ὑπαντάω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(4b)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπαντάω:''' (fut. ὑπαντήσομαι, aor. ὑπήντησα - дор. ὑπάντᾱσα)<br /><b class="num">1)</b> идти навстречу (τινι Pind., Xen. и τινος Soph.);<br /><b class="num">2)</b> спешить на помощь (τῇ πόλει Plut.);<br /><b class="num">3)</b> воен. нападать, атаковать (οἱ πολέμιοι ὑπαντῶντες Xen.);<br /><b class="num">4)</b> упреждать, предупреждать, предвосхищать (ὑ. τοῖς βουλεύμασί τινος Eur.);<br /><b class="num">5)</b> возражать (πρός τι Sext.).
|elrutext='''ὑπαντάω:''' (fut. ὑπαντήσομαι, aor. ὑπήντησα - дор. ὑπάντᾱσα)<br /><b class="num">1)</b> идти навстречу (τινι Pind., Xen. и τινος Soph.);<br /><b class="num">2)</b> спешить на помощь (τῇ πόλει Plut.);<br /><b class="num">3)</b> воен. нападать, атаковать (οἱ πολέμιοι ὑπαντῶντες Xen.);<br /><b class="num">4)</b> упреждать, предупреждать, предвосхищать (ὑ. τοῖς βουλεύμασί τινος Eur.);<br /><b class="num">5)</b> возражать (πρός τι Sext.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ionic -έω fut. -ήσομαι aor1 -ήντησα<br /><b class="num">I.</b> to [[come]] or go to [[meet]], [[either]] as a [[friend]] or in [[arms]], τινί Xen., etc.:—also c. gen., Soph.<br /><b class="num">II.</b> metaph. to [[meet]], [[reply]] or [[object]] to, τινί Eur.
}}
}}

Revision as of 02:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαντάω Medium diacritics: ὑπαντάω Low diacritics: υπαντάω Capitals: ΥΠΑΝΤΑΩ
Transliteration A: hypantáō Transliteration B: hypantaō Transliteration C: ypantao Beta Code: u(panta/w

English (LSJ)

Ion. ὑπαντ-έω APl.4.101: fut.

   A -ήσομαι J.AJ1.20.1, A.D. Synt.149.15, S.E.M.10.61: aor. -ήντησα Plu.Arat.34, Dor. -άντᾱσα Pi.P.8.59:—come or go to meet, either as a friend, X.Cyr.3.3.2; or in arms, ib.1.4.22, 4.2.17; εἰς τὰς ὁδοὺς ὑ. Hyp.Eux.22, cf. SIG798.21 (Cyzicus, i A. D.); ὑ. τινί Pi. l. c., X.Cyr.6.3.15, Ev.Matt.8.28, etc.; ὑ. τῇ πόλει πρὸς τὴν χρείαν Plu. l. c.; πρὸς τὸ [βῆμα] POxy.1630.15 (iii A. D.): also c. gen., ἀνδρῶν ἀγαθῶν παιδὸς ὑ. S.Ph.719 (anap., s. v. l.): —in App.BC5.45, the acc. ὄντα (sic codd., ὄντι Schweigh., Mendelss.) refers to σε κατιόντα ὁρῶν just before:—later in Med., ὑπαντώμενος αὐτοῖς Hdn.2.5.5, cf. 3.11.3, 5.4.5, etc.    2 meet, encounter, of a heavenly body, Ptol.Tetr.132.    II metaph., meet, i. e. agree to, ταῖς τιμαῖς Posidon.36 J.; present oneself at, τῇ ἀποδόσει Sammelb. 6.23 (iii A. D.); πρὸς τὴν ἀπόδοσιν BGU614.23 (iii A.D.).    2 meet, i.e. reply or object to, τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασι E.Supp.398 (s. v.l., v. ὕπαντα) ; πρός τινα or τι S.E.M.10.105, etc.; πρός τι ὑ. ὡς . . A.D. Synt.265.4: abs., εὐαρεστήσεως ὑπαντησομένης come in response, ensue, Herod.Med.in Rh.Mus.58.85, cf. 100.    3 occur to one, τῷ ῥήτορι Longin.16.4.    4 fall in with, ἀνωμαλίᾳ S.E.M.1.6; correspond with, A.D.Conj.232.23.

