κύτος: Difference between revisions
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
(2) |
(1ba) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b2">rounding, vault of a shield, a cuirass, a vessel etc., vessel, trunk, body</b> (trag., com., Pl. Ti. a. Lg., Arist., Plb.); .<br />Derivatives: <b class="b3">ἐγ-κυτί(ς</b>) <b class="b2">to the skin</b> (s. v.)<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [952] <b class="b2">*sk(e)u-t-</b> <b class="b2">cover etc.</b><br />Etymology: Uncertain <b class="b3">κυτίς</b> [[cupboard]], [[box]] (sch. Ar. Pax 665); for <b class="b3">κοιτίς</b>? Of old connected with <b class="b3">σκῦτος</b>, Lat. [[cutis]] [[skin]], Germ., e.g. OHG [[hūt]] [[Haut]]' etc. The word was split (e.g. by Curtius) in two: 1. [[skin]], 2. [[hollow]] (to <b class="b3">κυέω</b> etc.) [which would have a long <b class="b3">υ</b>]. For one source Walde LEW2 s. [[cunnus]] with a meaning [[cover]], [[conceal]] = <b class="b2">conceal something, vault (around)(?)</b> (accepted by Bq); rejected by WP. 2, 546. A meaning [[cover]], [[skin]] can hardly be demonstrated for <b class="b3">κύτος</b> and is also not necessary for <b class="b3">ἐγ-κυτί</b> (s. above). Connection with the group of <b class="b3">κυέω</b> however cannot without difficulty be assumed, as per Frisk; for the short vowel (against <b class="b3">κῦ-μα</b> etc.) he refers to Lat. <b class="b2">cu-mulus</b> [but does this belong here?] and W.-Hofmann s. v.; (formation like <b class="b3">ἔν-τος</b>?). - Unclear. I see no connection with <b class="b3">κυέω</b>. The variation long : short is dificult. | |etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b2">rounding, vault of a shield, a cuirass, a vessel etc., vessel, trunk, body</b> (trag., com., Pl. Ti. a. Lg., Arist., Plb.); .<br />Derivatives: <b class="b3">ἐγ-κυτί(ς</b>) <b class="b2">to the skin</b> (s. v.)<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [952] <b class="b2">*sk(e)u-t-</b> <b class="b2">cover etc.</b><br />Etymology: Uncertain <b class="b3">κυτίς</b> [[cupboard]], [[box]] (sch. Ar. Pax 665); for <b class="b3">κοιτίς</b>? Of old connected with <b class="b3">σκῦτος</b>, Lat. [[cutis]] [[skin]], Germ., e.g. OHG [[hūt]] [[Haut]]' etc. The word was split (e.g. by Curtius) in two: 1. [[skin]], 2. [[hollow]] (to <b class="b3">κυέω</b> etc.) [which would have a long <b class="b3">υ</b>]. For one source Walde LEW2 s. [[cunnus]] with a meaning [[cover]], [[conceal]] = <b class="b2">conceal something, vault (around)(?)</b> (accepted by Bq); rejected by WP. 2, 546. A meaning [[cover]], [[skin]] can hardly be demonstrated for <b class="b3">κύτος</b> and is also not necessary for <b class="b3">ἐγ-κυτί</b> (s. above). Connection with the group of <b class="b3">κυέω</b> however cannot without difficulty be assumed, as per Frisk; for the short vowel (against <b class="b3">κῦ-μα</b> etc.) he refers to Lat. <b class="b2">cu-mulus</b> [but does this belong here?] and W.