στόχος: Difference between revisions
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
(4) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στόχος:''' ὁ<b class="num">1)</b> цель: ἐπὶ στόχον [[ἱέναι]] Xen. стрелять в цель; [[ἱέναι]] τι στόχον Eur. бросать что-л. в цель;<br /><b class="num">2)</b> предположение, догадка: στόχῳ συμφέρειν τι Aesch. догадываться о чем-л. | |elrutext='''στόχος:''' ὁ<b class="num">1)</b> цель: ἐπὶ στόχον [[ἱέναι]] Xen. стрелять в цель; [[ἱέναι]] τι στόχον Eur. бросать что-л. в цель;<br /><b class="num">2)</b> предположение, догадка: στόχῳ συμφέρειν τι Aesch. догадываться о чем-л. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">erected pillar, post, mark, fixed target</b>, also [[suspicion]] (after <b class="b3">στοχάζομαι</b>)? (very rare, partly in the transmission blurred attestations in A., E., X., Poll., Att. inscr.).<br />Compounds: Compp. <b class="b3">ἄ-στοχος</b> <b class="b2">missing the target</b>, <b class="b3">εὔ-στοχος</b> <b class="b2">aiming well, hitting well</b> (Att., hell. a. late) with <b class="b3">ἀ-</b>, <b class="b3">εὑ-στοχ-ία</b>, <b class="b3">-έω</b>.<br />Derivatives: <b class="b3">στοχ-άς</b>, <b class="b3">-άδος</b> f. <b class="b2">raising for the poles of fixing-nets</b> (Poll.); also adj. of unclear meaning (E. Hel. 1480 [lyr.], prob. false v. l. for <b class="b3">στολάδες</b>); <b class="b3">-ανδόν</b> adv. <b class="b2">by conjecture</b> (Theognost.). Normal denom. <b class="b3">στοχάζομαι</b>, also w. <b class="b3">κατα-</b> a.o., <b class="b2">to target at sthing, to shoot, to seek to achieve, to guess, to conjecture, to explore</b> (Hp., Att., hell. a. late) with (<b class="b3">κατα-</b>) <b class="b3">στοχασμός</b>, <b class="b3">-ασις</b>, <b class="b3">-αστής</b>, <b class="b3">-αστικός</b>; also <b class="b3">στόχασμα</b> n. <b class="b2">instrument for aiming</b> = [[javelin]] (E. Ba. 1205; cf. Chantraine Form. 145).<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1014] <b class="b2">*stegh-</b> [[sting]], [[bar]]<br />Etymology: Without certain non-Greek agreement. As the original meaning seems to have been <b class="b2">erected pillar, post</b>, we can compare some Balt.-Slav. and Germ. words. Thus Russ. <b class="b2">stóg</b> m. <b class="b2">heap, heap of hay</b>, Bulg. <b class="b2">stéžer</b> <b class="b2">post to bind horses to, bar</b> (Germ. [[Schoberstange]])', Russ. dial. <b class="b2">stož-á</b>, <b class="b2">-ará</b>, <b class="b2">-erá</b> <b class="b2">supporting pillar of a haystack</b>, čech. <b class="b2">stožár</b> <b class="b2">mast(tree)</b>, Lith. <b class="b2">stãgaras</b> <b class="b2">thin long stalk of a plant</b>, Latv. <b class="b2">stę̄ga</b> <b class="b2">long bar</b> etc. Because of Germ., e.g. OE [[staca]], NEngl. [[stake]], OWNo. [[staki]] m. [[bar]], [[javelin]] (PGm. <b class="b2">*stak-an-</b>) for <b class="b2">stóg</b> etc. IE <b class="b2">*steg-</b> is also possible [no, the short vowel requires an aspirate: Winter-Kortlandt's law]. Beside the words mentioned Germ. presents also another group, which cannot be well be distinguished from it, which goes back on IE <b class="b2">*stegh-</b> (> Slav. <b class="b2">steg-</b>), mostly in the nasalized form <b class="b2">ste-n-gh-</b>: Swed. [[stagg]] <b class="b2">stiff and standing grass, sholder, stickleback</b> (<b class="b2">-gg</b> express. gemin.), ODan. [[stag]] [[point]], [[germ]]; OHG [[stanga]], OWNo. <b class="b2">stǫng</b> f. [[Stange]], [[stick]], [[pole]] (with OWNo. [[stinga]], OE [[stingan]] [[sting]]) etc. (Not from here with zero grade (IE <b class="b2">*stn̥gh-</b>) [[στάχυς]]?) | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A pillar of brick, IG22.463.59, al. 2 = στοχάς, Poll.5.36. 3 butt, target, X.Ages.1.25 (Wyttenbach for στοίχων). 4 aim, aiming, E.Ba.1100 (Reiske for τ' ὄχον). 5 guess, conjecture, A.Supp.243.
