ἁρμόδιος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=armodios | |Transliteration C=armodios | ||
|Beta Code=a(rmo/dios | |Beta Code=a(rmo/dios | ||
|Definition=α, ον, ([[ἁρμόζω]]) < | |Definition=α, ον, ([[ἁρμόζω]])<br><span class="bld">A</span> [[fitting together]], [[θύραι]], metaph. of the lips, Thgn.422.<br><span class="bld">II</span> [[fitting]], ἥβη Id.724; δεῖπνον Pi.''N.''1.21; <b class="b3">ἀνθρώποις ἁρμόδιόν [ἐδτι]</b> c. inf., Democr.187, cf. Aeschin.Socr.52; μέρη τῆς πολιτείας ἁ. τοῖς τηλικούτοις Plu.2.793a; πᾶν σῶμα ἁ. εἶναι ψυχῇ Aen.Gaz.''[[Theophrastus|Thphr.]] ''p.60 B.: Comp. ἁρμοδιώτερος, γάμος Hld.1.21: Sup. ἁρμοδιώτατος, ἔς τι Arr.''Tact.''16.4; also, [[agreeable]], Parth.16.2. Adv. [[ἁρμοδίως]] = [[proportionately]], [[appropriately]] Plu.''Arist.''24, ''PGiss.''57.6 (vi/vii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />bien ajusté, proportionné, convenable, agréable.<br />'''Étymologie:''' DELG R. Αρ, qui s'adapte, qui convient. | |btext=α, ον :<br />[[bien ajusté]], [[proportionné]], [[convenable]], [[agréable]].<br />'''Étymologie:''' DELG R. Αρ, qui s'adapte, qui convient. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=α, ον,<br><b class="num">1</b> <i>[[zusammenpassend]], [[wohlgeordnet]]</i>, [[ἀρεστός]] erkl. Suid.; [[δεῖπνον]] Pind. <i>N</i>. 1.21, ein <i>[[angemessen]]</i>es Mahl; vgl. <i>P</i>. 4.129.<br><b class="num">2</b> <i>[[gefällig]]</i>, Parthen. 16; – ἁρμοδιώτατα DL. 1.44. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἁρμόδιος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἁρμόδιος:'''<br /><b class="num">1</b> [[соответствующий]], [[подходящий]], [[удобный]] ([[τόπος]] Arst.; τινι Luc. и πρός τι Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[надлежащий]], [[хорошо приготовленный]] ([[δεῖπνον]] Pind.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἁρμόζω]]<br /><b class="num">I.</b> [[fitting]] [[together]], Theogn.<br /><b class="num">II.</b> well-[[fitting]], [[accordant]], [[agreeable]], Theogn.:—adv. -ως, Plut. | |mdlsjtxt=[[ἁρμόζω]]<br /><b class="num">I.</b> [[fitting]] [[together]], Theogn.<br /><b class="num">II.</b> well-[[fitting]], [[accordant]], [[agreeable]], Theogn.:—adv. -ως, Plut. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[κατάλληλος]], [[ἀρεστός]]). Παράγωγο τοῦ [[ἁρμόζω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:41, 2 November 2024
English (LSJ)
α, ον, (ἁρμόζω)
A fitting together, θύραι, metaph. of the lips, Thgn.422.
II fitting, ἥβη Id.724; δεῖπνον Pi.N.1.21; ἀνθρώποις ἁρμόδιόν [ἐδτι] c. inf., Democr.187, cf. Aeschin.Socr.52; μέρη τῆς πολιτείας ἁ. τοῖς τηλικούτοις Plu.2.793a; πᾶν σῶμα ἁ. εἶναι ψυχῇ Aen.Gaz.Thphr. p.60 B.: Comp. ἁρμοδιώτερος, γάμος Hld.1.21: Sup. ἁρμοδιώτατος, ἔς τι Arr.Tact.16.4; also, agreeable, Parth.16.2. Adv. ἁρμοδίως = proportionately, appropriately Plu.Arist.24, PGiss.57.6 (vi/vii A.D.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον Longin.12.5]
I bien ajustado θύραι fig. por los labios, Thgn.422.
II fig.
