δοκώ: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(6_19) |
mNo edit summary |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=doko | |Transliteration C=doko | ||
|Beta Code=dokw/ | |Beta Code=dokw/ | ||
|Definition= | |Definition=δοκόος, contr. δοκοῦς, ἡ, = [[δόκησις]], E.''El.''747. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦς, ἡ [[opinión]] δ. κενὴ ὑπῆλθέ μ' E.<i>El</i>.747. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0654.png Seite 654]] οῦς, ἡ, = [[δόκος]]; κενή Eur. El. 747. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0654.png Seite 654]] οῦς, ἡ, = [[δόκος]]; κενή Eur. El. 747. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοκώ:''' οῦς ἡ Eur. = [[δόκησις]] 1. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δοκώ''': -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, = [[δόκησις]], μόνον ἐν Εὐρ. Ἠλ. 747. | |lstext='''δοκώ''': -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, = [[δόκησις]], μόνον ἐν Εὐρ. Ἠλ. 747. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM δοκῶ, [[δοκέω]])<br />Ι. [[δοκώ]] <b>αρχ.-μσν.</b> και «δοκεῖ μοι» — [[νομίζω]], [[θαρρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<i>ε</i>)<i>δοκήθηκα</i><br />αντιλήφθηκα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>απρόσ.</b> «δοκεῖ μοι» — μού φαίνεται [[ορθό]]<br /><b>2.</b> (προσωπικό με δοτ.) [[φαίνομαι]] («[[μάλα]] μοι δοκέει πεπνυμένος [[εἶναι]]», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) θεωρούμαι, νομίζομαι, υπάρχει η [[γνώμη]] για μένα («δόξαντι χρήμασι πεισθῆναι τὴν ἀναχώρησιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> θεωρούμαι πως έχω κάποια [[αξία]] («[[κηρύσσω]] ἐν τοῖς ἔθνεσι, κατ' ἰδίαν δὲ τοῖς δοκοῦσι», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[υποθέτω]], [[φαντάζομαι]]<br /><b>2.</b> (για όνειρο ή [[φαντασία]] σε παρωχημένο [[συνήθως]] χρόνο) [[βλέπω]], [[θωρώ]]<br /><b>3.</b> έχω σκοπό, [[προτίθεμαι]] να [[κάνω]]<br /><b>4.</b> <b>(απολ.)</b> έχω ή [[σχηματίζω]] [[γνώμη]], [[ιδέα]] για [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (συν. σε παρενθετικές φράσεις) [[νομίζω]], [[πιστεύω]] (α. «τῷ μὲν γὰρ πατρί, δοκῶ, Πυριλάμπης [[ὄνομα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br />β. «πῶς δοκεῖς;» παρενθετική [[φράση]] για να προκαλέσει [[προσοχή]]<br /><b>6.</b> «δοκῶ μοι» <br />α) [[κατά]] την [[κρίση]] μου, φαίνεται<br />β) [[είμαι]] αποφασισμένος<br /><b>7.</b> [[φαίνομαι]], [[προσποιούμαι]] ότι [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>8.</b> (για [[ενέργεια]] ή [[επίδραση]] αντικειμένου στο [[πνεύμα]]) α) [[φαίνομαι]]<br />β) (με απρμφ. μέλλ.) [[φαίνομαι]] [[πιθανός]], [[φαίνομαι]] ή θεωρούμαι ότι έχω πράξει<br /><b>9.</b> <b>(απολ.)</b> [[φαίνομαι]] σε [[αντίθεση]] με την [[πραγματικότητα]] («οὐ δοκεῖν [[ἄριστος]], ἀλλ' [[εἶναι]] θέλει», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>10.