στοιχέω: Difference between revisions
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
m (Text replacement - "Ueber" to "Über") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stoicheo | |Transliteration C=stoicheo | ||
|Beta Code=stoixe/w | |Beta Code=stoixe/w | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be drawn up in a line]] or [[row]], <b class="b3">οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἂν στοιχήσω</b> [[beside]] whom [[I stand]] in battle,—from the oath of Athenian citizens, ap.Stob.4.1.48, cf. <span class="bibl">Poll.8.105</span>; [[move in line]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.3.34</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eq.Mag.</span>5.7</span>; to [[be in rows]], of leaves or joints, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.18.5</span>, <span class="bibl">3.5.3</span>; <b class="b3">κατὰ τὸ στοιχοῦν</b> [[in sequence]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Int.</span>19b24</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[correspond]], ὅπως ἀεὶ ἡ ἡμέρα στοιχῇ καθ' ἑκάστην πόλιν <span class="title">OGI</span>458.52 (i B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> to [[be satisfactory]] to one, στοιχεῖ μοι πάντα τὰ προγεγραμμένα <span class="bibl"><span class="title">BGU</span> 317.14</span> (vi A.D.), cf. <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>6258</span> (v/vi A.D.), etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> c. dat., [[fit]], [καταστρωτῆρα] στοιχοῦντα τοῖς κειμένοις <span class="title">IG</span>7.3073.153 (Lebad., ii B.C.): metaph., <b class="b2">to be in line with, walk by, agree with, submit to</b>, τῇ τῆς συγκλήτου προθέσει <span class="bibl">Plb.28.5.6</span>; διὰ τῶν ἔργων στοιχεῖν αὐτοσαυτῷ <span class="title">SIG</span>734.6 (Delph., i B.C.); τῇ πρός τινα εὐνοίᾳ <span class="title">BCH</span>55.44 (Odessus, i B.C.); ταῖς πλείοσι γνώμαις <span class="bibl">D.H.6.65</span>; τῷ νομίσματι <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.178</span>; <b class="b3">τοῖς προειρημένοις φιλοσόφοις</b> ib. <span class="bibl">11.59</span>; Πνεύματι <span class="bibl"><span class="title">Ep.Gal.</span>5.25</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Ep.Phil.</span>3.16</span>; τοῖς ἴχνεσι τῆς πίστεως <span class="bibl"><span class="title">Ep.Rom.</span>4.12</span>; [[στοίχεις]] (Aeol. pres. part.) τοῖς προϋπαργμένοισι <span class="title">IGRom.</span> 4.1302 (Cyme, i B.C./i A.D.); ἠθέλησεν στοιχοῦσαν τοῖς προπεπραγμένοις παρέχεσθαι τοῖς πολίταις τὴν αὑτοῦ διάληψιν <span class="title">OGI</span>764.45 (Pergam., ii B.C.); <b class="b3">μιᾷ σ</b>. to [[be contented]] with one wife, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span> 773</span>; στοιχῶν πᾶσιν ὑπέγραψα <span class="bibl"><span class="title">CPR</span>30 ii 41</span> (vi A.D.): abs., στοιχεῖν βουλόμενος καὶ τοῖς ἐκείνων ἴχνεσιν ἐπιβαίνειν <span class="title">SIG</span>708.5 (Istropolis, ii B.C.); <b class="b3">στοιχεῖς τὸν νόμον φυλάσσων</b> observest it [[regularly]], Act.Ap. 21.24.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:50, 31 December 2020
English (LSJ)