-Hofmann s. v.; (formation like <b class="b3">ἔν-τος</b>?). - Unclear. I see no connection with <b class="b3">κυέω</b>. The variation long : short is dificult. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κύ˘τος, εος, [κύω]<br /><b class="num">1.</b> the [[hollow]] of a [[shield]] or breastplate, Aesch., Ar.<br /><b class="num">2.</b> any [[vessel]], a [[vase]], jar, urn, Aesch., Soph., etc.; πλεκτὸν κ. a [[basket]], Eur.<br /><b class="num">3.</b> [[anything]] that contains the [[body]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:15, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], εος, τό, (κύω)
A hollow, κύκλου, of a shield, A.Th.495; ἀσπίδος E.Fr.185; θώρηκος Ar.Pax1224; περίπλευρον κ. E.El.473 (lyr.); λέβητος Id.Cyc.399; τρίποδος Id.Supp.1202; κύλικος Pl.Com.189; λοπάδος Xenarch.1.10; hold of a ship, Plb.16.3.4. 2 vessel, jar, A.Ag.322, 816, S.El.1142, etc.; πλεκτὸν κ. basket, E.Ion37; κοιλοσώματον κ. Antiph.52.2. 3 of any hollow container, τὸ τῆς κεφαλῆς κ. Pl.Ti.45a; τὸ ὄπισθεν κ. occiput, Arist.PA56b26; τοῦ θώρακος τὸ κ., i.e. the chest, Pl.Ti.69e; ποδῶν κ. Achae.4.4 (leg. πλευρῶν) ; τὸ ἄνω κ. Arist.GA742b14 (also of plants, = αἱ ῥίζαι, 741b35, al.); τὸ λοιπὸν ἅπαν κ., of the uterus, Gal.UP14.14, cf. Sor.1.9; of the fourth stomach of the ox, Phlp.in AP0.417.14; τὸ τῆς ψυχῆς κ., i.e. the body, Pl.Ti.44a: hence, abs., body, ἀνδρείῳ κύτει S.Tr.12; trunk, διὰ παντὸς τοῦ κ. Pl.Ti.74a; τὸ ἀπ' αὐχένος μέχρι αἰδοίων κ. Arist.HA 491a29, cf. PA686b14; τὸ ὅλον κ. τοῦ σώματος D.S.1.35, cf. Archig. ap.Gal.13.262: metaph., of the πόλις, Pl.Lg.964e; τὸ σύμπαν τῆς πόλεως κ. τείχεσιν ἠσφάλισται Plb.5.59.8. 4 κ. ἀστέριον starry vault of heaven, Vett.Val.172.32.
German (Pape)
[Seite 1539] τό, übh. was Etwas in sich faßt, aufnimmt, κύω, Höhlung, Raum, Wölbung; von der Schildwölbung, περίδρομον κύτος κοιλογάστορος κύκλου Aesch. Spt. 477; Gefäß, Urne, τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει Ag. 790, vgl. 313; σμικρὸς προσήκεις ὄγκος ἐν σμικρῷ κύτει, Aschenurne, Soph. El. 1131; τρίποδος ἐν κοίλῳ κύτει Eur. Suppl. 1201; πλεκτόν Ion 37, λέβητος Cycl. 398; θώρακος Ar. Par 1224; τῆς κοιλίας, Bauchhöhle, Hices. bei Ath. III, 87 d; sp. D., γαστρός Nic. Al. 123 u. A.; πλαγκτὸν νηὸς κύτος, der Schiffsbauch, Antiphan. 6 (IX, 84), wie Archimel. 1 (App. 15); vgl. Pol. 16, 3, 4; – in Prosa; τὸ τῆς κεφαλῆς κύτος Plat. Tim. 45 a; θώρακος, Brusthöhle, 69 e; vgl. Arist. H. A. 1, 7; D. Sic. 1, 35; – Achaeus bei Ath. X, 414 d sagt auch ποδῶν κύτος χρίουσιν; – auch τὸ τῆς ψυχῆς ἅπαν κύτος, der ganze Umfang der Seele, das Ganze der Seele, Plat. Tim. 44 a; ὡς αὐτῆς τῆς πόλεως οὔσης τοῦ κύτους Legg. XII, 964 e, womit Pol. 5, 29, 8 zu vgl., wo τὸ σύμπαν τῆς πόλεως κύτος τείχεσιν ἠσφάλιστο im Ggstz von προάστειον gesagt ist. – Lycophr. braucht es für Fell, 1316.
