τεχνίτης: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ")
m (pape replacement)
Line 42: Line 42:
{{trml
{{trml
|trtx=Albanian: mjeshtër; Arabic: صَانِع‎, حِرَفِيّ‎, حِرْفِيّ‎; Armenian: արհեստավոր; Belarusian: рамеснік, рамесьнік; Bulgarian: занаятчия; Catalan: artesà; Chinese Mandarin: 工匠, 男工匠, 匠; Min Nan: 廚工, 厨工; Czech: řemeslník; Danish: håndværker; Dutch: [[vakman]]; Estonian: käsitööline; Finnish: käsityöläinen; French: [[artisan]]; Georgian: ოსტატი; German: [[Handwerker]]; Greek: [[τεχνίτης]]; Ancient Greek: [[τεχνίτης]]; Hindi: कारीगर; Hungarian: kisiparos, mesterember, műves; Icelandic: handverksmaður; Indonesian: tukang; Irish: fear ceirde; Italian: [[artefice]]; Japanese: 工匠, 職人; Javanese: tukang; Khmer: សិប្បករ; Korean: 공장(工匠), 장인(匠人); Kurdish Central Kurdish: وەستا‎; Latin: [[artifex]], [[opifex]]; Latvian: amatnieks; Lithuanian: amatininkas; Macedonian: занаетчија; Malay: tukang, pandai; Manchu: ᡶᠠᡴᠰᡳ; Manx: keirdagh; Nanai: пакси; Norwegian Bokmål: håndverker; Old English: cræftiga; Polish: rzemieślnik; Portuguese: [[artesão]]; Romanian: meșteșugar, artizan; Russian: [[ремесленник]]; Sanskrit: ऋभु; Serbo-Croatian Cyrillic: зана̀тлија, о̀бртнӣк; Roman: zanàtlija, òbrtnīk; Slovak: remeselnik; Slovene: obrtnik, rokodelec; Spanish: [[artesano]]; Swedish: hantverkare; Tetum: badain; Thai: ช่างฝีมือ; Ukrainian: ремісник; Venetian: artexan; Vietnamese: nghệ nhân; Welsh: crefftwr; Yiddish: בעל־מלאָכה‎
|trtx=Albanian: mjeshtër; Arabic: صَانِع‎, حِرَفِيّ‎, حِرْفِيّ‎; Armenian: արհեստավոր; Belarusian: рамеснік, рамесьнік; Bulgarian: занаятчия; Catalan: artesà; Chinese Mandarin: 工匠, 男工匠, 匠; Min Nan: 廚工, 厨工; Czech: řemeslník; Danish: håndværker; Dutch: [[vakman]]; Estonian: käsitööline; Finnish: käsityöläinen; French: [[artisan]]; Georgian: ოსტატი; German: [[Handwerker]]; Greek: [[τεχνίτης]]; Ancient Greek: [[τεχνίτης]]; Hindi: कारीगर; Hungarian: kisiparos, mesterember, műves; Icelandic: handverksmaður; Indonesian: tukang; Irish: fear ceirde; Italian: [[artefice]]; Japanese: 工匠, 職人; Javanese: tukang; Khmer: សិប្បករ; Korean: 공장(工匠), 장인(匠人); Kurdish Central Kurdish: وەستا‎; Latin: [[artifex]], [[opifex]]; Latvian: amatnieks; Lithuanian: amatininkas; Macedonian: занаетчија; Malay: tukang, pandai; Manchu: ᡶᠠᡴᠰᡳ; Manx: keirdagh; Nanai: пакси; Norwegian Bokmål: håndverker; Old English: cræftiga; Polish: rzemieślnik; Portuguese: [[artesão]]; Romanian: meșteșugar, artizan; Russian: [[ремесленник]]; Sanskrit: ऋभु; Serbo-Croatian Cyrillic: зана̀тлија, о̀бртнӣк; Roman: zanàtlija, òbrtnīk; Slovak: remeselnik; Slovene: obrtnik, rokodelec; Spanish: [[artesano]]; Swedish: hantverkare; Tetum: badain; Thai: ช่างฝีมือ; Ukrainian: ремісник; Venetian: artexan; Vietnamese: nghệ nhân; Welsh: crefftwr; Yiddish: בעל־מלאָכה‎
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], ὁ, <i>der [[Künstler]], [[Verfertiger]]</i>, überhaupt <i>Jeder, der eine [[Sache]] aus dem Grunde versteht, sie [[wissenschaftlich]] od. [[kunstgemäß]] [[behandelt]]</i>; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[ἄτεχνος]], Plat. <i>Soph</i>. 219a; ἀθλητῶν καὶ τῶν ἄλλων τεχνιτῶν, <i>Alc. II</i>, 145e; [[ἄνθρωπος]] [[τεχνίτης]] λόγων, Aesch. 1.170; οἱ περὶ τοὺς θεούς, <i>[[Wahrsager]]</i> und dgl., Xen. <i>Cyr</i>. 8.3.11; τεχνῖταί εἰσιν οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, Xen. <i>Mem</i>. 2.7.5, und [[öfter]], und Folgde; – τεχνῖται Διονυαιακοί oder περὶ τὸν Διόνυσον, <i>theatralische [[Künstler]]</i>, Pol. 15.21.8, vgl. 6.47.8 und Plut. <i>qu.Rom</i>. 107.
}}
}}

