τρυφερός: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τρυφερός -ά -όν [τρυφή] week, zacht, teer:; τρυφερὸν πλόκαμον zachte haarvlecht Eur. Ba. 150; overdr. verwend, in weelde levend:; τρυφερώτερον ζῷον een verwender wezen Aristoph. Ve. 551; subst. τὸ τρυφερόν zachtheid:; τὸ τρυφερὸν... ἐμπέφυκε τοῖς ἁπαλοῖσι μηροῖς zachtheid zit tussen hun tere dijen Aristoph. Eccl. 901; n. adv.: τρυφερόν τι διασαλακώνισον loop een beetje deftig heupwiegend Aristoph. Ve. 1169. | |elnltext=τρυφερός -ά -όν [τρυφή] week, zacht, teer:; τρυφερὸν πλόκαμον zachte haarvlecht Eur. Ba. 150; overdr. verwend, in weelde levend:; τρυφερώτερον ζῷον een verwender wezen Aristoph. Ve. 551; subst. τὸ τρυφερόν zachtheid:; τὸ τρυφερὸν... ἐμπέφυκε τοῖς ἁπαλοῖσι μηροῖς zachtheid zit tussen hun tere dijen Aristoph. Eccl. 901; n. adv.: τρυφερόν τι διασαλακώνισον loop een beetje deftig heupwiegend Aristoph. Ve. 1169. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<b class="num">1</b> <i>[[weichlich]], [[üppig]]</i>; [[πλόκαμος]] Eur. <i>[[Bacch]]</i>. 150; Ar. <i>Vesp</i>. 551, 1169; <i>[[schwelgerisch]], [[wollüstig]]</i>, [[μείδημα]] Mel. 65, [[χρώς]] Rufin. 2, [[Σκύλλα]] Mel. 67 (V.198, 35, 190); παιδὸς [[σάρξ]] <i>Ep.adesp</i>. 33 (XII.136); ἕλικες κροτάφων Strabo 5 (XII.10), und [[öfter]] in der <i>Anth</i>.; – ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν, von der üppigern [[Lebensweise]] der [[Athener]], Thuc. 1.6; – ἐσθὴς κατὰ μαλακότητα τρυφερά, DS<br><b class="num">2</b> <i>[[schwächlich]], [[zerbrechlich]], [[morsch]]</i>, ψοφοδεὲς καὶ τρυφερόν ἐστι δι' ἀσθένειαν, Plut. <i>Phoc</i>. 2. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 42: | Line 45: | ||
{{elmes | {{elmes | ||
|esmgtx=-όν [[delicado]] de la Osa φυλακή, πρόσκοπε, Χάρις, τρυφερά, πρόστατις <b class="b3">vigilante, previsora, Gracia, delicada, protectora</b> P VII 698 | |esmgtx=-όν [[delicado]] de la Osa φυλακή, πρόσκοπε, Χάρις, τρυφερά, πρόστατις <b class="b3">vigilante, previsora, Gracia, delicada, protectora</b> P VII 698 | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 30 November 2022
English (LSJ)
ά, όν, A delicate, dainty, αὐχήν Batr.66; πλόκαμος E.Ba. 150 (lyr.); χεῖρες, χρώς, σάρξ, AP5.65 (Rufin.), 150 (Mel.), 12.136; of a soft material, BGU1080.19 (iii A. D.); of almonds, Arist.Fr.277; of fish, tender, soft-fleshed, Xenocr. ap. Orib.2.58.5 (Comp.), Sor.2.15 (Comp.); of an infant, Id.1.82: τὸ τρυφερόν = dainty softness, Ar.Ec.901 (lyr.); Θεσσαλικὸς δὲ θρόνος, γυίων τρυφερωτάτη ἕδρα Critias 2; ὀθόνια Sor. 1.49; τελαμῶνες ib.83; φύλλα τρυφερώτερα Dsc.2.161:—τρυφερόν, τό, name of a medicine, Gal. 12.757, cf. 844. II of persons, their life and habits, effeminate, luxurious, voluptuous, Ar.V.551 (Comp.), etc.; ἡ τ. Ἰωνία Call.Com.5 (anap.); ἡ τ. Λέσβος Antiph.174.5 (lyr.); τ. βίῳ σύνεστιν Men.Kith.Fr.1.9; τ. τρόποι Pl.Com.178: τὸ τρυφερόν = effeminacy, ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν Th.1.6. Adv., ἀκολάστως καὶ τρυφερῶς ζῆν Arist. Pol.1269b23: neut. as adverb, τρυφερόν τι διασαλακώνισον voluptuously, Ar.V.1169; τρυφερόν καλέειν = call softly, Theoc.20.7, cf. 21.18: Comp. τρυφερώτερον = more wantonly, D.C.60.31.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
délicat, tendre :
1 au phys.
