κληρονόμος: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
m (Text replacement - "τοῦ" to "τοῦ") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=κληρονόμου, ὁ ([[κλῆρος]], and [[νέμομαι]], to [[possess]]), [[properly]], [[one]] [[who]] receives by [[lot]]; [[hence]],<br /><b class="num">1.</b> an [[heir]] (in Greek writings from [[Plato]] down);<br /><b class="num">a.</b> [[properly]]: [[one]] [[who]] receives his [[allotted]] [[possession]] by [[right]] of sonship: so of Christ, as [[κληρονόμος]] πάντων, [[all]] things [[being]] subjected to his [[sway]], | |txtha=κληρονόμου, ὁ ([[κλῆρος]], and [[νέμομαι]], to [[possess]]), [[properly]], [[one]] [[who]] receives by [[lot]]; [[hence]],<br /><b class="num">1.</b> an [[heir]] (in Greek writings from [[Plato]] down);<br /><b class="num">a.</b> [[properly]]: [[one]] [[who]] receives his [[allotted]] [[possession]] by [[right]] of sonship: so of Christ, as [[κληρονόμος]] πάντων, [[all]] things [[being]] subjected to his [[sway]], τοῦ Θεοῦ added, i. e. of God's possessions, equivalent to τῆς δόξης ([[see]] [[δόξα]], III:4b.), Θεοῦ [[διά]] Χριστοῦ, by the favor of Christ (inasmuch as [[through]] him we [[have]] obtained ἡ [[υἱοθεσία]]), for [[which]] L T Tr WH [[read]] [[διά]] Θεοῦ ([[see]] [[διά]], A. III:1) (cf. C. F. A. Fritzsche in Fritzschiorum opuscc., p. 148 ([[who]] advocates the as [[that]] [[reading]] in [[which]] the others [[probably]] originated ([[but]] cf. Meyer, in the [[place]] cited; WH in loc.))); τοῦ κόσμου, of [[government]] [[over]] the [[world]], ζωῆς: αἰωνίου, τῆς βασιλείας, [[one]] [[who]] has [[acquired]] or obtained the [[portion]] [[allotted]] him: [[with]] the genitive of the [[tiring]], τοῦ σκότους, used of the [[devil]], Ev. Nicod. c. 20 (or Descens. Chr. ad Inferos 4,1). (The Sept. [[four]] times for יורֵשׁ: Micah 1:15.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:30, 9 December 2022
English (LSJ)
Dor. κλᾱρονόμος, ὁ, (νέμομαι) heir, freq. the heir in possession, Is.1.44, Pl.Lg.923c; of the heir apparent, SIG884.53 (iii A.D.): c. gen. pers., Pl.Lg.923e, IG22.1623.117, Epicur.Fr.217, SIG953.65 (Cnidus, ii B.C.): c. gen. rei, Lys.32.23; κληρονόμους τῶν αὑτοῦ καταστήσας Isoc.19.9, etc.: metaph., κ. τῆς εὐνοίας, τῆς ἀτιμίας, Id.5.136, D.22.34; τῆς ὑπὲρ τῶν νόμων [δίκης] Id.21.20; κλαρονόμος μοίσας τᾶς Δωρίδος Mosch.3.96; κ. καταλιπεῖν τινα Arist.Pol.1270a28; κ. γράφειν τινά AP11.171 (Lucill.).
German (Pape)
[Seite 1451] durchs Loos, oder übh. einen Antheil erhaltend; τοῦ λόγου, den die Reihe trifft zu sprechen, Plat. Rep. I, 331 d; bes. von der Erbschaft, erbend, beerbend, subst. der Erbe; τῶν Κλεωνύμου κληρονόμον γενέσθαι Is. 1, 36; Plat. Legg. XI, 923 e; Oratt. u. Sp., κληρονόμον τινὰ ποιεῖσθαι, καθιστάναι, ἀπολείπειν, γράφειν, zum Erben einsetzen u. s. w. S. die verb.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
héritier, héritière.
Étymologie: κλῆρος, νέμω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κληρονόμος -ου, ὁ [κλῆρος, νέμω] erfgenaam; overdr:.: τῆς εὐνοίας κ. erfgenamen van de goodwill Isocr. 5.136.
Russian (Dvoretsky)
κληρονόμος: ὁ и ἡ наследник: κ. τινός Lys., Plat., NT наследник кого(чего)-л.; κληρονόμον τινὰ καθιστάναι Dem. (καταλείπειν Arst., ἀπολείπειν Plut., γράφειν Anth.) сделать кого-л. (своим) наследником; σὺ ὁ τοῦ λόγου κ. Plat. ты, чья очередь говорить.
English (Strong)
from κλῆρος and the base of νόμος (in its original sense of partitioning, i.e. (reflexively) getting by apportionment); a sharer by lot, i.e. inheritor (literally or figuratively); by implication, a possessor: heir.
