στρωμνή: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stromni | |Transliteration C=stromni | ||
|Beta Code=strwmnh/ | |Beta Code=strwmnh/ | ||
|Definition=Aeol. -α, Dor. | |Definition=Aeol. -α, Dor. [[στρωμνά]], ἡ, [[bed spread]] or [[prepared]]: generally, [[bed]], [[couch]], Sapph.''Supp.''23.21, Pi.''P.''1.28, A.''Ch.''671, E.''Ph.''421, Th.8.81, X.''Smp.''4.38, etc.; [[mattress]], [[bedding]], Id.''Mem.''2.1.30, [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 321a, Sor.1.85, Gal.6.44, 16.568; <b class="b3">σ. ἄφθιτος</b>, of the golden fleece, Pi.''P.''4.230; <b class="b3">στρωνύτω στρωμνάς</b>, of the [[lectisternium]], ''SIG''589.44 (Magn. Mae., ii B.C.), cf. 1106.95 (Cos, iv/iii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0957.png Seite 957]] ἡ, das gebreitete oder bereitete Lager; ἀπὸ στρωμνᾶς ὀρούει, Pind. N. 1, 50; [[ἄφθιτος]], vom goldenen Vließ, P. 4, 230; Aesch. Ch. 660; Eur. Phoen. 424; Thuc. 8, 81; Plat. Prot. 322 a u. öfter, Xen. Cyr. 8, 3, 36; οὐ μόνον τὰς στρωμνάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας παρασκευάζεις, Mem. 2, 1, 30. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0957.png Seite 957]] ἡ, das gebreitete oder bereitete Lager; ἀπὸ στρωμνᾶς ὀρούει, Pind. N. 1, 50; [[ἄφθιτος]], vom goldenen Vließ, P. 4, 230; Aesch. Ch. 660; Eur. Phoen. 424; Thuc. 8, 81; Plat. Prot. 322 a u. öfter, Xen. Cyr. 8, 3, 36; οὐ μόνον τὰς στρωμνάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας παρασκευάζεις, Mem. 2, 1, 30. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[lit étendu]], [[couche]];<br /><b>2</b> [[couverture de lit]].<br />'''Étymologie:''' [[στρώννυμι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στρωμνή -ῆς, ἡ, Aeol. en Dor. στρώμνᾱ [στρώννυμι] bed. matras, beddengoed. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''στρωμνή:''' дор. [[στρωμνά]] (ᾱ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[постель]], [[ложе]] Pind., Aesch., Thuc., Xen., Eur.;<br /><b class="num">2</b> [[покрывало]] Xen. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. στρώμνα και δωρ. τ. στρωμνά Α<br /><b>1.</b> στρωμένη [[κλίνη]]<br /><b>2.</b> [[κλίνη]], [[ανάκλιντρο]]<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που στρώνει [[κανείς]] σε [[κρεβάτι]] ή σε [[δάπεδο]] προκειμένου να κοιμηθεί [[πάνω]] σε αυτό, [[στρώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />παχύ [[στρώμα]] από φυτικές ουσίες, λ.χ. [[άχυρο]], [[πάνω]] στο οποίο κατακλίνονται τα ζώα, [[στρωματιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) (στην [[ποίηση]]) «στρωμνὴ [[ἄφθιτος]]» — το χρυσόμαλλο [[δέρας]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />β) «στρωνύτω στρωμνάς» — [[στρώση]] [[ιερής]] κλίνης και, ειδικότερα, [[εορτή]] τών Ρωμαίων [[κατά]] την οποία θυσίαζαν σε διακοσμημένες στρωμνές τών θεών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>στερη</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[στρώνω]]) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> παθ. παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>στρω</i>-<i>μαι</i>) με [[επίθημα]] -<i>μνη</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. στρώμνα και δωρ. τ. στρωμνά Α<br /><b>1.</b> στρωμένη [[κλίνη]]<br /><b>2.</b> [[κλίνη]], [[ανάκλιντρο]]<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που στρώνει [[κανείς]] σε [[κρεβάτι]] ή σε [[δάπεδο]] προκειμένου να κοιμηθεί [[πάνω]] σε αυτό, [[στρώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />παχύ [[στρώμα]] από φυτικές ουσίες, λ.χ. [[άχυρο]], [[πάνω]] στο οποίο κατακλίνονται τα ζώα, [[στρωματιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) (στην [[ποίηση]]) «στρωμνὴ [[ἄφθιτος]]» — το χρυσόμαλλο [[δέρας]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />β) «στρωνύτω στρωμνάς» — [[στρώση]] [[ιερής]] κλίνης και, ειδικότερα, [[εορτή]] τών Ρωμαίων [[κατά]] την οποία θυσίαζαν σε διακοσμημένες στρωμνές τών θεών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>στερη</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[στρώνω]]) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> παθ. παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>στρω</i>-<i>μαι</i>) με [[επίθημα]] -<i>μνη</i> (<b>πρβλ.</b> [[λίμνη]], [[πλήμνη]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στρωμνή:''' ἡ, στρωμένο ή προετοιμασμένο [[κρεβάτι]]· γενικά, [[κρεβάτι]], [[ανάκλιντρο]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· [[στρώμα]], κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια, σε Ξεν.