2 au mor. mou, efféminé ; τὸ τρυφερόν la mollesse ; avec un inf. : τρυφερὸς ἀνέχεσθαι παρρησίας PLUT trop mou pour supporter la franchise ; adv. • τρυφερόν mollement, faiblement;
Cp. τρυφερώτερος.
Étymologie: θρύπτω ; cf. τρυφή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρυφερός -ά -όν [τρυφή] week, zacht, teer:; τρυφερὸν πλόκαμον zachte haarvlecht Eur. Ba. 150; overdr. verwend, in weelde levend:; τρυφερώτερον ζῷον een verwender wezen Aristoph. Ve. 551; subst. τὸ τρυφερόν zachtheid:; τὸ τρυφερὸν... ἐμπέφυκε τοῖς ἁπαλοῖσι μηροῖς zachtheid zit tussen hun tere dijen Aristoph. Eccl. 901; n. adv.: τρυφερόν τι διασαλακώνισον loop een beetje deftig heupwiegend Aristoph. Ve. 1169.
German (Pape)
1 weichlich, üppig; πλόκαμος Eur. Bacch. 150; Ar. Vesp. 551, 1169; schwelgerisch, wollüstig, μείδημα Mel. 65, χρώς Rufin. 2, Σκύλλα Mel. 67 (V.198, 35, 190); παιδὸς σάρξ Ep.adesp. 33 (XII.136); ἕλικες κροτάφων Strabo 5 (XII.10), und öfter in der Anth.; – ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν, von der üppigern Lebensweise der Athener, Thuc. 1.6; – ἐσθὴς κατὰ μαλακότητα τρυφερά, DS
2 schwächlich, zerbrechlich, morsch, ψοφοδεὲς καὶ τρυφερόν ἐστι δι' ἀσθένειαν, Plut. Phoc. 2.
Russian (Dvoretsky)
τρῠφερός:
1 нежный (αὐχήν Batr.; χρώς Anth.);
2 роскошный, пышный (πλόκαμος Eur.; βίος Men.; ἐσθής Diod.). - см. тж. τρυφερόν.
Spanish
Greek Monolingual
-ή, -ό / τρυφερός, -ά, -όν, ΝΜΑ
απαλός, μαλακός (α. «το τρυφερό κλωνάρι μόνο να 'χω», Σολωμ.
β. «φιλομηλίτσας τρυφεράς», Πρόδρ.
γ. «ταῖς τρυφεραῑς ἡμᾶς χερσὶν ὑπεξέβαλεν», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. α) αβρός, μειλίχιος, στοργικός (α. «έχει τρυφερά αισθήματα» β. «τρυφεροῖσι τρόποις», Πλούτ.)
β) λεπτός, αδύνατος
νεοελλ.
1. μτφ. α) ευαίσθητος («έχει τρυφερή ψυχή»)
β) ερωτικός («της έδωσε ένα τρυφερό φιλί»)
2. λεπτοκαμωμένος, αδύναμος, ευπρόσβλητος («τρυφερή ηλικία» — η παιδική ηλικία)
3. παροιμ. «όσο είναι βέργα τρυφερή τή σιάζεις όπως θέλεις» — δηλώνει ότι η αγωγή τελεσφορεί κατά την παιδική ηλικία
αρχ.
