ἀκοσμία: Difference between revisions
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
(6_9) |
|||
(30 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akosmia | |Transliteration C=akosmia | ||
|Beta Code=a)kosmi/a | |Beta Code=a)kosmi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class=" | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[disorder]], Pl.''Grg.''508a, Ael.''Tact.''41.2; [[extravagance]], [[excess]], λόγων E.''IA''317:—in moral sense, [[disorderliness]] (with play on [[κόσμος]] ''II.1''), [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''846: in plural, Pl.''Smp.''188b; αἱ ἀκοσμίαι τοῦ πλήθους Phld.''Hom.'' p.340.<br><span class="bld">2</span> [[absence]] of [[κόσμος]], [[chaos]], Dam.''Pr.''205.<br><span class="bld">II</span> [[abeyance]] of κόσμοι, in Crete ([[κόσμος]] ''III''), [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1272b8. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -η Gr.Naz.<i>Mul.Orn</i>.287<br /><b class="num">I</b> [[carencia de adorno]]<br /><b class="num">1</b> c. sent. peyorativo [[desadorno]], [[fealdad]], [[mal gusto]], [[desazón]] κόσμος πόλει μὲν εὐανδρία ... σώματι δὲ κάλλος ... τὰ δὲ ἐναντία τούτων [[ἀκοσμία]] Gorg.B 11.1, ἡ περὶ τοὺς πόδας ἀ. τῶν γυναικῶν el mal gusto de las mujeres en lo referente a (el modo de adornar) los pies</i> Clem.Al.<i>Paed</i>.2.12.122<br /><b class="num">•</b>de la [[fealdad]] producida por una cicatriz [[ἀφόρητος]] ... ἡ ἀ. <i>Hippiatr.Paris</i>.262.<br /><b class="num">2</b> c. sent. positivo [[sencillez]] Gr.Naz.l.c.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[desorden]], [[tumulto]], [[confusión]] θόρυβος καὶ λόγων [[ἀκοσμία]] E.<i>IA</i> 317, ἀ. τοῦ πλήθους Phld.<i>Hom</i>.25.33, τῶν βαρβάρων Ael.<i>Tact</i>.41.2, μυθικὴ ἀ. Plu.2.926e<br /><b class="num">•</b>en sent. fil. [[caos]], [[desorden]] τὸ ὅλον τοῦτο διὰ ταῦτα κόσμον καλοῦσιν ... οὐκ ἀκοσμίαν Pl.<i>Grg</i>.508a, κόσμον ἐτύμως τὸ σύμπαν ἀλλ' οὐκ ἀκοσμίαν ὀνομάσασα Arist.<i>Mu</i>.399<sup>a</sup>14, τὴν ἀκοσμίαν ... κόσμον καλεῖς Ph.2.492, cf. Dam.<i>in Prm</i>.205.<br /><b class="num">2</b> en sent. moral [[desenfreno]], [[exceso]] οὐ κόσμος ... ἀλλ' [[ἀκοσμία]] φαίνοιτ' ἄν S.<i>Fr</i>.846, πλεονεξία καὶ ἀ. Pl.<i>Smp</i>.188b, ἀ. ἀκολουθεῖ τῇ ἀκολασίᾳ Arist.<i>VV</i> 1251<sup>a</sup>22, ἀ. ῥητόρων Aeschin.3.4, τρόπου Aeschin.1.189, τῶν γυναικῶν καὶ τῶν νεανίσκων D.C.54.16.3.<br /><b class="num">III</b> en Creta [[suspensión de la magistratura de los κόσμοι]] Arist.<i>Pol</i>.1272<sup>b</sup>8. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[désordre]], [[trouble]], [[confusion]];<br /><b>2</b> [[dérèglement]], [[licence]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄκοσμος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ,<br><b class="num">1</b> <i>[[Unordnung]]</i>, Plat. <i>Gorg</i>. 508 a: Arist. <i>Pol</i>. 2.8, und oft Plut., mit [[θόρυβος]] verb. <i>Galb</i>. 15.<br><b class="num">2</b> <i>[[Ungebührlichkeit]], [[Frechheit]]</i>, Plat. <i>Symp</i>. 