Greek (Liddell-Scott)
κύτος: ῠ, -εος, τό, (κύω)· ― κοίλωμα, κοιλότης, κοιλογάστορος κύκλου, ἐπὶ τῆς ἀσπίδος, Αἰσχύλ. Θήβ. 495· ἀσπίδος Εὐρ. Ἀποσπ. 185· θώρακος Ἀριστοφ. Εἰρ. 1224, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 473· λέβητος ὁ αὐτ. Κύκλ. 399· τρίποδος Ἱκέτ. 1202· κύλικος Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 9· ― τὸ μέσον τῆς νεώς, τὸ κοῖλον, «ἀμπάρι» τοῦ πλοίου, Πολύβ. 16. 3, 4, κτλ. 2) πᾶν ἀγγεῖον, ὑδρία, κτλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 322, 816, Σοφ. Ἠλ. 1142, κτλ.· πλεκτὸν κ., καλάθιον, Εὐρ. Ἴων 37· κοιλοσώματον κ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 2. 3) πᾶν τὸ περιέχον ἢ καλύπτον, τὸ τῆς κεφαλῆς κ. Πλάτ. Τίμ. 45Α· τὸ ὄπισθεν κ., τὸ ἰνίον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 15· ― τοῦ θώρακος κ., δηλ. τὸ στῆθος, ὁ θώραξ, Πλάτ. Τίμ. 69Ε· οὕτω, τὸ ἄνω κ. Ἀριστ.· τὸ τῆς ψυχῆς κ., δηλ. τὸ σῶμα, Πλάτ. Τίμ. 44Α· ἐντεῦθεν καὶ ἀπολ. = τὸ σῶμα, ἀνδρείῳ κύτει Σοφ. Τρ. 12· ὁ κορμὸς τοῦ σώματος, διὰ παντὸς τοῦ κ. Πλάτ. Τίμ. 74Α, πρβλ. Νόμ. 964Ε· τὸ ἀπ’ αὐχένος μέχρι αἰδοίων κ. Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 12, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 creux, cavité;
2 objet creux (vase, coupe, urne, etc.);
3 p. ext. c. σκῦτος : ce qui recouvre ou enveloppe : τὸ τῆς ψυχῆς κύτος PLAT l’enveloppe de l’âme, le corps ; abs. le corps.
Étymologie: R. Κυ, être arrondi ou courbe ; cf. lat. cutis.
Greek Monolingual
το (Α κύτος)
1. καθετί που χωράει κάτι, κοιλότητα, κοίλωμα, βαθούλωμα («τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει», Αριστοφ.)
2. το κοίλο μέρος του πλοίου μεταξύ εσωτροπίου και καταστρώματος, το αμπάρι (α. «οι αντλίες έβγαλαν τα νερά που είχαν εισδύσει στο κύτος» β. «κατὰ μέσον τὸ κύτος ὑπὸ τὸν θρανίτην σκαλμὸν ἐδέθη», Πολ.)
3. ονομασία κοιλοτήτων του σώματος που περικλείονται από οστά (α. «το κύτος του θώρακα» β. «τὸ ὄπισθεν κύτος» — το ινίο
γ. «τὸ ἀπ' αὐχένος μέχρι αἰδοίων κύτος», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αγγείο, υδρία («σμικρὸς προσήκεις ὄγκος ἐν σμικρῷ κύτει», Σοφ.)
2. καθετί που περιέχει ή καλύπτει κάτι («τὸ τῆς κεφαλῆς κύτος», Πλάτ.)
3. το σώμα («ἀνδρείῳ κύτει βούπρῳρος», Σοφ.)
4. φρ. α) «κύτος ἀστέριον» — ο έναστρος ουρανός
β) «τὸ κύτος τῆς πόλεως» — όλη η πόλη
γ) «τὸ τῆς ψυχῆς κύτος» — το σώμα (Πλάτ.)
δ) «πλεκτὸν κύτος» — καλάθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα (s)qu-t-, παρεκτεταμένη (με οδοντικό -t-), μορφή της ΙΕ ρίζας (s)qeu- «σκεπάζω, καλύπτω», συνδέεται δε με τα λατ. cutis δέρμα, αρχ. άνω γερμ. hūt «δέρμα» και με το σκῦτος. Η ύπαρξη του παράγωγου επιρρήματος ἐγκυτί «μέχρι το δέρμα» οδηγεί στην υπόθεση ότι η αρχική σημ. της λ. κύτος θα ήταν «περικάλυμμα, δέρμα»].
