εὐμαρής: Difference between revisions
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evmaris | |Transliteration C=evmaris | ||
|Beta Code=eu)marh/s | |Beta Code=eu)marh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[easy]], [[convenient]], most commonly of things, εὐμάρεα προλέξαις Alc.<span class="title">Supp.</span>22.7; <b class="b3">εὐ. χείρωμα</b> an [[easy]] prey, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span> 1326</span>; δυστυχούντων γ' εὐμαρὴς ἀπαλλαγή <span class="bibl">Id.<span class="title">Supp.</span>339</span>; ἔνθεσις <span class="bibl">Pherecr.108.6</span>: Comp., <span class="bibl">Ph.1.19</span>, Ascl.<span class="title">Tact.</span>7.3; <b class="b3">εὔμαρές [ἐστι</b>] c.inf., '[[tis easy]], <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>5.5</span>, <span class="bibl">Thgn.845</span>, <span class="bibl">Simon.125.5</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>3.115</span>, <span class="bibl"><span class="title">N.</span>3.21</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>492</span>; so <b class="b3">ἐν εὐμαρεῖ [ἐστι</b>] <span class="bibl">Id.<span class="title">IA</span>969</span>, <span class="bibl"><span class="title">Hel.</span>1227</span>, <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span> 382.10</span>; [Ἡράκλειαν] ἐξ εὐμαροῦς ἔλαβεν <span class="bibl">Phleg.<span class="title">Mir.</span>3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> [[easy to obtain]], [[abundant]], [[cheap]], σῖτος <span class="title">IG</span>12 (5).714.15 (Andros, iv B.C., Comp.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> rarely of persons, [[bringing ease]], χρόνος γὰρ εὐ. θεός <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>179</span> (lyr.); [[gentle]], <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.6</span>: Comp. -έστερος <b class="b2">more 'in touch</b>', <span class="bibl">Hp.<span class="title">Decent.</span>13</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adv. -[[ρῶς]], poet.-[[ρέως]], [[easily]], [[readily]], πείθομαι <span class="bibl">B.5.195</span>, cf. <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>366</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>113e</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>706b</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>53</span>, <span class="bibl">Sor.1.33</span>, etc.; τλήσεται εὐ. <span class="title">AP</span>5.245 (Paul. Sil.): Comp. -έστερον <span class="title">Trag.Adesp.</span>383, <span class="bibl">Hdn.8.7.6</span>: Sup. -έστατα <span class="bibl">Ph.2.419</span>; εὐμαρέως τοι χρῆμα θεοὶ δόσαν οὔτε τι δειλὸν οὔτ' ἀγαθόν <span class="bibl">Thgn.463</span>. (From [[μάρη]] = [[χείρ]] (cf. [[εὐχερής]]) Sch.<span class="bibl">Il.15.137</span>.) [ᾰ, for <b class="b3">καταφαγῆμεν εὐμᾰρέα</b> shd. be read in <span class="bibl">Epich.42</span>.]</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 01:57, 30 December 2020
English (LSJ)
ές, A easy, convenient, most commonly of things, εὐμάρεα προλέξαις Alc.Supp.22.7; εὐ. χείρωμα an easy prey, A.Ag. 1326; δυστυχούντων γ' εὐμαρὴς ἀπαλλαγή Id.Supp.339; ἔνθεσις Pherecr.108.6: Comp., Ph.1.19, Ascl.Tact.7.3; εὔμαρές [ἐστι] c.inf., 'tis easy, Sapph.Supp.5.5, Thgn.845, Simon.125.5, Pi.P.3.115, N.3.21, E.Alc.492; so ἐν εὐμαρεῖ [ἐστι] Id.IA969, Hel.1227, Fr. 382.10; [Ἡράκλειαν] ἐξ εὐμαροῦς ἔλαβεν Phleg.Mir.3. b easy to obtain, abundant, cheap, σῖτος IG12 (5).714.15 (Andros, iv B.C., Comp.). 2 rarely of persons, bringing ease, χρόνος γὰρ εὐ. θεός S.El.179 (lyr.); gentle, Aret.SD1.6: Comp. -έστερος more 'in touch', Hp.Decent.13. II Adv. -ρῶς, poet.-ρέως, easily, readily, πείθομαι B.5.195, cf. A.Fr.366, Pl.Criti.113e, Lg.706b, Luc.Am.53, Sor.1.33, etc.; τλήσεται εὐ. AP5.245 (Paul. Sil.): Comp. -έστερον Trag.Adesp.383, Hdn.8.7.6: Sup. -έστατα Ph.2.419; εὐμαρέως τοι χρῆμα θεοὶ δόσαν οὔτε τι δειλὸν οὔτ' ἀγαθόν Thgn.463. (From μάρη = χείρ (cf. εὐχερής) Sch.Il.15.137.) [ᾰ, for καταφαγῆμεν εὐμᾰρέα shd. be read in Epich.42.]