1. (για τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες τών ανθρώπων) μαλθακός, τρυφηλός
2. (για πράγμ.) ευχάριστος
3. (για ψάρια) φρέσκος
4. (για άλογα) ευπειθής, πειθήνιος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρυφερόν
α) η ιδιότητα του μαλακού («τὸ τρυφερὸν γὰρ ἐκπέφυκε τοῖς ἁπαλοῖσι μηροῖς», Αριστοφ.)
β) μαλθακότητα, τρυφηλότητα («ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν», Θουκ.)
γ) ονομασία φαρμακευτικού παρασκευάσματος
δ) (με επιρρμ. σημ.) με μειλίχιο τρόπο («ὡς τρυφερὸν λαλέεις», Θεόκρ.).
επίρρ...
τρυφερά / τρυφερῶς, ΝΜΑ
νεοελλ.
μτφ. με στοργή, με αγάπη
αρχ.
με τρυφηλότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + κατάλ. -ερός (πρβλ. γλυκ-ερός, θαλ-ερός)].
Greek Monotonic
τρῠφερός: -ά, -όν, (τρυφή)·
I. τρυφερός, απαλός, αβρός, σε Ευρ., Ανθ.
II. λέγεται για πρόσωπα, θηλυπρεπής, πολυτελής, φιλήδονος, σε Αριστοφ. κ.λπ.· τὸ τρυφερόν, θηλυπρέπεια, ἐς τὸ τρυφερώτερον, σε πιο θηλυπρεπείς συνήθειες, σε Θουκ.· ουδ. ως επίρρ. τρυφερόν, φιλήδονα, σε Αριστοφ. τρυφερὸν λαλεῖν, μιλάω τρυφερά, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφερός: -ά, -όν, (τρυφὴ) ὡς καὶ νῦν, τρυφερός, ἁπαλός, ἁβρός, αὐχὴν Βατραχομ. 66· πλόκαμος Εὐρ. Βάκχ. 150· χεῖρες, χρώς, σὰρξ Ἀνθ. Π. 5. 66, 151., 12. 136· ἐπὶ ἀμυγδάλων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 255· ― τὸ τρυφερόν, ἡ τρυφερότης, ἡ τρυφερὰ μαλακότης, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 901. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐπὶ τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἕξεων αὐτῶν, ὡς τὸ ἁβρός, ἁβροδίαιτος, Ἀριστοφ. Σφ. 551, κλπ.· ἡ τρυφερὰ καὶ καλλιτράπεζος Ἰωνία Καλλίας ἢ Διοκλῆς ἐν «Κύκλωψι» 2· θηρίκλειον ὄργανον τῆς τρυφερᾶς ἀπὸ Λέσβου σεμνοπότου σταγόνος πλῆρες, ἀφρίζον Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοίοις» 1· τρυφερῷ βίῳ σύνεστιν Μένανδρ. ἐν «Κιθαριστῇ» 1, 9· τρυφεροῖσι τρόποις Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 4· ― τὸ τρυφερόν, ἡ τρυφερότης, ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν Θουκ. 1. 6· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., τρυφερῶς, ζῶσι γὰρ ἀκολάστως πρὸς ἅπασαν ἀκολασίαν καὶ τρυφερῶς Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 6· ὡσαύτως οὐδ. ὡς ἐπίρρ., τρυφερόν τι διασαλακωνίζειν, μετὰ τρυφερότητος, Ἀριστοφ. Σφ. 1169· τρ. λαλεῖν Θεόκρ. 20. 7, πρβλ. 21. 18.
Middle Liddell
τρῠφερός, ή, όν τρυφή
I. delicate, dainty, Eur., Anth.
II. of persons, effeminate, luxurious, voluptuous, Ar., etc.:— τὸ τρυφερόν effeminacy, ἐς τὸ τρυφερώτερον to more effeminate habits, Thuc.:—neut. as adv., τρυφερόν voluptuously, Ar.; τρ. λαλεῖν to speak softly, Theocr.
English (Woodhouse)
effeminate, fastidious, luxurious, self-indulgent, wanton, lax morally, wanton
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό τρυφή τοῦ θρύπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
-όν delicado de la Osa φυλακή, πρόσκοπε, Χάρις, τρυφερά, πρόστατις vigilante, previsora, Gracia, delicada, protectora P VII 698