Greek Monotonic
κύτος: [ῠ], -εος, τό (κύω),
1. βαθούλωμα ασπίδας ή θώρακα, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
2. κάθε αγγείο, βάζο, πλατύστομο γυάλινο δοχείο, υδρία, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· πλεκτὸν κ., καλάθι, σε Ευρ.
3. οτιδήποτε εμπεριέχει το σώμα, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύτος -ους, zonder contr. -εος, τό holte, van allerlei zaken, vat, pot, urn:; ὄξος τ ’ ἄλειφά τ ’ ἐγχέας ταὐτῷ κύτει wanneer je azijn en olie in hetzelfde vat giet Aeschl. Ag. 322; ἐν σμικρῷ κύτει in een kleine urn Soph. El. 1142; τρίποδος ἐν κοίλῳ κύτει in de holle buik van de drievoet Eur. Suppl. 1202; mand:; πλεκτὸν κύτος gevlochten mand Eur. Ion 37; uitbr. van holle delen van het lichaam:; τὸ τῆς κεφαλῆς κύτος de holte van het hoofd Plat. Tim. 45a; romp:; τὸ κύτος ἅπαν, ὅσον ἡμῶν μεταξὺ κορυφῆς τοῦ τε ὀμφαλοῦ κεῖται de hele romp, voor zover die tussen ons hoofd en navel zit Plat. Tim. 67a; uitbr. lijf:. ἀνδρείῳ κύτει met het lijf van een man Soph. Tr. 12. bedekking, omhulsel:. τὸ τῆς ψυχῆς ἅπαν κύτος heel het omhulsel van de ziel Plat. Tim. 44a.
Russian (Dvoretsky)
κύτος: εος (ῠ) τό
1) выпуклость, тж. кривизна, изгиб (κύκλου Aesch.; ἀσπίδος Eur.; τρίποδος Eur.);
2) полость (θώρακος Arph.; λέβητος Eur.); кузов (νηός Anth.);
3) сосуд, урна (σμικρὸς ὄγκος ἐν σμικρῷ κύτει Soph.): πλεκτὸν κ. Eur. плетенка, корзина;
4) вместилище, оболочка (τῆς κεφαλῆς Plat.): τὸ ὄπισθεν κ. Arst. затылок; τὸ τῆς ψυχῆς κ. Plat. = σῶμα;
5) тело: διὰ παντὸς τοῦ κύτους Plat. вдоль всего тела;
6) образ, вид: ἀνδρείῳ κύτει Soph. в человеческом образе.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: rounding, vault of a shield, a cuirass, a vessel etc., vessel, trunk, body (trag., com., Pl. Ti. a. Lg., Arist., Plb.); .
Derivatives: ἐγ-κυτί(ς) to the skin (s. v.)
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [952] *sk(e)u-t- cover etc.
Etymology: Uncertain κυτίς cupboard, box (sch. Ar. Pax 665); for κοιτίς? Of old connected with σκῦτος, Lat. cutis skin, Germ., e.g. OHG hūt Haut' etc. The word was split (e.g. by Curtius) in two: 1. skin, 2. hollow (to κυέω etc.) [which would have a long υ]. For one source Walde LEW2 s. cunnus with a meaning cover, conceal = conceal something, vault (around)(?) (accepted by Bq); rejected by WP. 2, 546. A meaning cover, skin can hardly be demonstrated for κύτος and is also not necessary for ἐγ-κυτί (s. above). Connection with the group of κυέω however cannot without difficulty be assumed, as per Frisk; for the short vowel (against κῦ-μα etc.) he refers to Lat. cu-mulus [but does this belong here?] and W.-Hofmann s. v.; (formation like ἔν-τος?). - Unclear. I see no connection with κυέω. The variation long : short is dificult.
Middle Liddell
κύ˘τος, εος, [κύω]
1. the hollow of a shield or breastplate, Aesch., Ar.
2. any vessel, a vase, jar, urn, Aesch., Soph., etc.; πλεκτὸν κ. a basket, Eur.
3. anything that contains the body, Soph.