βροχή: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
mNo edit summary
Line 48: Line 48:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':broc» 不羅黑<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':雨<br />'''字義溯源''':雨;源自([[βρέχω]])*=濕潤)<br />'''出現次數''':總共(2);太(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 雨(2) 太7:25; 太7:27
|sngr='''原文音譯''':broc» 不羅黑<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':雨<br />'''字義溯源''':雨;源自([[βρέχω]])*=濕潤)<br />'''出現次數''':總共(2);太(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 雨(2) 太7:25; 太7:27
}}
{{trml
|trtx====[[inundation]]===
Arabic: فيضان; Bulgarian: наводнение; Chamicuro: imujki; Chinese Mandarin: 洪水; Czech: zaplavení, záplava; Dutch: [[inundatie]]; French: [[inondation]]; Georgian: დატბორვა; German: [[Überschwemmung]], [[Überflutung]]; Ancient Greek: [[ἄμβασις]], [[ἀνάβασις]], [[ἀνάχυσις]], [[βροχή]], [[ἔμπτωσις]], [[θαλάσσω]], [[θαλάττωσις]], [[κατακλυσμός]], [[ὄμβρος]], [[πλήμυρα]]; Hungarian: áradás; Italian: [[inondazione]], [[allagamento]], [[alluvione]]; Japanese: 洪水; Korean: 홍수; Latin: [[eluvio]], [[abluvium]], [[abluvium]]; Nanai: далан; Ottoman Turkish: سیل, طوفان; Persian: سیلاب; Plautdietsch: Äwaschwamunk; Polish: powódź, potop; Portuguese: [[inundação]]; Romanian: inundare, inundație; Russian: [[наводнение]], [[потоп]]; Spanish: [[inundación]]; Ukrainian: повінь, повідь, затоплення, потоп
}}
}}

Revision as of 08:19, 21 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βροχή Medium diacritics: βροχή Low diacritics: βροχή Capitals: ΒΡΟΧΗ
Transliteration A: brochḗ Transliteration B: brochē Transliteration C: vrochi Beta Code: broxh/

English (LSJ)

ἡ, (βρέχω)
A rain, Democr.14.8, LXX Ps.67(68).10, Ev.Matt. 7.25, Ph.1.48, Gp.2.39.7.
II moistening, Dsc.1.49, Philagr. ap. Orib.5.32.1, Mnesith.ib.8.35.11; steeping, in brewing, PTeb.401.27 (i A. D.).
III inundation of the Nile, in plural, POxy.280.5 (i A. D.), Heph.Astr.1.23.
2 irrigation, Thphr. HP 9.6.3, PPetr.3p.119 (iii B. C.).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 lluvia βροχῆς ἐπικράτεια Democr.B 14.8, βροχὴν ἐκούσιον ἀφοριεῖς LXX Ps.67.10, cf. 104.32, Eu.Matt.7.25, Gp.2.39.7, Hierocl.Facet.164
fig. τροφὴ δὲ αἰσθήσεως, ἣν κατὰ σύμβολον βροχὴν εἴρηκεν Ph.1.48.
2 agr. riego Thphr.HP 9.6.3
producido por inundación del Nilo PPetr.3.43re.2.13 (III a.C.), POxy.280.5 (I d.C.), PSI 30.2 (I d.C.), PRyl.231.9 (I d.C.), Heph.Astr.1.23.29.
3 remojo, empapamiento Dsc.1.49, Philotimus en Orib.5.32.1, Mnesith.Ath.51.48, en el proceso de fabricación de cerveza PTeb.401.27 (I d.C.).
• Etimología: Deriv. de βρέχω q.u.

German (Pape)

[Seite 465] ἡ, Benetzung, Regen, Sp., wie Matth. 7, 25.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de mouiller;
2 pluie;
NT: arrosage.
Étymologie: βρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βροχή -ῆς, ἡ βρέχω regen.

Russian (Dvoretsky)

βροχή: ἡ NT = βροχετός.

Middle Liddell

βρέχω
rain, NTest.