188b, [[neben]] [[πλεονεξία]]; λόγων ἀκ. Eur. <i>Iph.A</i>. 317. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκοσμία:''' ἡ [[неупорядоченность]], [[беспорядочность]], [[беспорядок]], [[смятение]] Plat., Arst., Plut.: πλεονεξίαι καὶ ἀκοσμίαι Plat. беспорядочная чрезмерность; λόγων ἀ. Eur. безобразные речи. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκοσμία''': ἡ, [[ἀκαταστασία]], Πλάτ. Γοργ. 508Α: [[ἀκράτεια]], [[ὑπερβολή]], λόγων, Εὐρ. Ι.Α. 317: - ἐπὶ ἠθικής ἐννοίας, διαγωγὴ ἄτακτος καὶ [[ἀκόλαστος]]. Σοφ. Ἀποσπ. 726· κατὰ πληθ. Πλάτ. Συμπ. 188Β. ΙΙ. [[μεσοβασιλεία]] (ἴδε [[κόσμος]] ΙΙΙ, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 14. | |lstext='''ἀκοσμία''': ἡ, [[ἀκαταστασία]], Πλάτ. Γοργ. 508Α: [[ἀκράτεια]], [[ὑπερβολή]], λόγων, Εὐρ. Ι.Α. 317: - ἐπὶ ἠθικής ἐννοίας, διαγωγὴ ἄτακτος καὶ [[ἀκόλαστος]]. Σοφ. Ἀποσπ. 726· κατὰ πληθ. Πλάτ. Συμπ. 188Β. ΙΙ. [[μεσοβασιλεία]] (ἴδε [[κόσμος]] ΙΙΙ, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἀκοσμία]])<br />[[απρεπής]] [[συμπεριφορά]] ή [[πράξη]], [[απρέπεια]], [[παρεκτροπή]], [[ασχημοσύνη]]<br />«[[ακοσμία]] του πλήθους»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αταξία]], [[ακαταστασία]]<br /><b>2.</b> υπερβολική [[χρήση]], [[υπερβολή]]<br /><b>3.</b> η [[περίοδος]], [[κατά]] τήν οποία δεν υπήρχαν κόσμοι (=άρχοντες) στις πόλεις της Κρήτης<br /><b>μσν.</b><br />η [[έλλειψη]] στολισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκοσμος]]<br />η λ. [[ακοσμία]] ως [[νεώτερος]] [[φιλοσοφικός]] όρος αποτελεί [[απόδοση]] στα Ελληνικά του ελληνογενούς νεολατιν. όρου <i>Akosmismus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κόσμος]], ο [[οποίος]] πλάστηκε από τους Γερμανούς Φίχτε και Χέγκελ<br />ο όρος αποδόθηκε [[επίσης]] και ως <i>ακοσμισμός</i> από τον καθηγητή της Φιλοσοφίας Νικόλ. Κοτζιά]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκοσμία:''' ἡ, [[ακαταστασία]], σε Πλάτ.· [[ακράτεια]], [[υπερβολή]], σε Ευρ.· με [[ηθική]] [[σημασία]], [[αταξία]], [[έκλυση]] ηθών, [[αναταραχή]], άστατη [[διαχείριση]], [[συμπεριφορά]], σε Σοφ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[ἄκοσμος]]<br />[[disorder]], Plat.: [[extravagance]], Eur.:—in [[moral]] [[sense]], [[disorderliness]], [[disorderly]] [[conduct]], Soph. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[disorder]], [[disorderliness]] | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[confusion]]=== | |||
Arabic: اِلْتِبَاس; Hijazi Arabic: لخبطة, حوسة, خربطة; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: [[verwarring]], [[war]]; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: [[confusion]], [[désordre]]; German: [[Verwirrung]], [[Durcheinander]], [[Konfusion]], [[Verwechslung]]; Greek: [[σύγχυση]], [[μπέρδεμα]]; Ancient Greek: [[ἀδιαληψία]], [[ἀκαταστασία]], [[ἀκοσμία]], [[ἀκρισία]], [[ἀλαλία]], [[ἀλλοδοξία]], [[ἀλογία]], [[ἀλογίη]], [[ἀνακύκλησις]], [[ἀναστροφή]], [[ἀναφυρμός]], [[ἀνάχυσις]], [[ἀντεμπλοκή]], [[ἄνω