στόμωμα: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ῶ</i>, -<i>ώνω]]" to "ῶ]], -ώνω") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΑ [[στομῶ | |mltxt=το, ΝΑ [[στομῶ]], -ώνω<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άμβλυνση]], [[απώλεια]] της οξύτητας κοφτερού ή αιχμηρού οργάνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στόμιο]], [[άνοιγμα]]<br /><b>2.</b> η [[σκλήρυνση]] σιδήρου, η [[χαλύβδωση]], το ατσάλωμα<br /><b>3.</b> [[μέταλλο]] που έχει στομωθεί, που έχει καταστεί σκληρό με τη [[διαδικασία]] της στόμωσης, [[χάλυβας]]<br /><b>4.</b> σκληρή [[αιχμή]] ή [[κόψη]] που έχει συγκολληθεί σε σιδερένιο όπλο ή [[εργαλείο]]<br /><b>5.</b> χαλύβδινο [[έλασμα]] που χρησιμοποιείται σε [[επιδιόρθωση]] θύρας<br /><b>6.</b> [[κομμάτι]] από σίδηρο που εκτινάσσεται [[κατά]] τη σφυρηλάτησή του<br /><b>7.</b> οι πρώτες γραμμές σε στρατιωτική [[παράταξη]] («τῆς Ἰταλίας τὴν ἐν Ῥώμῃ δύναμιν [[ὥσπερ]] [[στόμωμα]] προτεταγμένην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>8.</b> η [[γενναιότητα]] στη [[μάχη]]<br /><b>9.</b> <b>ως επίθ.</b> (για οίνο) [[εκλεκτός]] («[[στόμωμα]] οἶνου», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 06:50, 16 July 2021
English (LSJ)
ατος, τό, (A στομόω ΙΙ) = στόμα ΙΙ, mouth, Πόντου A.Pers.878 (lyr.). II (στομόω III) hardened iron, steel, Χαλυβδικὸν σ. Cratin. 247, Daimach.4J., cf. LXX Si.34(31).26; τὰ -ώματα ποιοῦσιν οὕτως Arist.Mete.383a33, cf. Plu.2.510f, 625b, 693a; ὄξει διαπύρου σιδήρου σ. κατασβέσας Id.Lyc.9; hard edge or point welded into a blade or shaft, or steel for this purpose, PCair.Zen.782 (a).6,64, al. (iii B.C.), PPetr.2pp.6,7 (iii B.C.), Arr.Tact.12.2, Ael.Tact.13.2, BGU1028.14 (ii A.D.), PSI10.1125.4 (iv A.D.); steel plates for repair of gates, ταῖς πύλαις . . στομώματα K. Kourouniotes Ἐλευσινιακά 1.190.25, cf. 29 (Eleusis). 2 λεπὶς στομώματος a scale which flies from hammered iron, Dsc.5.78, Gal.12.416; στόμωμα alone, Dsc.4.48 (dub. l.), Cels. 6.6.5, Plin.HN34.108. 3 metaph. of an army (cf. στόμα 111.1b), τῆς Ἰταλίας τὴν ἐν Ῥώμῃ δύναμιν ὥσπερ σ. προτεταγμένην Plu.2.326b; οἱονεὶ σ. τῆς δυνάμεως D.S.19.30: hence σ. εἰς μάχην ἡ ἀρχή Plu.Flam. 2, cf.3: also σ. τοῦ οἴνου Id.2.692d; τῆς ἀνδρείας ib.988d.
German (Pape)
[Seite 948] τό, wie στόμα, 1) die Mündung, πόντου, Aesch. Pers. 855. – 2) das Zugespitzte, Geschärfte, Gehärtete, σιδήρου, die Härte des gestählten Eisens, das Stählen des Eisens, Daimach. bei St. B. v. Λακεδαίμων; neben βαφή, Plut. Lyc. 9 Gryll. 4 g. E. – Auch der Hammerschlag, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στόμωμα: τό, (στομόω) ὡς τὸ στόμα ΙΙ, Πόντου Αἰσχύλ. Πέρσ. 878. ΙΙ. (στομόω ΙΙΙ) σίδηρος ἐσκληρυμμένος ὥστε νὰ δύνηται νὰ ἀκονηθῇ καὶ ὀξυνθῇ, χαλυβδικόν στ., σίδηρος σκληρυνθείς εἰς χάλυβα, Κρατῖν. ἐν «Χείρ.» 14, πρβλ. Πλούτ. 2. 326Β· σιδήρου τὸ στόμωμα, ἡ σκλήρυνσις τοῦ σιδήρου εἰς χάλυβα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 9, Πλούτ. 2. 625Β, πρβλ. 510F, 625C, 693Α· ὄξει διαπύρου σιδήρου στ. κατασβέσαι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. 9. 2) λεπὶς στομώματος, λεπὶς ἐκτινασσομένη ἀπὸ τοῦ σφυρηλατουμένου σιδήρου Λατ. squama ferri, Διοσκ. 5. 90· στόμωμα μόνον, Πλιν. Ν. Η. 34. 25, Ὀρειβάσ., κλπ. 3) μεταφορ., ἐπὶ στρατοῦ (πρβλ. acies), στ. δυνάμεως Διόδ. 19. 30· - ἐντεῦθεν, στ. εἰς μάχην ἡ ἀρχή Πλουτ. Φλαμ. 2· - ὡσαύτως, στ. τοῦ οἴνου ὁ αὐτ. 2. 692D· τῆς ἀνδρείας 988D.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. embouchure;
II. partie aiguë, tranchante ou contondante d’un instrument, d’où
1 tranchant ; fig. front d’une armée;
2 trempe d’une arme, fig. bonne trempe, force, vigueur.
Étymologie: στομόω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ στομῶ, -ώνω
νεοελλ.
άμβλυνση, απώλεια της οξύτητας κοφτερού ή αιχμηρού οργάνου
αρχ.
1. στόμιο, άνοιγμα
2. η σκλήρυνση σιδήρου, η χαλύβδωση, το ατσάλωμα
3. μέταλλο που έχει στομωθεί, που έχει καταστεί σκληρό με τη διαδικασία της στόμωσης, χάλυβας
4. σκληρή αιχμή ή κόψη που έχει συγκολληθεί σε σιδερένιο όπλο ή εργαλείο
5. χαλύβδινο έλασμα που χρησιμοποιείται σε επιδιόρθωση θύρας
6. κομμάτι από σίδηρο που εκτινάσσεται κατά τη σφυρηλάτησή του
7. οι πρώτες γραμμές σε στρατιωτική παράταξη («τῆς Ἰταλίας τὴν ἐν Ῥώμῃ δύναμιν ὥσπερ στόμωμα προτεταγμένην», Πλούτ.)
8. η γενναιότητα στη μάχη
9. ως επίθ. (για οίνο) εκλεκτός («στόμωμα οἶνου», Πλούτ.).
Greek Monotonic
στόμωμα: -ατος, τό (στομόω), στόμιο, είσοδος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
στόμωμα: τό
1) устье, вход (Πόντου Aesch.);
2) закалка (σιδήρου Arst.);
3) закаленное железо, сталь (ἐκ τοῦ σιδήρου τὸ σ. ποιεῖν Plut.);
4) подкрепление (εἰς μάχην Plut.);
5) главная сила, ударная часть (πάσης τῆς δυνάμεως Polyb.);
6) крепость (τοῦ οἴνου Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στόμωμα -ατος, τό [στομόω] monding. σ. Πόντου monding van de Hellespont Aeschl. Pers. 878 ( lyr. ). hardheid (van ijzer); overdr. sterkte, kracht (van een leger).