A to be drawn up in a line or row, οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἂν στοιχήσω beside whom I stand in battle,—from the oath of Athenian citizens, ap.Stob.4.1.48, cf. Poll.8.105; move in line, X.Cyr.6.3.34, Eq.Mag.5.7; to be in rows, of leaves or joints, Thphr.HP3.18.5, 3.5.3; κατὰ τὸ στοιχοῦν in sequence, Arist.Int.19b24. 2 correspond, ὅπως ἀεὶ ἡ ἡμέρα στοιχῇ καθ' ἑκάστην πόλιν OGI458.52 (i B.C.). 3 to be satisfactory to one, στοιχεῖ μοι πάντα τὰ προγεγραμμένα BGU 317.14 (vi A.D.), cf. Sammelb.6258 (v/vi A.D.), etc. II c. dat., fit, [καταστρωτῆρα] στοιχοῦντα τοῖς κειμένοις IG7.3073.153 (Lebad., ii B.C.): metaph., to be in line with, walk by, agree with, submit to, τῇ τῆς συγκλήτου προθέσει Plb.28.5.6; διὰ τῶν ἔργων στοιχεῖν αὐτοσαυτῷ SIG734.6 (Delph., i B.C.); τῇ πρός τινα εὐνοίᾳ BCH55.44 (Odessus, i B.C.); ταῖς πλείοσι γνώμαις D.H.6.65; τῷ νομίσματι S.E.M.1.178; τοῖς προειρημένοις φιλοσόφοις ib. 11.59; Πνεύματι Ep.Gal.5.25, cf. Ep.Phil.3.16; τοῖς ἴχνεσι τῆς πίστεως Ep.Rom.4.12; στοίχεις (Aeol. pres. part.) τοῖς προϋπαργμένοισι IGRom. 4.1302 (Cyme, i B.C./i A.D.); ἠθέλησεν στοιχοῦσαν τοῖς προπεπραγμένοις παρέχεσθαι τοῖς πολίταις τὴν αὑτοῦ διάληψιν OGI764.45 (Pergam., ii B.C.); μιᾷ σ. to be contented with one wife, Sch.Ar.Pl. 773; στοιχῶν πᾶσιν ὑπέγραψα CPR30 ii 41 (vi A.D.): abs., στοιχεῖν βουλόμενος καὶ τοῖς ἐκείνων ἴχνεσιν ἐπιβαίνειν SIG708.5 (Istropolis, ii B.C.); στοιχεῖς τὸν νόμον φυλάσσων observest it regularly, Act.Ap. 21.24.
German (Pape)
[Seite 946] in einer Reihe neben oder hinter einander stehen, ἐφεξῆς εἶναι κατὰ βάθος, Poll. 1, 127; ἡ ἑκατοστὺς στοιχοῦσα ἑπέσθω, in einer langen Reihe, Xen. Cyr. 6, 3, 34. Dah. = folgen, στοιχεῖν τῇ προθέσει τινός, Pol. 28, 5, 6; N. T.; die athenischen Epheben schworen nach Poll. 8, 105 u. Stob. Floril. 43, 48 οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἂν στοιχήσω, neben dem ich in Reihe und Glied stehen werde – Bes. von Tanzenden, beim Reigen neben einander, in einem Gliede stehen, Jac. Philostr. 647. – Übertr., beitreten, beistimmen, τινί, στοιχεῖν μιᾷ γυναικί, mit einer Frau zufrieden sein, Schol. Ar. Plut. 773.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχέω: μέλλ. -ήσω, (στοῖχος) πορεύομαι κατὰ στοῖχον ἢ γραμμήν, ἐπὶ κυμάτων, Ἀλακῖ. 11 Ahr.· μὴ ἐγκαταλιπεῖν τὸν παραστάτην, ᾦ στοιχοίη, παρ’ ᾧ ἔπρεπε νὰ βαδίζῃ ἢ ἵσταται μαχόμενος, - εἰλημμένον ἐκ τοῦ ὅρκου τοῦ Ἀθηναίου πολίτου, παρὰ Στοβ. 243. 21, Πολυδ. Η΄ , 105· - ἐντεῦθεν, βαίνω ἐν τάξει μάχης, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34, Ἱππαρχ. 5. 7· - ὀρχοῦμαι κατὰ στοίχους ἢ σειράς, Ἰακώψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. 647· εἶμαι διηυθετημένος κατὰ σειράς, ἐπὶ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 5, πρβλ. 3. 5, 3· κατὰ τὸ στοιχοῦν, ἐν συνεπείᾳ, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10, 3. ΙΙ. μετὰ δοτ., ἀποτελῶ στοιχεῖον ἢ γραμμήν, βαδίζω παρά τινι, ὑποτάσσομαι εἴς τινα, τῇ προθέσει τῆς συγκλήτου Πολύβ. 28. 5, 6· ταῖς πλείεσι γνώμαις Διον. Ἁλ. 6. 65· τῷ νομίσματι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· τοῖς προειρημένοις φιλοσόφοις αὐτόθι 11. 59· τῷ κανόνι τούτῳ Ἐπιστ. πρ. Γαλ. ε΄ , 25, πρβλ. πρὸς Φιλιππ. γ΄, 16· τοῖς ἴχνεσι Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. δ΄, 12· μιᾷ στ., ἀρκοῦμαι εἰς μίαν σύζυγον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 773. ΙΙΙ. στοιχεῖς φυλάσσων τὸν νόμον, φυλλάττεις αὐτὸν κανονικῶς, τακτικῶς, Πράξ. Ἀποσπ. κα΄, 24.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être aligné ou marcher en rang;
2 se conformer à, τινι.
