πάγκοινος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 , :")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πάγκοινος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[общий для всех]], [[доступный всем]] ([[χώρα]] Pind.; Ἐλευσινίας Δηοῦς κόλποι Soph.);<br /><b class="num">2)</b> присущий всем, всеобщий: ἓν [[ἀπέχθημα]] πάγκοινον βροτοῖς Eur. предмет ненависти всех людей;<br /><b class="num">3)</b> [[предназначенный для всех]], [[всем предстоящий]] (θεοῦ [[μάστιξ]] π. Aesch.; Ἃιδᾱ π. [[λίμνη]] Soph.);<br /><b class="num">4)</b> [[весь]], [[целый]]: π. [[στάσις]] Aesch. вся толпа.
|elrutext='''πάγκοινος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[общий для всех]], [[доступный всем]] ([[χώρα]] Pind.; Ἐλευσινίας Δηοῦς κόλποι Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[присущий всем]], [[всеобщий]]: ἓν [[ἀπέχθημα]] πάγκοινον βροτοῖς Eur. предмет ненависти всех людей;<br /><b class="num">3)</b> [[предназначенный для всех]], [[всем предстоящий]] (θεοῦ [[μάστιξ]] π. Aesch.; Ἃιδᾱ π. [[λίμνη]] Soph.);<br /><b class="num">4)</b> [[весь]], [[целый]]: π. [[στάσις]] Aesch. вся толпа.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 08:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγκοινος Medium diacritics: πάγκοινος Low diacritics: πάγκοινος Capitals: ΠΑΓΚΟΙΝΟΣ
Transliteration A: pánkoinos Transliteration B: pankoinos Transliteration C: pagkoinos Beta Code: pa/gkoinos

English (LSJ)

ον, A common to all, νοσήματα Hp.Aër.2, Gal.17(1).2; π. σοφισταί Poll.4.43: mostly poet., π. χώρα, of Olympia, Pi.O.6.63; παγκοίνοις… Δηοῦς ἐν κόλποις, of Eleusis, S.Ant.1120 (lyr.); πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, i.e. by death, A.Th.608; ἐξ Ἅιδου παγκοίνου λίμνας S.El. 138 (lyr.); ἓν ἀπέχθημα π. βροτοῖς one object of hate common to all mankind, E. Tr.425; π. τέρας Pi.Pae.9.10; στάσις π. all the band together, A.Ch.458 (lyr.). Adv. -νως Man.4.506.

German (Pape)

[Seite 435] Allen gemeinsam, allgemein; χώρα, Pind. Ol. 6, 63; πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ 'δάμη, Aesch. Spt. 590; στάσις, Ch. 451; ἐξ Ἀΐδα παγκοίνου λίμνας, Soph. El. 136; παγκοίνοις Δηοῦς ἐν κόλποις, Ant. 1106; ἀπέχθημα πάγκοινον βροτοῖς, Eur. Troad. 825. – Adv. παγκοίνως, Maneth. 4, 506.

Greek (Liddell-Scott)

πάγκοινος: -ον, κοινὸς εἰς πάντας, κοινότατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον παρὰ ποιηταῖς, π. χώρα, ἡ Ὀλυμπία, Πινδ. Ο. 6. 107· παγκοίνοις .. Δηοῦς ἐν κόλποις, ἐπὶ τῆς Ἐλευσῖνος, Σοφ. Ἀντιγ. 1119· πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, δηλ. τῷ θανάτῳ Αἰσχύλ. Θήβ. 608· ἐξ Ἄιδου παγκοίνου λίμνας Σοφ. Ἠλ. 138· ἓν ἀπέχθημα π. βροτοῖς, ἀπέχθημα κοινὸν εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους, Εὐρ. Τρῳ. 425· π. στάσις Αἰσχύλ. Χο. 459· Ἐπίρρ., -νως, Μανέθων 4. 506.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
commun à tous.
Étymologie: πᾶς, κοινός.

English (Slater)

πάγκοινος, -ον
   1 open to allδεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμενOlympia (O. 6.63) ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας i. e. that all have seen, viz. the eclipse of the sun at Thebes Πα. . 1. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός i. e. that all may hear fr. 188.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ πάγκοινος, -ον)
1. αυτός στον οποίο συντρέχουν όλοι ή αυτός που ανήκει σε όλους, ο κοινός σε όλους (α. «πάγκοινη πανήγυρη» β. «πάγκοινος χώρα», Πίνδ.)
2. ο γνωστός, ο φανερός σε όλους, κοινότατος, πασίγνωστος
νεοελλ.
μτφ. κοινότατος, συνηθισμένος, τετριμμένος
αρχ.
αυτός στον οποίο μετέχουν όλοι («ἄν μὴ ἀνάγκη καταλάβῃ παγκοίνου στρατείας», Αισχύλ.).
επίρρ...
παγκοίνως και πάγκοινα (Α παγκοίνως)
κοινότατα, σε όλους («έγινε παγκοίνως γνωστό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κοινός.

Greek Monotonic

πάγκοινος: -ον, κοινός σε όλους, σε Σοφ.· Θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, δηλ. με θάνατο, σε Αισχύλ.· ἕν ἀπέχθημα πάγκοινον βροτοῖς, βδέλυγμα μισητό από όλη την ανθρωπότητα, σε Ευρ.· πάγκοινος στάσις, όλη η ομάδα μαζί, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πάγκοινος:
1) общий для всех, доступный всем (χώρα Pind.; Ἐλευσινίας Δηοῦς κόλποι Soph.);
2) присущий всем, всеобщий: ἓν ἀπέχθημα πάγκοινον βροτοῖς Eur. предмет ненависти всех людей;
3) предназначенный для всех, всем предстоящий (θεοῦ μάστιξ π. Aesch.; Ἃιδᾱ π. λίμνη Soph.);
4) весь, целый: π. στάσις Aesch. вся толпа.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάγκοινος -ον [πᾶς, κοινός] gemeenschappelijk, gezamenlijk:. ποῖον τοῦτο πάγκοινον λέγεις; wat is dit voor algemene uitspraak die je doet? Soph. Ant. 1049; νοσήματα πάγκοινα epidemische ziekten Hp. Aër. 2.

Middle Liddell

πάγ-κοινος, ον,
common to all, Soph.; θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, i. e. by death, Aesch.; ἓν ἀπέχθημα π. βροτοῖς one object of hate common to all mankind, Eur.; π. στάσις all the band together, Aesch.

English (Woodhouse)

common, shared by all, shared by others

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)