Revision as of 16:42, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνῑ́της Medium diacritics: τεχνίτης Low diacritics: τεχνίτης Capitals: ΤΕΧΝΙΤΗΣ
Transliteration A: technítēs Transliteration B: technitēs Transliteration C: technitis Beta Code: texni/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A artificer, craftsman, opp. γεωργός, X.Oec.6.6, Arist.Pol.1262b26, al.; opp. ῥήτωρ, Emp. ap. Thphr.Sens.11; of a potter, PCair.Zen.500.2,3 (iii B.C.); τεχνῖται οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, opp. οἱ ἐλευθερίως πεπαιδευμένοι, X.Mem.2.7.4,5, cf. Act.Ap.19.24: metaph., πόλις ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ θεός Ep.Hebr.11.10, cf. LXX Wi.13.1. II one who does or handles a thing by the rules of art, skilled workman, opp. ἄτεχνος, Pl.Sph.219a, cf. Hp.VM4, Arist.Rh.1397b23, Gal.6.155, 18(2).245; opp. ἰδιώτης, Id.6.204; opp. ὁ ἔμπειρος, Arist.Metaph.981b31; c. gen. rei, τεχνίτης τῶν πολεμικῶν = skilled in war, professional soldier... X.Lac.13.5; also οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τεχνίται = persons versed in religious practices, Id.Cyr.8.3.11; ἄνθρωπος τεχνίτης λόγων, as a sneer, Aeschin.1.170; οἱ Διονυσιακοὶ τεχνῖται or οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῖται = theatrical artists, musicians as well as actors, D. 19.192 (where τεχνίτης alone), Arist.Rh.1405a24, Pr.956b11, SIG399.12 (Amphict. Delph., iii B.C.), CIG2619, al. (Cyprus), OGI50 (Egypt, iii B.C.), Plb.16.21.8, Posidon.36 J., etc.; so perhaps in οἷος τεχνίτης παραπόλλυμαι = as what kind of artist do I perish, what an artist dies in me, Lat. qualis artifex pereo (Nero's last words), D.C.63.29. III trickster, intriguer, Luc.DMort.13.5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. artisan;
II. artiste, particul.
1 habile artiste ; p. ext. qui s'entend à, habile en : τῶν πολεμικῶν XÉN qui s'entend aux choses de la guerre ; οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τεχνῖται XÉN les personnes versées dans les pratiques religieuses;
2 comédien ; en mauv. part fourbe, charlatan.
Étymologie: τέχνη.