</b> μού φαίνεται καλό, [[αποφασίζω]]<br /><b>11.</b> <b>απρόσ.</b> (για [[κοινή]] [[απόφαση]], [[ψήφισμα]] <b>κ.λπ.</b>) [[αποφασίζω]]<br />(«ἔδοξε τῇ βουλῆ καὶ τῷ δήμῳ)<br /><b>12.</b> (με αιτ. απολ.) <i>δόξαν</i><br />[[αφού]] αποφασίστηκε, φάνηκε καλό<br /><b>13.</b> (για [[κατηγορούμενο]]) αποδεικνύομαι ότι<br /><b>14.</b> [[είμαι]] αναγνωρισμένος, [[παραδεκτός]]<br /><b>15.</b> [[συχνά]] οι σημασίες [[νομίζω]] και [[φαίνομαι]] αντιπαραβάλλονται («τὸ δοκοῦνἑκάστῳ τοῦτο καὶ [[εἶναι]] τῷ δοκοῦν τι» — αυτό που φαίνεται στον καθένα αυτό και υπάρχει γι' αυτόν που το νομίζει, <b>Πλάτ.</b>)<br />II. (η μτχ. ενεστ. ουδ.) το [[δοκούν]] (AM δοκοῦν)<br /><b>φρ.</b> «κατὰ τὸ δοκοῦν»<br /><b>1.</b> όπως αρέσει σε κάποιον, όπως του φαίνεται σωστό<br /><b>2.</b> αυθαίρετα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[δοκώ]], όπως εξάλλου και τα [[δοκάζω]], [[δοκεύω]], σχηματίστηκε από το θ. του [[δέχομαι]] / [[δέκομαι]] και ταυτίζεται μορφολογικά με το λατ. <i>doceo</i> «[[διδάσκω]], [[εκπαιδεύω]]». Το ρ. [[δοκώ]] «[[θεωρώ]], [[πιστεύω]]» [[αλλά]] και «θεωρούμαι, νομίζομαι» που αναφέρεται στις έννοιες της σκέψεως, της γνώμης ή της κρίσεως μπορεί να αναχθεί σε μια πρωταρχική, γενική [[ιδέα]], η οποία εμφανίζεται [[εξίσου]] στα [[δέχομαι]] / [[δέκομαι]], λατ. <i>decet</i> κ.λπ. Είναι η [[έννοια]] της τηρήσεως της απόλυτης ταυτίσεως ή της αναλογίας [[προς]] αυτό που [[πρέπει]], που αρμόζει.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δόκιμος]], [[δόξα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δοκή]], [[δόκημα]], [[δόκησις]], [[δοκώ]].<br /><b>(II)</b><br />δοκῶ (-όω) (Α) [[δοκός]]<br />[[στεγάζω]] με δοκάρια.<br /><b>(III)</b><br />[[δοκώ]], η (Α)<br />[[δόκησις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[δόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[δοκώ]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δοκώ:''' -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, = [[δόκησις]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:11, 20 January 2024
English (LSJ)
δοκόος, contr. δοκοῦς, ἡ, = δόκησις, E.El.747.
Spanish (DGE)
-οῦς, ἡ opinión δ. κενὴ ὑπῆλθέ μ' E.El.747.
German (Pape)
[Seite 654] οῦς, ἡ, = δόκος; κενή Eur. El. 747.
Russian (Dvoretsky)
δοκώ: οῦς ἡ Eur. = δόκησις 1.
Greek (Liddell-Scott)
δοκώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, = δόκησις, μόνον ἐν Εὐρ. Ἠλ. 747.
Greek Monolingual
(I)
(AM δοκῶ, δοκέω)
Ι. δοκώ αρχ.-μσν. και «δοκεῖ μοι» — νομίζω, θαρρώ
νεοελλ.
(ε)δοκήθηκα
αντιλήφθηκα
αρχ.-μσν.
1. απρόσ. «δοκεῖ μοι» — μού φαίνεται ορθό
2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.)
3. (για πρόσ.) θεωρούμαι, νομίζομαι, υπάρχει η γνώμη για μένα («δόξαντι χρήμασι πεισθῆναι τὴν ἀναχώρησιν», Θουκ.)