English (Abbott-Smith)

βροχή, -ῆς, ἡ (< βρέχω), [in LXX: Ps 67 (68):9, 104 (105):32 (גֶּשֶׁם)*;]
1.= βροχετός, a wetting (in π., of irrigation in Egypt; Deiss., LAE, 77).
2.As in MGr. (Kennedy, Sources, 153), = ὑετός, rain: Mt 7:25, 27.†

English (Strong)

from βρέχω; rain: rain.

English (Thayer)

βροχης, ἡ (βρέχω, which see), a later Greek word (cf. Lob. ad Phryn., p. 291), a besprinkling, watering, rain: used of a heavy shower or violent rainstorm, גֶּשֶׁם.

Greek Monolingual

η (πληθ. και βροχάδες) (AM βροχή)
1. το νερό που πέφτει κατά σταγόνες από τον ουρανό
νεοελλ.
1. (για δάκρυα) συνεχής ροή
2. (ως επίρρ.) σαν βροχή, βροχηδόν
αρχ.
1. άρδευση
2. ύγρανση, μούσκεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέχω. Η λ. βροχή συνδέεται σημασιολογικά με τα όμβρος, υετός, ψακάς / ψεκάς και νεοελλ. ψιχάλα. Συγκεκριμένα το υετός δήλωνε γενικά τη «βροχή» και ειδικότερα «ραγδαία, αιφνίδια και μικρής χρονικής διάρκειας πτώση βροχής», δηλ. την «μπόρα», ενώ το όμβρος δήλωνε τη «συνεχή, ασταμάτητη βροχή»και απαντά με τις ειδικότερες σημασίες «βροχή με θύελλα», «ραγδαία βροχή», «καταιγίδα, πλημμύρα, κατακλυσμός». Τέλος το ψακάς / ψεκάς σημαίνει «σταγόνα βροχής», «ψιλή βροχή, ψιχάλα» και κατόπιν γενικά τη «βροχή» — πρβλ. και το ετυμολογικώς συγγενές νεοελλ. ψιχάλα «ψιλή βροχή.
ΠΑΡ. αρχ. βροχίς (ΙΙ)
νεοελλ.
βροχερός, βροχηδόν, βροχίδα (Ι), βρόχινος, βροχούλα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. βροχογράφος, βροχόμετρο, βροχόνερο, βροχοποιός, βροχοπούλι, βροχόπτωση, βροχοσκοπία και βροχοσκόπηση, βροχοσκόπιο, βροχοσταλίδα, βροχόχιονο
(Β' συνθετικό) διαβροχή, εμβροχή
αρχ.
αποβροχή, επιβροχή, καταβροχή
νεοελλ.
αγριοβροχή, αλλαξοβρόχι, ανεμοβροχή, ανεμοβρόχι, ανεμόβροχο, αποβρόχι, απόβροχο, λειανοβρόχι, πρωτοβρόχι, χαλαζοβρόχι, χιονοβρόχι, χιονόβροχο, ψευτοβρόχι, ψιλοβροχή].

Greek Monotonic

βροχή: ἡ (βρέχω), βροχή, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

βροχή: ἡ, (βρέχω) = βροχετός, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 25. Χρησμ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 50.

Chinese

原文音譯:broc» 不羅黑
詞類次數:名詞(2)
原文字根:雨
字義溯源:雨;源自(βρέχω)*=濕潤)
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編
1) 雨(2) 太7:25; 太7:27

Translations

inundation

Arabic: فيضان; Bulgarian: наводнение; Chamicuro: imujki; Chinese Mandarin: 洪水; Czech: zaplavení, záplava; Dutch: inundatie; French: inondation; Georgian: დატბორვა; German: Überschwemmung, Überflutung; Ancient Greek: ἄμβασις, ἀνάβασις, ἀνάχυσις, βροχή, ἔμπτωσις, θαλάσσω, θαλάττωσις, κατακλυσμός, ὄμβρος, πλήμυρα; Hungarian: áradás; Italian: inondazione, allagamento, alluvione; Japanese: 洪水; Korean: 홍수; Latin: eluvio, abluvium, abluvium; Nanai: далан; Ottoman Turkish: سیل, طوفان; Persian: سیلاب; Plautdietsch: Äwaschwamunk; Polish: powódź, potop; Portuguese: inundação; Romanian: inundare, inundație; Russian: наводнение, потоп; Spanish: inundación; Ukrainian: повінь, повідь, затоплення, потоп