German (Pape)
[Seite 1079] ές (nach den Alten von μάρη, = χείρ, also = εὐχερής, Schol. Il. 15, 37), leicht, bequem, mühelos; εὐμαρές ἐστι, es ist leicht, Pind. P. 3, 115, N. 3, 20; so oft bei Folgdn, bes. Dichtern, Eur. Alc. 492, Alph. 1 (XII, 18), Simonds. 71 (XIII, 11), ἐν εὐμαρεῖ τὸ δρᾶν Eur. I. A. 969; δυστυχούντων εὐμαρὴς ἀπαλλαγή Aesch. Suppl. 334, vgl. Ag,. 1299, χρόνος εὐμαρὴς θεός Soph. Kl. 1 79, eine Gottheit, die Alles leicht ausführt, wie auch Hippocr., Themist. von Menschen, häufiger von Sachen, die leicht zu beschaffen sind. βίος D. Hal., ὅσα εὐτελέστατα καὶ τοῖς πενεστάτοις τῶν στρατιωτῶν εὐμαρῆ Hdn. 4, 7, 10, öfter bei Sp. – Das adv. auch früher in Prosa, τὴν νῆσον εὐμαρῶς διεκόσμησεν Plat. Critia. 113 e, vgl. Legg. IV, 706 b; oft bei Luc. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμᾰρής: -ές, εὔκολος, εὐχερής, πρόχειρος, ἄνευ κόπου, ὡς τὸ εὔκολος, πλὴν τοῦ ὅτι συνήθως εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ πραγμάτων, πρῶτον εν Θεόγνιδι 843 (ὅστις ἔχει καὶ τὸ Ἐπίρρ. -έως, 463)· εὐμ. χείρωμα, εὔκολος λεία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1326· δυστυχούντων γ’ εὐμαρὴς ἀπαλλαγὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 338. ― εὐμαρές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι εὔκολον… Σιμωνίδ. 154, Πινδ. Π. 3. ἐν τέλ., Ν. 3. 37, Εὐρ. Ἄλκ. 492· οὕτως, ἐν εὐμαρεῖ ἐστι ὁ αὐτ. Ι. Α. 969, πρβλ. Ἐλ. 1227, Ἀποσπ. 385. 10. 2) σπανίως ἐπὶ προσώπ., εὔκολος, ἤπιος, πρᾶος, Ἱππ. 24. 52, Σοφ. Ἠλ. 179, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ρῶς, ποιητ. -ρέως, ἠπίως. Θέογν. ἔνθ' ἀνωτ., Πλάτ. Κριτίας 113E. 3) εὐκόλως, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 332, Βακχυλ. 5. 195 (ἔκδ. Blass), Πλάτ. Νόμ. 706B, Ἡρώνδ. Ἀποσπ. 5, Λουκ. Ἔρωτες 53. (Κατὰ τὰ Ἑνετικὰ Σχόλ. ἐν Ἰλ. Ο. 37, ἐκ τοῦ ἀχρήστου μάρη = χείρ, πρβλ. εὐχερής). ᾰ, πλὴν ἐν Ἐπιχ. 23 Abr..
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 facile, aisé, commode ; εὐμαρές (ἐστι) il est facile de ; ἐν εὐμαρεῖ EUR facilement;
2 facile, complaisant ; qui rend tout facile.
Étymologie: εὖ, μάρη.
English (Slater)
εὐμᾰρής
1 easy c. inf. παύροις δὲ πράξασθ' εὐμαρές (P. 3.115) οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές (N. 3.21) συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἶμ' ἀπὸ Σπάρτας (N. 11.33)
Greek Monolingual
εὐμαρής, -ές (Α)
1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ.