4. θεωρούμαι πως έχω κάποια αξία («κηρύσσω ἐν τοῖς ἔθνεσι, κατ' ἰδίαν δὲ τοῖς δοκοῦσι», ΚΔ)
αρχ.
1. σκέπτομαι, υποθέτω, φαντάζομαι
2. (για όνειρο ή φαντασία σε παρωχημένο συνήθως χρόνο) βλέπω, θωρώ
3. έχω σκοπό, προτίθεμαι να κάνω
4. (απολ.) έχω ή σχηματίζω γνώμη, ιδέα για κάτι
5. (συν. σε παρενθετικές φράσεις) νομίζω, πιστεύω (α. «τῷ μὲν γὰρ πατρί, δοκῶ, Πυριλάμπης ὄνομα», Πλούτ.)
β. «πῶς δοκεῖς;» παρενθετική φράση για να προκαλέσει προσοχή
6. «δοκῶ μοι»
α) κατά την κρίση μου, φαίνεται
β) είμαι αποφασισμένος
7. φαίνομαι, προσποιούμαι ότι κάνω κάτι
8. (για ενέργεια ή επίδραση αντικειμένου στο πνεύμα) α) φαίνομαι
β) (με απρμφ. μέλλ.) φαίνομαι πιθανός, φαίνομαι ή θεωρούμαι ότι έχω πράξει
9. (απολ.) φαίνομαι σε αντίθεση με την πραγματικότητα («οὐ δοκεῖν ἄριστος, ἀλλ' εἶναι θέλει», Αισχ.)
10. μού φαίνεται καλό, αποφασίζω
11. απρόσ. (για κοινή απόφαση, ψήφισμα κ.λπ.) αποφασίζω
(«ἔδοξε τῇ βουλῆ καὶ τῷ δήμῳ)
12. (με αιτ. απολ.) δόξαν
αφού αποφασίστηκε, φάνηκε καλό
13. (για κατηγορούμενο) αποδεικνύομαι ότι
14. είμαι αναγνωρισμένος, παραδεκτός
15. συχνά οι σημασίες νομίζω και φαίνομαι αντιπαραβάλλονται («τὸ δοκοῦνἑκάστῳ τοῦτο καὶ εἶναι τῷ δοκοῦν τι» — αυτό που φαίνεται στον καθένα αυτό και υπάρχει γι' αυτόν που το νομίζει, Πλάτ.)
II. (η μτχ. ενεστ. ουδ.) το δοκούν (AM δοκοῦν)
φρ. «κατὰ τὸ δοκοῦν»
1. όπως αρέσει σε κάποιον, όπως του φαίνεται σωστό
2. αυθαίρετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το δοκώ, όπως εξάλλου και τα δοκάζω, δοκεύω, σχηματίστηκε από το θ. του δέχομαι / δέκομαι και ταυτίζεται μορφολογικά με το λατ. doceo «διδάσκω, εκπαιδεύω». Το ρ. δοκώ «θεωρώ, πιστεύω» αλλά και «θεωρούμαι, νομίζομαι» που αναφέρεται στις έννοιες της σκέψεως, της γνώμης ή της κρίσεως μπορεί να αναχθεί σε μια πρωταρχική, γενική ιδέα, η οποία εμφανίζεται εξίσου στα δέχομαι / δέκομαι, λατ. decet κ.λπ. Είναι η έννοια της τηρήσεως της απόλυτης ταυτίσεως ή της αναλογίας προς αυτό που πρέπει, που αρμόζει.
ΠΑΡ. δόκιμος, δόξα
αρχ.
δοκή, δόκημα, δόκησις, δοκώ.
(II)
δοκῶ (-όω) (Α) δοκός
στεγάζω με δοκάρια.
(III)
δοκώ, η (Α)
δόκησις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δόκος < δοκώ].
Greek Monotonic
δοκώ: -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, = δόκησις, σε Ευρ.