1 gener. adecuado, apropiado δεῖπνον Pi.N.1.21, σὺν δ' ἥβη γίνεται ἁρμοδία la juventud llega a su plenitud Thgn.724, παρεχόντων ... τἆλλα ἁρμόδια Hesperia 18.1949.58.18 (Andros V a.C.), τὸ πέρα καθεύδειν ... τοῖς τεθνηκόσι μᾶλλον ἤπερ τοῖς ζῶσιν ἁρμόδιον Aeschin.Socr.52, πολλὰ μέρη τῆς πολιτείας ἐχούσης ἁρμόδια καὶ πρόσφορα τοῖς τηλικούτοις Plu.2.793a, τῆς δὲ χύσεως ... ἁρμόδιος Longin.l.c., τὰ οὐδέτερα ἁρμόδιά ἐστιν τοῖς ἑνικοῖς A.D.Synt.224.5, ἔστιν ἐς πᾶσάν τε μεταβολὴν ἁρμοδιώτατον de una formación militar cerrada, Arr.Tact.16.4, τί γὰρ ἁρμοδιώτερον M.Ant.7.57
•conveniente ἀνθρώποις ἁρμόδιον ψυχῆς μᾶλλον ἢ σώματος λόγον ποιεῖσθαι Democr.B 187, cf. D.C.38.28.2, de fórmulas pitagóricas αὐτὸ ψυχῇ τε καὶ σώματι ἁρμοδιώτατον Luc.Laps.5.
2 de pers. grato, agradable Περσεὺς ... τῇ γυναικὶ βουλόμενος ἁρμόδιος εἶναι Hegesipp.Hist.4, μέτριος, ἐπιεικής, ἁρμόδιος τῷ βίῳ Luc.Vit.Auct.26, cf. Ar.Fr.781, τόπος ἁ. καὶ προσφιλής Hsch.
•ἁρμόδιοι· οἰκεῖοι, συγγενεῖς, φίλοι Hsch.
3 ἁ. μέλος· μέτρον Hsch., cf. Ἁρμόδιος II 1.
III adv. ἁρμοδίως = apropiadamente ἁ. πρὸς τὴν ἀνατομήν Ach.Tat.3.22.5
•debidamente ἀντιγραφῆναι ἁρμοδίως PGiss.57.6 (VI/VII d.C.).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
bien ajusté, proportionné, convenable, agréable.
Étymologie: DELG R. Αρ, qui s'adapte, qui convient.
German (Pape)
α, ον,
1 zusammenpassend, wohlgeordnet, ἀρεστός erkl. Suid.; δεῖπνον Pind. N. 1.21, ein angemessenes Mahl; vgl. P. 4.129.
2 gefällig, Parthen. 16; – ἁρμοδιώτατα DL. 1.44.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμόδιος:
1 соответствующий, подходящий, удобный (τόπος Arst.; τινι Luc. и πρός τι Plut.);
2 надлежащий, хорошо приготовленный (δεῖπνον Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμόδιος: -α, -ον, (ἁρμόζω) ὁ ἁρμόζων, προσαρμοζόμενος, πολλοῖς ἀνθρώπων γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται ἁρμόδιαι Θέογν. 422. ΙΙ. ἁρμόδιος, ἀνάλογος, φιλικός, ἀρεστός, ὁ αὐτ. 724· ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται Πινδ. Ν. 1. 31· ἁρμ. τόπος, κατάλληλος, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 1· πρβλ. ἁρμόζω ΙΙ. 2: - Ἐπίρρ. -ως Πλουτ. Ἀριστείδ. 24.
English (Slater)
ἁρμόδιος fitting ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται (N. 1.21)
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἁρμόδιος, -ία, -ιον)
ο κατάλληλος, ο υπεύθυνος ή ο ειδικός σε ένα θέμα
αρχ.
ο ταιριαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταρρηματικός σχηματισμός < (θ.) αρμοδ-, αρμόζω (πρβλ. κύριο όνομα Αρμόδιος)].
Greek Monotonic
ἁρμόδιος: -α, -ον (ἁρμόζω)·
I. προσαρμοζόμενος μαζί με, σε Θέογν.
II. καλοπροσάρμοστος, σύμφωνος, ταιριαστός, αρμονικός, στον ίδ.· επίρρ. -ως, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἁρμόζω
I. fitting together, Theogn.
II. well-fitting, accordant, agreeable, Theogn.:—adv. -ως, Plut.
Mantoulidis Etymological
(=κατάλληλος, ἀρεστός). Παράγωγο τοῦ ἁρμόζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.