σύντριμμα: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1037.png Seite 1037]] τό, das [[Zerriebene]], [[Zerbrochene]], der [[Bruch]], Arist. audib. p. 802 a 34. – Der Anstoß, Sp., wie [[NT|N.T.]]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1037.png Seite 1037]] τό, das [[Zerriebene]], [[Zerbrochene]], der [[Bruch]], Arist. audib. p. 802 a 34. – Der Anstoß, Sp., wie [[NT|N.T.]]
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=ατος (τὸ) [[destruction]] ; [[ruine]] ; [[calamité]]<br>[[συντρίβω]]
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σύντριμμα:''' συντρίμματος τό<br /><b class="num">1</b> [[щель]], [[трещина]]: σ. ἔχειν Arst. дать трещину, быть расколотым;<br /><b class="num">2</b> [[разрушение]] (σ. καὶ [[ταλαιπωρία]] NT).
|elrutext='''σύντριμμα:''' συντρίμματος τό<br /><b class="num">1</b> [[щель]], [[трещина]]: [[σύντριμμα ἔχειν]] Arst. [[дать трещину]], [[быть расколотым]];<br /><b class="num">2</b> [[разрушение]] (σύντριμμα καὶ [[ταλαιπωρία]] NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=συντρίμματος, τό ([[συντρίβω]]), the Sept. [[chiefly]] for שֶׁבֶר);<br /><b class="num">1.</b> [[that]] [[which]] is [[broken]] or shattered, a [[fracture]]: [[Aristotle]], de audibil., p. 802{a}, 34; of a [[broken]] [[limb]], the Sept. [[calamity]], [[ruin]], [[destruction]]: שֹׁד, a [[devastation]], laying [[waste]], as in 1 Maccabees 2:7; (etc.).
|txtha=συντρίμματος, τό ([[συντρίβω]]), the Sept. [[chiefly]] for שֶׁבֶר);<br /><b class="num">1.</b> [[that]] [[which]] is [[broken]] or shattered, a [[fracture]]: [[Aristotle]], de audibil., p. 802{a}, 34; of a [[broken]] [[limb]], the Sept. [[calamity]], [[ruin]], [[destruction]]: [[שֹׁד]], a [[devastation]], laying [[waste]], as in 1 Maccabees 2:7; (etc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 36: Line 39:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[συντρίβω]] → σύν + [[τρίβω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=Ἀπό τό [[συντρίβω]] → σύν + [[τρίβω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=ατος (τὸ) [[destruction]] ; ruine ; calamité<br>[[συντρίβω]]
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 14:01, 2 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύντριμμα Medium diacritics: σύντριμμα Low diacritics: σύντριμμα Capitals: ΣΥΝΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: sýntrimma Transliteration B: syntrimma Transliteration C: syntrimma Beta Code: su/ntrimma

English (LSJ)

συντρίμματος, τό,
A fracture, Arist.Aud.802a34, LXX Le.21.19, Gal.18(2).850; abrasion, Asclep.Jun. ap. eund.13.346.
II affliction, ruin, LXX Is.59.7, Je.3.22.
III collection, ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων (v.l. σύστρεμμα, q.v.) ib.Nu.32.14.

German (Pape)

[Seite 1037] τό, das Zerriebene, Zerbrochene, der Bruch, Arist. audib. p. 802 a 34. – Der Anstoß, Sp., wie N.T.

French (New Testament)

ατος (τὸ) destruction ; ruine ; calamité
συντρίβω

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύντριμμα, συντρίμματος, τό συντρίβω vernieling.

Russian (Dvoretsky)

σύντριμμα: συντρίμματος τό
1 щель, трещина: σύντριμμα ἔχειν Arst. дать трещину, быть расколотым;
2 разрушение (σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία NT).

Greek (Liddell-Scott)

σύντριμμα: τό, κάταγμα, ἐὰν μή τι ἔχῃ σύντριμμα τὸ ξύλον Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 34, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΑ΄, 19). ΙΙ. καταστροφή, ὄλεθρος, αὐτόθι (Ἡσαΐ. ΝΘ΄, 7, Ἱερεμ. Γ΄, 22).

English (Strong)

from συντρίβω; concussion or utter fracture (properly, concretely), i.e. complete ruin: destruction.

English (Thayer)

συντρίμματος, τό (συντρίβω), the Sept. chiefly for שֶׁבֶר);
1. that which is broken or shattered, a fracture: Aristotle, de audibil., p. 802{a}, 34; of a broken limb, the Sept. calamity, ruin, destruction: שֹׁד, a devastation, laying waste, as in 1 Maccabees 2:7; (etc.).

Greek Monolingual

το, ΝΑ συντρίβω
νεοελλ.
1. το αποτέλεσμα του συντρίβω, καθετί το θρυμματισμένο, το σπασμένο σε μικρά τεμάχια, ερείπιο («το σκάφος είχε καταντήσει σύντριμμα»)
2. καθένα από τα κομμάτια σπασμένου αντικειμένου, θραύσμα, συντρίμμι («τα συντρίμματα του βάζου»)
3. μτφ. (για πρόσ.) ψυχικό ράκος
αρχ.
1. θραύση, θρυμματισμός, κομμάτιασμα
2. κάταγμα
3. άθροισμα
4. λείανση, ξύσιμο
5. μτφ. α) συντριβή, όλεθρος, πανωλεθρία
β) βαριά λύπη, πίκρα.

Chinese

原文音譯:sÚntrimma 尋-特淋馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-磨損
字義溯源:衝擊,完全的破碎,毀壞,災禍,破壞,殘害;源自(συντρίβω)=徹底的壓碎),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(τρίβος)=路徑,走踏成路)組成,而 (τρίβος)出自(τρίβος)X*=磨擦)。參讀 (ἀπώλεια)同義字
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 殘害(1) 羅3:16

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό συντρίβω → σύν + τρίβω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

affliction

Armenian: վիշտ; Bulgarian: болка, измъчване, огорчение; Chinese Cantonese: 痛苦; Mandarin: 痛苦; Dutch: lijden, pijn; Esperanto: aflikto; Finnish: kärsimys, tuska; French: affliction, détresse; Galician: anoto; German: Leiden, Behinderung; Gothic: 𐍃𐌻𐌰𐌷𐍃, 𐌰𐌲𐌲𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: συμφορά, βάσανο; Ancient Greek: ἀπόκναισις, ἄχεα, ἄχη, ἀχθηδών, ἄχος, δυηπάθια, δυηπαθίη, δυσπάθεια, δυσπαθία, δυσχέρημα, ἔκθλιψις, ἔτασις, θλῖψις, κακοπάθεια, κακοπαθία, καταπόνησις, λύπη, μέρμηρα, ξυνοχή, πεῖσις, πένθος, πωρητύς, σαββώ, συνοχή, συντριβή, σύντριμμα, συντριμμός, τὰ δύσφορα; Irish: angar, galar, doilíos; Italian: afflizione; Ladino: afrision, afriisyon; Malay: kepayahan; Plautdietsch: Älent; Polish: cierpienie, przypadłość, afekcja; Portuguese: aflição; Russian: страдание, печаль, огорчение, боль, горе, мучение; Serbo-Croatian: patnja, trpljenje; Spanish: aflicción, tribulación, quebranto; Turkish: ızdırap, dert, keder