English (Thayer)
κληρονόμου, ὁ (κλῆρος, and νέμομαι, to possess), properly, one who receives by lot; hence,
1. an heir (in Greek writings from Plato down);
a. properly: one who receives his allotted possession by right of sonship: so of Christ, as κληρονόμος πάντων, all things being subjected to his sway, τοῦ Θεοῦ added, i. e. of God's possessions, equivalent to τῆς δόξης (see δόξα, III:4b.), Θεοῦ διά Χριστοῦ, by the favor of Christ (inasmuch as through him we have obtained ἡ υἱοθεσία), for which L T Tr WH read διά Θεοῦ (see διά, A. III:1) (cf. C. F. A. Fritzsche in Fritzschiorum opuscc., p. 148 (who advocates the as that reading in which the others probably originated (but cf. Meyer, in the place cited; WH in loc.))); τοῦ κόσμου, of government over the world, ζωῆς: αἰωνίου, τῆς βασιλείας, one who has acquired or obtained the portion allotted him: with the genitive of the tiring, τοῦ σκότους, used of the devil, Ev. Nicod. c. 20 (or Descens. Chr. ad Inferos 4,1). (The Sept. four times for יורֵשׁ: Micah 1:15.)
Greek Monolingual
και κλερονόμος, ο, η, θηλ. και κληρονόμα (AM κληρονόμος, ό, Α δωρ. τ. κλαρονόμος, Μ και κλερονόμος)
1. το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πήρε ή που δικαιούται να πάρει κληρονομιά (α. «είναι ο μοναδικός κληρονόμος του θείου του» β. «κληρονόμους τών αὑτοῦ καταστήσας», Ισοκρ.)
2. αυτός στον οποίο μεταβιβάζεται ιδιότητα, σωματική ή ψυχική, από τους γονείς ή από τους προγόνους του («κληρονόμον γάρ σε καθίστησιν ὁ νόμος τῆς ἀτιμίας τῆς τοῦ πατρός», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. τέκνο, απόγονος («καλούς κληρονόμους» — ευχή προς νεονύμφους για να αποκτήσουν καλά τέκνα)
2. στον πληθ. οι κληρονόμοι
οι απόγονοι, οι επίγονοι, οι μεταγενέστεροι, οι μέλλουσες γενεές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + -νόμος (< νέμω «μοιράζω, διοικώ»), πρβλ. αστυνόμος, παιδονόμος.
Greek Monotonic
κληρονόμος: ὁ (νέμομαι), κάποιος που λαμβάνει μερίδιο κληρονομιάς, κληρονόμος, κληροδόχος, νόμιμος μεριδούχος, σε Δημ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
κληρονόμος: ὁ, (νέμομαι) ὡς καὶ νῦν, μετὰ γεν. προσ., Πλάτ. Νόμ. 923Ε· μετὰ γεν. πράγμ., Λυσ. 907. 5, Ἰσοκρ. 386Β, κτλ.· μεταφορ., κλ. τῆς εὐνοίας, τῆς ἀτιμίας Ἰσοκρ. 109Ε, Δημ. 603, ἐν τέλ.· τῆς ὑπὲρ τῶν νόμων δίκης Δημ. 521. 18· κλαρονόμος Μώσας τᾶς Δωρίδος Μόσχ. 3. 103· κληρονόμον καθιστάναι τινὰ Δημ. 603, ἐν τέλ.· κλ. καταλείπειν τινὰ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 15· κλ. γράφειν τινὰ Ἀνθ. Π. 11. 171.
Middle Liddell
κληρο-νόμος, ὁ, νέμομαι
one who receives a portion of an inheritance, an inheritor, heir, Dem., etc.
Chinese
原文音譯:klhronÒmoj 克累羅-挪摩士
詞類次數:名詞(15)
原文字根:份-適用(者) 相當於: (יָרַשׁ)
字義溯源:承繼人,接受者,擁有者,所有者,承受產業的,後嗣,承繼,承受;由(κλῆρος)*=鬮,骰子)與(νόμος)=律法,分出)組成;而 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)
出現次數:總共(15);太(1);可(1);路(1);羅(4);加(3);多(1);來(3);雅(1)
譯字彙編:
1) 承受產業的(3) 太21:38; 可12:7; 路20:14;
2) 後嗣(3) 羅8:17; 羅8:17; 多3:7;
3) 承受者(2) 來6:17; 來11:7;
4) 承受(2) 來1:2; 雅2:5;
5) 承繼人(2) 加3:29; 加4:1;
6) 承繼者(2) 羅4:13; 羅4:14;
7) 為後嗣(1) 加4:7
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό κλήρος + νέμομαι.
Παράγωγα: κληρονομῶ, κληρονόμημα, κληρονομιά, κληρονομικός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα νέμω καί στή λέξη κλῆρος.