German (Pape)
[Seite 949] wie σταλίς, στάλιξ, alles Aufgerichtete, gew. das aufgestellte Ziel, wonach man zielt, Xen. Ages. 1, 25; Poll. 5, 36; – das Zielen, Muthmaßen, μόνον τόδ' Ἑλλὰς χθὼν συνοίσεται στόχῳ, Aesch. Suppl. 240.
Greek (Liddell-Scott)
στόχος: ὁ, σκοπός, «σημάδι», Εὐρ. Βάκχ. 1100 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Reiske ἀντὶ τ ὅχον) στοχῷ (οὕτω) βάλλειν Αἰλ. π. Ζ. 1. 31. 2) εἰκασία, Αἰσχύλ. Ἱκ. 243. ΙΙ. = στοχάς, Πολυδ. Ε´, 36. (Δὲν σχετίζεται πρὸς τὸ στοῖχος, στίχος, ἀλλὰ παράγεται ἐκ τῆς √ΣΤΕΧ ἢ ΣΤΑΧ· πρβλ. Γοτθ. aus-tiggan (ἐξαιρεῖν)· Ἀρχ. Σκανδ. sting-a· Ἀγγλο-Σαξον. stingan, κτλ· πρβλ. Μ. Müller Sc. of Lang. 2. σ. 79. - Ἡ ῥίζα αὕτη φαίνεται ὅτι εἶναι συγγενὴς τῇ √ ΣΤΙΓ, στίζω).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 but que l’on vise;
2 conjecture.
Étymologie: R. Σταχ ou Στεχ, frapper.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
σημείο ή αντικείμενο προς το οποίο σκοπεύει, κατευθύνει τη βολή του όπλου του κάποιος, σημάδι
νεοελλ.
1. σκοπός, επιδίωξη
2. πρόσωπο ή αντικείμενο προς το οποίο κατευθύνεται μια ενέργεια («έγινε στόχος άδικων επικρίσεων και συκοφαντιών»)
3. φυσ. α) όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική τών στοιχειωδών σωματιδίων και στις πυρηνικές επιστήμες για να χαρακτηρίσει στοιχειώδεις μονάδες της ύλης που εκτίθενται σε συγκρούσεις οι οποίες προκαλούνται από δέσμες κινούμενων σωματιδίων με σκοπό τη μελέτη αυτών τών συγκρούσεων ή την παραγωγή διαφορετικών σωματιδίων
β) ένα σύνολο στοιχειωδών μονάδων της ύλης που διαπερνάται από τη δέσμη τών σωματιδίων-βλημάτων
4. φρ. «θεωρία του στόχου»
βιολ. γενικευμένη υπόθεση ότι οι βιολογικές επιδράσεις τών ακτινοβολιών οφείλονται στον ιοντισμό από τα μεμονωμένα κβάντα ή φωτόνια της ραδιενεργού ακτινοβολίας, τα οποία απορροφώνται από ευαίσθητα σημεία του κυττάρου
αρχ.
1. αυτό που εκτοξεύεται ως βλήμα («θύρσους... στόχον δύστηνον», Ευρ.)