Russian (Dvoretsky)

τεχνίτης: ου (ῑ) ὁ
1) ремесленник (οἱ γεωργοὶ καὶ τεχνῖται Arst.);
2) мастер, знаток Plat., Arst.: τ. τινός и περί τι Xen. знаток чего-л.; τεχνῖται Διονυσιακοί Arst. или περὶ τὸν Διόνυσον Polyb., Plut. театральные мастера, актеры;
3) ловкач, хитрец Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνίτης: [ῑ], -ου, ὡς καὶ νῦν, ὁ μετερχόμενος τέχνην τινά, χειρῶναξ, ἐπιτηδευματίας, «μάστορης», γεωργὸς Ξεν. Οἰκ. 6. 6, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 4, 9, κ. ἀλλ.· τεχνῖται οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, ᾧ ἀντίκειται ὁ ἐλευθερίως πεπαιδευμένος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 4 καὶ 5. ΙΙ. ὁ ἐκτελῶν ἢ χειριζόμενός τι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, δεξιὸς ἐργάτης, ἀντίθετον τῷ ἄτεχνος, Πλάτ. Σοφ. 219Α, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 23, 3, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· τῷ ὁ ἔμπειρος, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 10· ― μετὰ γεν. πράγμ., τ. τῶν πολεμικῶν, πεπειραμένος εἰς..., Ξεν. Λακ. 13, 5· ὡσαύτως, οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τ., ἄνθρωποι ἀσχολούμενοι περὶ τὰς θρησκευτικὰς τελετὰς καὶ συνηθείας, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 3, 11· τ. λόγων, ὡς σκῶμμα, Αἰσχίν. 24. 19· ― οἱ Διονυσιακοὶ τεχνῖται ἢ οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τ., θεατρικοὶ τεχνῖται, μουσικοί τε καὶ ὑποκριταί, Δημ., 401. 14, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10, Προβλ. 30. 10, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 212D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2619, -20, κ. ἀλλ., Πολύβ. 16. 21, 8. ΙΙΙ. δολοπλόκος, ῥᾳδιουργός, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 13. 5.

English (Strong)

from τέχνη; an artisan; figuratively, a founder (Creator): builder, craftsman.

English (Thayer)

τεχνίτου, ὁ (τέχνη), from Sophocles (?), Plato), Xenophon down, the Sept. several times for חָרָשׁ, an artificer, craftsman: Trench, Synonyms, § cv.; Piper, Monumentale Theol. § 26)).

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και θηλ. τεχνίτρα και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, -ίτιδος, Α
1. αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια τέχνη, ιδίως χειρωνακτική, μάστορης
2. αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα της τέχνης για την εκτέλεση ενός έργου (α. «ο άντρας της είναι τεχνίτης στα ηλεκτρολογικά» β. «πότερον ὡς τεχνίτην αὐτὸν ἤ τινα ἄτεχνον... θήσομεν;», Πλάτ.)
3. έμπειρος σε κάτι (α. «είναι τεχνίτης στη διπλωματία» β. «Λακεδαιμονίους δὲ μόνους τῷ ὄντι τεχνίτας τῶν πολεμικῶν», Ξεν.)
4. πανούργος, ραδιούργος (α. «είναι τεχνήτρα στα ψέματα» β. «γόης, ὦ Διόγενες ἄνθρωπος καὶ τεχνίτης», Λουκιαν.)
5. το θηλ. α) γυναίκα που γνωρίζει καλά μία τέχνη
β) γυναίκα που μεταχειρίζεται τεχνάσματα για να προκαλέσει το ενδιαφέρον τών ανδρών
αρχ.
φρ. α) «οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τεχνῑται» — άνθρωποι που ασχολούνται με τις θρησκευτικές τελετές και συνήθειες
β) «Διονυσιακοὶ τεχνῑται» ή «οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῑται» — οργάνωση ηθοποιών και εκτελεστών μουσικών και δραματικών έργων η οποία υπήρχε σε διάφορες πόλεις της αρχαιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + κατάλ -ίτης].

