαθήματος Plat. Legg. VII, 809 a; τῆς κατασκευῆς Xen. Oec. 8, 17; εἰς τὰ χρηστά, Eifer für das Gute, Xen. Ath. 1, 5; bes. von den Wissenschaften u. den Studien, λόγων Euthyd. 288 a; πονηρὰ λόγων ἀκρ., übertriebene Spitzfindigkeit, Antiph. III γ 3; von dem Rechte, τοιαύτας ἀκριβείας ἔχει τὰ δίκαια Is. 7, 17; τὴν ἐκ τῶν νόμων ἀκρίβειαν τηρεῖν Pol. 32, 13; τὴν ἀκρίβειαν καὶ τὸ καθαρὸν τοῦ πολιτεύματος Plut. Them. 4, wo es strenge Zucht ist, wie schon Thuc. τὴν ἀκρ. τοῦ ναυτικοῦ ἀφῃρῆσθαι 7, 13 sagt. Auch die genaue Wahrheit, τὴν τῶν πραχθέντων ἀκρίβειαν μαθεῖν Antiph. IV γ 1; ε ἰβουλοίμην τὴν ἀκρ. γράφειν Dion. H. 1, 23; Genauigleit, Sparsamkeit, Pol. 32, 13, 11; Plut. Per. 16, 36; ἐὰν τὸ ὕδωρ δι' ἀκριβείας ᾖ Plat. Legg. VIII, 844 b, wenn es knapp, dürftig ist. – Als adverb. Ausdrücke bemerke man: δι' ἀκριβείας, sorgfältig, Plat. oft, z. B. Tim. 23 d; διὰ πάσης ἀκρ. Arist. A. H. 1, 5; εἰς τὴν ἀκρίβειαν φιλοσοφεῖν Gorg. 487 c; Arist. Pol. 7, 11; πρὸς τὴν ἀκρίβειαν Legg. VI, 769 d; νόμοι μετὰ πλείστης ἀκριβείας κείμενοι, mit der größten Sorgfalt abgefaßte Gesetze, Isocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρίβεια: [κρῑ], ἡ, ἀκρίβεια, λεπτομέρεια, ἡ μετὰ προσοχῆς ἐκτέλεσις οἱασδήποτε πράξεως, αὐστηρότης περὶ τὴν κατάληψιν καὶ ἔκφρασιν, Θουκ. 1. 22, κτλ., τῶν πραχθέντων, Ἀντιφῶν 127, 12· πρβλ. Λυσ. 148, 38: - συχν. μετὰ προθέσ. ἐν ἐπιρρ. σημασίᾳ, δι’ ἀκριβείας, = ἀκριβῶς, μετὰ λεπτομερείας ἢ αὐστηρᾶς ἀληθείας, Πλάτ. Θεαίτ. 184C, Τίμ. 23D, κτλ., διὰ πάσης ἀκρ., ὁ ἀυτ. Νόμ. 876C· - εἰς τὴν ἀκρ. φιλοσοφεῖν, Πλάτ. Γοργ. 487C· εἰς ἀκρίβειαν, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 9· - πρὸς τὴν ἀκρίβειαν, Πλάτ. Νόμ. 769D· πρὸς ἀκρ., Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 16: - ἡ ἀκρ. τοῦ ναυτικοῦ, ἡ καλὴ αὐτοῦ κατάστασις καὶ ἡ αὐστηρὰ πειθαρχία, Θουκ. 7. 13· ἀκρ. νόμων, αὐστηρότης, Ἰσοκρ. 147Ε, πρβλ. Ἰσαῖ. 65. 7: πληθ. λεπτολογίαι, Πλάτ. Πολ. 504Ε. 2) ἀκρίβεια, ἀλλὰ καὶ ἡ μέχρι μικρολογίας λεπτομέρεια καὶ ἀκρίβεια, Πολύβ. 32. 13, 11. 3) φειδωλία, λιτότης, Πλουτ. Περικλ. 16· ὕδωρ δι’ ἀκριβείας ἐστί τινι, εἶναι σπάνιον, Πλάτ. Νόμ. 844Β: - δὲν εὑρίσκεται σχεδὸν ἀλλαχοῦ εἰμὴ ἐν τῷ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 exactitude, soin minutieux ; ἀκρίβεια τοῦ ναυτικοῦ THC exacte discipline dans la flotte ; ἀκρίβεια νόμων ISOCR rigueur des lois;
2 économie rigide.
Étymologie: ἀκριβής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -είη Hp.VM 12
I 1rigor, exactitudde una ciencia, Hp.VM 12, Vict.3.67, Pl.Euthd.288a, τῆς τέχνης ref. un actor trágico FD 1.551.29 (II d.C.), τῶν φθόγγων Arist.Aud.801b2, τῶν λεχθέντων ref. a los discursos insertos en su historia, Th.1.22, τῶν πραχθέντων verdad exacta Antipho 4.3.1
información exacta, PCair.Zen.446.15 (III a.C.), de una cuenta de dinero POxy.2725.5 (I d.C.), cf. Epicur.Ep.[2] 78.5
esp. en locuciones adv. con precisión διά c. gen. Pl.Lg.876c, Arist.APr.24b14, ἐπ' ἀκριβείας Thphr.Fr.96, ἐν ἀκριβείᾳ Aesop.306.5, εἰς τὴν ἀκρίβειαν Pl.Grg.487c, cf. Arist.Pol.1331a2, μετὰ πάσης ἀκριβείας UPZ 110.46 (II a.C.), πρὸς ἀκρίβειαν Pl.Lg.769d.
2 rigor, severidad, acción de ceñirse a la letra ἀ. νόμου Gorg.B 6, νόμων Isoc.7.40, τῶν δικαστηρίων D.C.56.40.4, περὶ τὸ διάφορον severidad en cuestiones de dinero Plb.31.27.11
celo εἰς τὰ χρηστά X.Ath.1.5
eficiencia τοῦ ναυτικοῦ Th.7.13.
II 1escasez ὕδατος Pl.Lg.844b
tacañería πατρός Plu.Per.16.
2 plu. sutilezas Pl.R.504e, Is.7.16.