· στρωμνὴ [[ἄφθιτος]], λέγεται για το χρυσόμαλλο [[δέρας]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''στρωμνή:''' ἡ, στρωμένο ή προετοιμασμένο [[κρεβάτι]]· γενικά, [[κρεβάτι]], [[ανάκλιντρο]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· [[στρώμα]], κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια, σε Ξεν.· στρωμνὴ [[ἄφθιτος]], λέγεται για το χρυσόμαλλο [[δέρας]], σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''στρωμνή''': ἡ, ἐστρωμένη [[κλίνη]] ἢ παρεσκευασμένη· [[καθόλου]], [[κλίνη]], ἀνάκλιντρον, Πινδ. Π. 1. 54, κτλ., καὶ Ἀττ., ὡς Αἰσχύλ. Χο. 671, Εὐρ. Φοίν. 421, Θουκ. 8. 81, Ξεν. Συμπ. 4. 38· [[στρῶμα]], στρώματα καὶ σκεπάσματα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 30· στρ. [[ἄφθιτος]], ἐπὶ τοῦ χρυσοῦ δέρματος, Πινδ. Π. 4. 410. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[στρωμνή]], ἡ,<br />a bed [[spread]] or [[prepared]]; [[generally]], a bed, [[couch]], Pind., Aesch., etc.: a [[mattress]], [[bedding]], Xen.; στρ. [[ἄφθιτος]], of the [[golden]] [[fleece]], Pind. [from [[στρώτης]] | |mdlsjtxt=[[στρωμνή]], ἡ,<br />a bed [[spread]] or [[prepared]]; [[generally]], a bed, [[couch]], Pind., Aesch., etc.: a [[mattress]], [[bedding]], Xen.; στρ. [[ἄφθιτος]], of the [[golden]] [[fleece]], Pind. [from [[στρώτης]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[στρώννυμι]], [[στορέννυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[cubile]]'', [[bed]], [[couch]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.81.3/ 8.81.3]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:51, 16 November 2024
English (LSJ)
Aeol. -α, Dor. στρωμνά, ἡ, bed spread or prepared: generally, bed, couch, Sapph.Supp.23.21, Pi.P.1.28, A.Ch.671, E.Ph.421, Th.8.81, X.Smp.4.38, etc.; mattress, bedding, Id.Mem.2.1.30, Pl.Prt. 321a, Sor.1.85, Gal.6.44, 16.568; σ. ἄφθιτος, of the golden fleece, Pi.P.4.230; στρωνύτω στρωμνάς, of the lectisternium, SIG589.44 (Magn. Mae., ii B.C.), cf. 1106.95 (Cos, iv/iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 957] ἡ, das gebreitete oder bereitete Lager; ἀπὸ στρωμνᾶς ὀρούει, Pind. N. 1, 50; ἄφθιτος, vom goldenen Vließ, P. 4, 230; Aesch. Ch. 660; Eur. Phoen. 424; Thuc. 8, 81; Plat. Prot. 322 a u. öfter, Xen. Cyr. 8, 3, 36; οὐ μόνον τὰς στρωμνάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας παρασκευάζεις, Mem. 2, 1, 30.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 lit étendu, couche;
2 couverture de lit.
Étymologie: στρώννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρωμνή -ῆς, ἡ, Aeol. en Dor. στρώμνᾱ [στρώννυμι] bed. matras, beddengoed.
Russian (Dvoretsky)
στρωμνή: дор. στρωμνά (ᾱ) ἡ
1 постель, ложе Pind., Aesch., Thuc., Xen., Eur.;
2 покрывало Xen.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. στρώμνα και δωρ. τ. στρωμνά Α
1. στρωμένη κλίνη
2. κλίνη, ανάκλιντρο
3. καθετί που στρώνει κανείς σε κρεβάτι ή σε δάπεδο προκειμένου να κοιμηθεί πάνω σε αυτό, στρώμα
νεοελλ.
παχύ στρώμα από φυτικές ουσίες, λ.χ. άχυρο, πάνω στο οποίο κατακλίνονται τα ζώα, στρωματιά
αρχ.
φρ. α) (στην ποίηση) «στρωμνὴ ἄφθιτος» — το χρυσόμαλλο δέρας (Πίνδ.)
β) «στρωνύτω στρωμνάς» — στρώση ιερής κλίνης και, ειδικότερα, εορτή τών Ρωμαίων κατά την οποία θυσίαζαν σε διακοσμημένες στρωμνές τών θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα στερη- (βλ. λ. στρώνω) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. παθ. παρακμ. ἔ-στρω-μαι) με επίθημα -μνη (πρβλ. λίμνη, πλήμνη)].
Greek Monotonic
στρωμνή: ἡ, στρωμένο ή προετοιμασμένο κρεβάτι· γενικά, κρεβάτι, ανάκλιντρο, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· στρώμα, κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια, σε Ξεν.· στρωμνὴ ἄφθιτος, λέγεται για το χρυσόμαλλο δέρας, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
στρωμνή: ἡ, ἐστρωμένη κλίνη ἢ παρεσκευασμένη· καθόλου, κλίνη, ἀνάκλιντρον, Πινδ. Π. 1. 54, κτλ., καὶ Ἀττ., ὡς Αἰσχύλ. Χο. 671, Εὐρ. Φοίν. 421, Θουκ. 8. 81, Ξεν. Συμπ. 4. 38· στρῶμα, στρώματα καὶ σκεπάσματα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 30· στρ. ἄφθιτος, ἐπὶ τοῦ χρυσοῦ δέρματος, Πινδ. Π. 4. 410.
Middle Liddell
στρωμνή, ἡ,
a bed spread or prepared; generally, a bed, couch, Pind., Aesch., etc.: a mattress, bedding, Xen.; στρ. ἄφθιτος, of the golden fleece, Pind. [from στρώτης
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό στρώννυμι, στορέννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.