2. συμπέρασμα («μόνον τόδ' Ἑλλὰς χθὼν συνοίσεται στόχῳ», Αισχύλ.)
3. κίονας από πλίνθους
4. στοχάς για τα θηρευτικά δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στόχος ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ste-n-gh- «είμαι οξύς, μυτερός, κεντώ, τρυπώ», χωρίς έρρινο ένθημα -n- (βλ. και στάχυς) και συνδέεται με τα ρωσ. stoža «πάσσαλος», λιθουαν. stagaras «στέλεχος», αγγλοσαξ. staca «στέλεχος, πάσσαλος» (με ηχηρό σύμφωνο, μέσο ή δασύ). Η λ. στόχος είχε πιθανότατα αρχική σημ. «στύλος, πάσσαλος, μυτερό αντικείμενο που καρφώνεται κάπου» απ' όπου η λ. χρησιμοποιήθηκε μτφ. στο ρ. στοχάζομαι με σημ. «επιδιώκω, προσπαθώ να πετύχω κάτι» και «υπολογίζω, λογαριάζω, σταθμίζω, κρίνω, εξετάζω, ερευνώ». Η σημ., τέλος, της λ. στόχος «συμπέρασμα» προήλθε πιθ. υποχωρητικά από τη σημ. του ρ. στοχάζομαι.
Greek Monotonic
στόχος: ὁ, σκοπός, στόχος, «σημάδι», σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στόχος -ου, ὁ [~ στάχυς] vermoeden, gissing.
Russian (Dvoretsky)
στόχος: ὁ1) цель: ἐπὶ στόχον ἱέναι Xen. стрелять в цель; ἱέναι τι στόχον Eur. бросать что-л. в цель;
2) предположение, догадка: στόχῳ συμφέρειν τι Aesch. догадываться о чем-л.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: erected pillar, post, mark, fixed target, also suspicion (after στοχάζομαι)? (very rare, partly in the transmission blurred attestations in A., E., X., Poll., Att. inscr.).
Compounds: Compp. ἄ-στοχος missing the target, εὔ-στοχος aiming well, hitting well (Att., hell. a. late) with ἀ-, εὑ-στοχ-ία, -έω.
Derivatives: στοχ-άς, -άδος f. raising for the poles of fixing-nets (Poll.); also adj. of unclear meaning (E. Hel. 1480 [lyr.], prob. false v. l. for στολάδες); -ανδόν adv. by conjecture (Theognost.). Normal denom. στοχάζομαι, also w. κατα- a.o., to target at sthing, to shoot, to seek to achieve, to guess, to conjecture, to explore (Hp., Att., hell. a. late) with (κατα-) στοχασμός, -ασις, -αστής, -αστικός; also στόχασμα n. instrument for aiming = javelin (E. Ba. 1205; cf. Chantraine Form. 145).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1014] *stegh- sting, bar
Etymology: Without certain non-Greek agreement. As the original meaning seems to have been erected pillar, post, we can compare some Balt.-Slav. and Germ. words. Thus Russ. stóg m. heap, heap of hay, Bulg. stéžer post to bind horses to, bar (Germ. Schoberstange)', Russ. dial. stož-á, -ará, -erá supporting pillar of a haystack, čech. stožár mast(tree), Lith. stãgaras thin long stalk of a plant, Latv. stę̄ga long bar etc. Because of Germ., e.g. OE staca, NEngl. stake, OWNo. staki m. bar, javelin (PGm. *stak-an-) for stóg etc. IE *steg- is also possible [no, the short vowel requires an aspirate: Winter-Kortlandt's law]. Beside the words mentioned Germ. presents also another group, which cannot be well be distinguished from it, which goes back on IE *stegh- (> Slav. steg-), mostly in the nasalized form ste-n-gh-: Swed. stagg stiff and standing grass, sholder, stickleback (-gg express. gemin.), ODan. stag point, germ; OHG stanga, OWNo. stǫng f. Stange, stick, pole (with OWNo. stinga, OE stingan sting) etc. (Not from here with zero grade (IE *stn̥gh-) στάχυς?)