β. «εὐμαρὲς χείρωμα» — εύκολη λεία, Αισχύλ.)
2. φρ. α) εὐμαρές ἐστι» ή «ἐν εὐμαρεῑ ἐστι» — είναι εύκολο
β) «ἐξ εὐμαροῡς» — με εύκολο τρόπο
3. άφθονος, φθηνός («εὐμαρὴς σῑτος», επιγρ.)
4. (σπαν. για αφηρ. έννοιες θεωρούμενες ως πρόσ.) αυτός που δίνει ανακούφιση («χρόνος γὰρ ευμαρὴς θεός», Σοφ.)
5. ευγενής
6. αυτός που παρέχει άνεση.
επίρρ...
εὐμαρῶς (ΑΜ), ποιητ. τ. εὐμαρέως (Α)
1. με ευχέρεια, εύκολα («τυχὼν εὐμαρῶς τούτου», Λουκιαν.)
2. ηπίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μάρη «χέρι».
ΠΑΡ. ευμάρεια
αρχ.
ευμαρέω, ευμαρότης].
Greek Monotonic
εὐμᾰρής: -ές (μάρη, άχρηστος τύπος αντί χείρ)·
I. εύκολος, πρόσφορος, πρόχειρος, βολικός, άνετος, σε Θέογν.· εὐμ. χείρωμα, εύκολη λεία, σε Αισχύλ.· εὐμαρές (ἐστι), με απαρ., είναι εύκολο να, σε Πίνδ., Ευρ.· ομοίως και, ἐν εὐμαρεῖ (ἐστι), στον ίδ.
II. 1. επίρρ. -ρῶς, Επικ. -ρέως, ήπια, σε Θέογν.
2. εύκολα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
εὐμᾰρής: [арх. μάρη = χείρ
1) легкий, легко достающийся (χείρωμα, ἀπαλλαγή Aesch.): εὐμαρές (sc. ἐστι) Pind., Eur., Arst. или ἐν εὐμαρεῖ (sc. ἐστι) Eur. легко, нетрудно;
2) которому все легко достается, т. е. всемогущий (χρόνος θεὸς εὐ. Soph.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: light, without pain (Alc., Pi.).
Derivatives: εὐμάρεια (-(ε)ίη, -ία) easiness (Ion.-Att.), εὐμαρότης id. (Callistr. Soph.), εὐμαρέω have easy access (B. 1, 175).
Origin: IE [Indo-European]X [probably]
Etymology: Bahuvrihi of εὖ and μάρη hand (s. v.) making an σ-stem (Schwyzer 513) but not esp. after εὐχερής (Bq), which does not belong to χείρ, s. δυσχερής; s. μάρη. - Blanc, REG 105 (1992) 548-556 rejects this, and assumes as meaning accordé en abondance from *smer- in μείρομαι accorder comme part; unclear. His comparison with the reduced grade of -τραφης does not work; beside μείρομαι and μέρος one would rather expect -μερης.
Middle Liddell
εὐ-μᾰρής, ές μάρη obsol. word for χείρ
I. easy, convenient, without trouble, Theogn.; εὐμ. χείρωμα an easy prey, Aesch.:— εὐμαρές [ἐστι], c. inf., 'tis easy, Pind., Eur.; so, ἐν εὐμαρεῖ [ἐστι] Eur.
II. adv. -ρῶς, epic -ρέως, mildly, Theogn.
2. easily, Plat.
Frisk Etymology German
εὐμαρής: {eumarḗs}
Meaning: leicht, mühelos (poet. seit Alk., Pi.; auch späte Prosa).
Derivative: Davon εὐμάρεια (-(ε)ίη, -ία) Leichtigkeit, Bequemlichkeit (ion. att.), εὐμαρότης ib. (Kallistr. Soph.), εὐμαρέω ‘leichten Zugang zu etwas haben’ (B. 1, 175).
Etymology : Bahuvrihi von εὖ und μάρη Hand (s. d.) mit Anschluß an die σ-Stämme (Schwyzer 513), aber nicht besonders nach εὐχερής (Bq), das nicht zu χείρ gehört, s. δυσχερής.
Page 1,588