Greek Monotonic

τεχνίτης: [ῑ], -ου, ὁ (τέχνη
I. αυτός που εξασκεί κάποια τέχνη, χειρωνάκτης, επιτηδευματίας, δεξιοτέχνης μάστορας, σε Πλάτ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., ειδικευμένος σ' ένα πράγμα, σε Ξεν.· επίσης, τι ή περί τι, στον ίδ.
II. δολοπλόκος, ραδιουργός, σε Λουκ.

Middle Liddell

τεχνῑ́της, ου, ὁ, τέχνη
I. an artificer, artisan, craftsman, skilled workman, Plat., etc.:—c. gen. rei, skilled in a thing, Xen.; also τι or περί τι Xen.
II. a trickster, intriguer, Luc.

Chinese

原文音譯:tecn⋯thj 帖赫你帖士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:技(者)
字義溯源:工藝師,建築師,設計師,設計者,技師,經營,手藝人;源自(τέχνη)=技藝),而 (τέχνη)出自(τίκτω)*=生產)
出現次數:總共(4);徒(2);來(1);啓(1)
譯字彙編
1) 手藝人(2) 徒19:24; 啓18:22;
2) 設計者(1) 來11:10;
3) 手藝的人(1) 徒19:38

English (Woodhouse)

workman, skilled artist

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Albanian: mjeshtër; Arabic: صَانِع‎, حِرَفِيّ‎, حِرْفِيّ‎; Armenian: արհեստավոր; Belarusian: рамеснік, рамесьнік; Bulgarian: занаятчия; Catalan: artesà; Chinese Mandarin: 工匠, 男工匠, 匠; Min Nan: 廚工, 厨工; Czech: řemeslník; Danish: håndværker; Dutch: vakman; Estonian: käsitööline; Finnish: käsityöläinen; French: artisan; Georgian: ოსტატი; German: Handwerker; Greek: τεχνίτης; Ancient Greek: τεχνίτης; Hindi: कारीगर; Hungarian: kisiparos, mesterember, műves; Icelandic: handverksmaður; Indonesian: tukang; Irish: fear ceirde; Italian: artefice; Japanese: 工匠, 職人; Javanese: tukang; Khmer: សិប្បករ; Korean: 공장(工匠), 장인(匠人); Kurdish Central Kurdish: وەستا‎; Latin: artifex, opifex; Latvian: amatnieks; Lithuanian: amatininkas; Macedonian: занаетчија; Malay: tukang, pandai; Manchu: ᡶᠠᡴᠰᡳ; Manx: keirdagh; Nanai: пакси; Norwegian Bokmål: håndverker; Old English: cræftiga; Polish: rzemieślnik; Portuguese: artesão; Romanian: meșteșugar, artizan; Russian: ремесленник; Sanskrit: ऋभु; Serbo-Croatian Cyrillic: зана̀тлија, о̀бртнӣк; Roman: zanàtlija, òbrtnīk; Slovak: remeselnik; Slovene: obrtnik, rokodelec; Spanish: artesano; Swedish: hantverkare; Tetum: badain; Thai: ช่างฝีมือ; Ukrainian: ремісник; Venetian: artexan; Vietnamese: nghệ nhân; Welsh: crefftwr; Yiddish: בעל־מלאָכה‎

German (Pape)

[ῑ], ὁ, der Künstler, Verfertiger, überhaupt Jeder, der eine Sache aus dem Grunde versteht, sie wissenschaftlich od. kunstgemäß behandelt; Gegensatz ἄτεχνος, Plat. Soph. 219a; ἀθλητῶν καὶ τῶν ἄλλων τεχνιτῶν, Alc. II, 145e; ἄνθρωπος τεχνίτης λόγων, Aesch. 1.170; οἱ περὶ τοὺς θεούς, Wahrsager und dgl., Xen. Cyr. 8.3.11; τεχνῖταί εἰσιν οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, Xen. Mem. 2.7.5, und öfter, und Folgde; – τεχνῖται Διονυαιακοί oder περὶ τὸν Διόνυσον, theatralische Künstler, Pol. 15.21.8, vgl. 6.47.8 und Plut. qu.Rom. 107.