German (Pape)

[Seite 1182] entgegenkommen od. -gehen, begegnen; τινί, ὑπάντασέ τ' ἰόντι Pind. P. 8, 59; τινός, Soph. Phil. 710; übertr., erwidern, einwenden, ὑπαντᾷ τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασιν, Eur. Suppl. 398; absol., Xen. Cyr. 4, 2, 17 u. öfter. – Bei Sp., wie Hdn., auch im med., in derselben Bdtg, vgl. Lob. Phryn. 288.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαντάω: Ἰων. -έω· μέλλ. -ήσομαι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 61· ἀόρ. -ήντησα. Ἔρχομαι ἢ ὑπάγω εἰς ὑπάντησίν τινος εἴτε ὡς φίλος, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 2· εἴτε ὡς πολέμιος, αὐτόθι 1. 4, 22., 4. 2, 17· ὑπ. εἰς τὰς ὁδοὺς Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππου 34· ‒- ὑπ. τινι Πινδ. Π. 8. 84, Ξεν., κλπ.· ὑπ. τῇ πόλει πρὸς τὴν χρείαν Πλουτ. Ἄρατ. 34· -‒ ὡσαύτως μετὰ γεν., ἀνδρῶν ἀγαθῶν παιδὸς ὑπ. Σοφ. Φιλ. 719· -‒ ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 45, ἡ αἰτ. ὄντα (ἂν τηρηθῇ ἡ γραφὴ αὕτη, ‒ ἕτεροι ὄντι) ἀναφέρεται εἰς τὸ ὀλίγον ἀνωτέρω σε κατιόντα ὁρῶν· -‒ παρὰ μεταγεν. καὶ ἐν τῷ μέσῳ, ὑπαντώμενος αὐτοῖς Ἡρῳδιαν. 2. 5, πρβλ. 3. 11., 5. 4, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., συναντῶ, δηλ. συμφωνῶ εἴς τι, ταῖς τιμαῖς Ποσειδών. παρ᾿ Ἀθην. 213Β. 2) ἀποκρίνομαι ἢ φέρω ἀντίρρησιν, ἀντιλέγω, τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασι Εὐρ. Ἱκέτ. 398· πρός τινα ἢ τι Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 10. 105, κλπ. 3) ἐπέρχομαι εἴς τινα, εἰς τὸν νοῦν τινος, τῷ ῥήτορι Λογγῖνος 16. 4. 4) συναντῶ, τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 68.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ὑπαντήσομαι, ao. ὑπήντησα, etc.
1 aller à la rencontre de, rencontrer : τινι, τινος qqn;
2 avec idée d’hostilité marcher à la rencontre de.
Étymologie: ὑπό, ἀντάω.

English (Slater)

ὑπαντάω
   1 meet c. dat. ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ (sc. Ἀλκμᾶνα), γείτων ὅτι μοι καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν ὑπάντᾶσεν ἰόντι (byz.: ὑπαντίασεν codd.) (P. 8.59)

English (Strong)

from ὑπό and a derivative of ἀντί; to go opposite (meet) under (quietly), i.e. to encounter, fall in with: (go to) meet.

English (Thayer)

ὑπάντω: 1st aorist ὑπήντησα; to go to meet, to meet: τίνι, L T Tr WH in T Tr WH in T in WH marginal reading but without the dative)); in a military reference, of a hostile meeting: L T Tr WH. (Pindar, Sophocles, Euripides, Xenophon, Josephus, Plutarch, Herodian, others.)

Greek Monotonic

ὑπαντάω: Ιων. -έω· μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ -ήντησα·
I. έρχομαι ή πηγαίνω να συναντήσω κάποιον είτε σαν φίλος είτε σαν εχθρός, τινί, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης με γεν., σε Σοφ.
II. μεταφ., συναντώ, απαντώ, αποκρίνομαι σε ή αντιλέγω, αντιτίθεμαι σε, τινί, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαντάω: (fut. ὑπαντήσομαι, aor. ὑπήντησα - дор. ὑπάντᾱσα)
1) идти навстречу (τινι Pind., Xen. и τινος Soph.);
2) спешить на помощь (τῇ πόλει Plut.);
3) воен. нападать, атаковать (οἱ πολέμιοι ὑπαντῶντες Xen.);
4) упреждать, предупреждать, предвосхищать (ὑ. τοῖς βουλεύμασί τινος Eur.);
5) возражать (πρός τι Sext.).

Middle Liddell

ionic -έω fut. -ήσομαι aor1 -ήντησα
I. to come or go to meet, either as a friend or in arms, τινί Xen., etc.:—also c. gen., Soph.
II. metaph. to meet, reply or object to, τινί Eur.