Étymologie: στοῖχος.
English (Strong)
from a derivative of steicho (to range in regular line); to march in (military) rank (keep step), i.e. (figuratively) to conform to virtue and piety: walk (orderly).
English (Thayer)
στοίχω; future στοιχήσω; (στοῖχος a row, series);
a. to proceed in a row, go in order: Xenophon, Cyril 6,3,34; metaphorically, to go on prosperously, to turn out well: of things, כָּשֵׁר.
b. to walk: with a locative dative (Winer s Grammar, § 31,1a. cf. p. 219 (205); yet cf. Buttmann, § 133,22b.). τοῖς ἴχνεσι τίνος, in the steps of one, i. e. follow his example, to direct one's life, to live, with a dative of the rule (Buttmann, as above), εἰ πνεύματι ... στοιχῶμεν, if the Holy Spirit animates us (see ζάω, I:3 under the end), let us exhibit that control of the Spirit in our life, τῷ κανόνι, according to the rule, τῷ αὐτῷ (where adds κανόνι, Winer s Grammar, § 43,5d.; cf. Buttmann, § 140,18 at the end), (τῷ παραδειγματι τίνος, Clement, hom. 10,15); with a participle denoting the manner of acting, στοιχεῖς τόν νόμον φυλάσσων, so walkest as to keep the law (A. V. walkest orderly, keeping etc.), Romans , vol. iii., p. 142. Compare:
Greek Monotonic
στοιχέω: μέλ. -ήσω (στοῖχος)·
I. βαδίζω σε γραμμή, σε σειρά ή παράταξη· βαδίζω σε παράταξη μάχης, σε Ξεν.
II. με δοτ., βρίσκομαι στη γραμμή με, συμπορεύομαι, υποτάσσομαι σε αρχή ή κανόνα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
στοιχέω:
1) воен. выстраиваться или быть выстроенным в походном порядке: ἡ ἑκατοστὺς στοιχοῦσα Xen. выстроенная сотня;
2) следовать: κατὰ τὸ στοιχοῦν Arst. последовательно, по порядку; σ. τινι Polyb., Sext., NT следовать кому(чему)-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στοιχέω [στοῖχος] in een rij lopen, een rij vormen. volgen, m. n. overdr. leven volgens, met dat.; abs.. ( ὅτι ) στοιχεῖς καὶ αὐτὸς φυλάσσων τὸν νόμον dat je ook zelf volgzaam leeft waarbij je de wet in acht neemt (dat je ook zelf in het leven de wet in acht neemt) NT Act. Ap. 21.24.
Middle Liddell
στοῖχος
I. to go in a line or row: to go in battle-order, Xen.
II. c. dat. to be in line with, walk by rule or principle, c. dat., NTest.
Chinese
原文音譯:stoicšw 士胎黑哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:行列 相當於: (טָבַב / טִבָּה / טֹוב / טֹובָה)
字義溯源:列隊行進,保持步伐,照(生命的)規範行事,行事,去行,行走,循規蹈矩;源自(στεῖρα)X*=排列)
出現次數:總共(5);徒(1);羅(1);加(2);腓(1)
譯字彙編:
1) 行走(1) 腓3:16;
2) 去行的(1) 加6:16;
3) 行事(1) 加5:25;
4) 去行(1) 羅4:12;
5) 循規蹈矩(1) 徒21:24