English (Strong)

from the same as ἀκριβέστατος; exactness: perfect manner.

English (Thayer)

(είας, ἡ (ἀκριβής), exactness, exactest care: κατά ἀκρίβειαν τοῦ νόμου in accordance fwith the strictness of the Mosaic law (cf. Isoc. areop., p. 147e.)). (From Thucydides down.)

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἀκρίβεια) ἀκριβής
1. λεπτολόγα και σχολαστική προσοχή σε πράξεις ή σε λόγους, ακροβολογία, πιστότητα, καθαρότητα, σαφήνεια
2. προσοχή στις λεπτομέρειες, λεπτολόγηση, επιμέλεια
3. οικονομία, τσιγκουνιά
«απ' την ακρίβεια του απέθανε»
(πρβλ.) «χαλεπῶς ἔφερε τὴν τοῡ πατρὸς ἀκρίβειαν γλίσχρως καὶ κατὰ μικρὸν αὐτῷ χορηγοῡντος» (Πλούτ. Περ. 36)
νεοελλ.
1. τέλεια απόδοση οργάνων, μηχανικών μέσων ή λειτουργιών που συντελούνται με αυτά, τελειότητα
2. (για φιλοσοφήματα) η ιδιότητα κάθε γνωστικού περιεχομένου που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της λογικής
3. φρ. «για την ακρίβεια», χάριν ακριβείας, για να μιλήσουμε καθαρά, με σαφήνεια
αρχ.
1. πληθ. οι λεπτομέρειες
2. φρ. «δι' ἀκριβείας» ή «πρὸς τὴν ἀκρίβειαν» — ακριβώς, με λεπτομέρειες, με ορθότητα, με αυστηρότητα
«ακρίβεια νόμων», η δικαιοσύνη, η αυστηρότητα τών νόμων
«η ακρίβεια του ναυτικού», η αυστηρή πειθαρχία του ναυτικού
«ἔστι τι δι' ἀκριβείας τινί», είναι κάτι σπάνιο, σπανίζει.———————— (II)
η
1. υψηλή τιμή πώλησης ενός πράγματος, ύψωση, άνοδος τών τιμών
2. εποχή ακρίβειας
3. η έλλειψη δημητριακών, η σιτοδεία ή γενικότερα η έλλειψη
4. παροιμ. «ο καιρός πουλεί τα λάχανα κι η ακρίβεια τ' αγοράζει» (για κάτι που είναι συνήθως φτηνό, αλλά γίνεται δαπανηρό λόγω της έλλειψης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκρίβεια. Η σημασιολ. διαφοροποίηση της λ. έκαμε ώστε να συνδεθεί εκ των υστέρων η λ. ακρίβεια στο αίσθημα τών ομιλητών της Ν. Ελληνικής με το επίθ. ακριβός, που προήλθε επίσης με σημασιολογική (και μορφολογική, κατάλ. -ὸς) διαφοροποίηση από το αρχικό επίθ. ἀκριβής. Η σημασιολ. διαφορά της λ. οδήγησε και στη φωνολογική (στην προφορά) διαφοροποίησή της με συνιζημένη προφορά του ει (ακρίβεια), που τήν διακρίνει από τον τ. ακρίβεια (Ι) «ακριβολογία, πιστότητα»].

Greek Monotonic

ἀκρίβειᾰ: [κρῑ], ἡ (ἀκρῑβής),
1. ακρίβεια, λεπτομέρεια, ακριβολογία, σε Θουκ. κ.λπ.· με προθέσεις με επίρρ. σημασία, δι' ἀκριβείας = ἀκριβῶς, με λεπτομέρεια ή ακριβολογία, σε Πλάτ.· ομοίως και, εἰς τὴν ἀκρ., πρὸς τὴν ἀκρ., στον ίδ.· ἡ ἀκρ. τοῦ ναυτικοῦ, η άριστή του κατάσταση, σε Θουκ.
2. φειδωλία, λιτότητα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρίβεια: (ρῑ) ἡ
1) точный смысл (τῶν λεχθέντων Thuc.);
2) строгая точность, тщательность, основательность, обстоятельность (λόγων Plat.): τὴν ἀκρίβειαν Lys., δι᾽ ἀκριβείας, εἰς (τὴν) ἀκρίβειαν и πάσῃ ἀκριβείᾳ Plat. или πρὸς (τὴν) ἄκρίβειαν Plat., Arst., μετ᾽ ἀκριβείας Isocr. точно, тщательно, основательно;
3) полная исправность, безукоризненность (τοῦ ναυτικοῦ Thuc.; τῆς κατασκευῆς Xen.);
4) тж. pl. мелочность, педантизм (τῶν νόμων Isocr., Polyb.);
5) расчетливость, бережливость (sc. τοῦ Περικλέους Plut.);
6) недостаток, нехватка (ὕδωρ δι᾽ ἀκριβείας ἐστί τινι Plat.);
7) рвение, усердие (εἴς τι Xen.).