ποταμῶν]], [[ἀσάφεια]], [[ἀσυστασία]], [[ἀταξία]], [[ἀταξίη]], [[Βαβέλ]], [[διασκορπισμός]], [[διαστροφή]], [[διατροπή]], [[δίνη]], [[δυσωπία]], [[ἐκβρασμός]], [[ἔκπληξις]], [[ἐξαπόρησις]], [[ἐπάλλαξις]], [[ἐπιπλοκή]], [[ἐπιτάραξις]], [[θόρυβος]], [[καταφθορά]], [[κλόνος]], [[κυκηθμός]], [[ξύγχυσις]], [[ὄμιλλος]], [[ὅμιλος]], [[πολυμιγία]], [[ῥόθος]], [[σύγχυσις]], [[σύμφυρσις]], [[τάραγμα]], [[ταραγμός]], [[τάραξις]], [[ταραχή]], [[τύρβα]], [[τύρβασμα]], [[τύρβη]], [[φυρμός]]; Hebrew: בִּלְבּוּל; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: [[confusione]], [[disordine]]; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: [[tumultus]]; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: [[confusão]]; Romanian: confuzie; Russian: [[путаница]], [[неразбериха]], [[беспорядок]]; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: [[confusión]]; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:31, 21 November 2024
English (LSJ)
ἡ,
A disorder, Pl.Grg.508a, Ael.Tact.41.2; extravagance, excess, λόγων E.IA317:—in moral sense, disorderliness (with play on κόσμος II.1), S.Fr.846: in plural, Pl.Smp.188b; αἱ ἀκοσμίαι τοῦ πλήθους Phld.Hom. p.340.
2 absence of κόσμος, chaos, Dam.Pr.205.
II abeyance of κόσμοι, in Crete (κόσμος III), Arist.Pol.1272b8.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -η Gr.Naz.Mul.Orn.287
I carencia de adorno
1 c. sent. peyorativo desadorno, fealdad, mal gusto, desazón κόσμος πόλει μὲν εὐανδρία ... σώματι δὲ κάλλος ... τὰ δὲ ἐναντία τούτων ἀκοσμία Gorg.B 11.1, ἡ περὶ τοὺς πόδας ἀ. τῶν γυναικῶν el mal gusto de las mujeres en lo referente a (el modo de adornar) los pies Clem.Al.Paed.2.12.122
•de la fealdad producida por una cicatriz ἀφόρητος ... ἡ ἀ. Hippiatr.Paris.262.
2 c. sent. positivo sencillez Gr.Naz.l.c.
II 1desorden, tumulto, confusión θόρυβος καὶ λόγων ἀκοσμία E.IA 317, ἀ. τοῦ πλήθους Phld.Hom.25.33, τῶν βαρβάρων Ael.Tact.41.2, μυθικὴ ἀ. Plu.2.926e
•en sent. fil. caos, desorden τὸ ὅλον τοῦτο διὰ ταῦτα κόσμον καλοῦσιν ... οὐκ ἀκοσμίαν Pl.Grg.508a, κόσμον ἐτύμως τὸ σύμπαν ἀλλ' οὐκ ἀκοσμίαν ὀνομάσασα Arist.Mu.399a14, τὴν ἀκοσμίαν ... κόσμον καλεῖς Ph.2.492, cf. Dam.in Prm.205.
2 en sent. moral desenfreno, exceso οὐ κόσμος ... ἀλλ' ἀκοσμία φαίνοιτ' ἄν S.Fr.846, πλεονεξία καὶ ἀ. Pl.Smp.188b, ἀ. ἀκολουθεῖ τῇ ἀκολασίᾳ Arist.VV 1251a22, ἀ. ῥητόρων Aeschin.3.4, τρόπου Aeschin.1.189, τῶν γυναικῶν καὶ τῶν νεανίσκων D.C.54.16.3.
III en Creta suspensión de la magistratura de los κόσμοι Arist.Pol.1272b8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 désordre, trouble, confusion;
2 dérèglement, licence.
Étymologie: ἄκοσμος.
German (Pape)
ἡ,
1 Unordnung, Plat. Gorg. 508 a: Arist. Pol. 2.8, und oft Plut., mit θόρυβος verb. Galb. 15.
2 Ungebührlichkeit, Frechheit, Plat. Symp. 188b, neben πλεονεξία; λόγων ἀκ. Eur. Iph.A. 317.
Russian (Dvoretsky)
ἀκοσμία: ἡ неупорядоченность, беспорядочность, беспорядок, смятение Plat., Arst., Plut.: πλεονεξίαι καὶ ἀκοσμίαι Plat. беспорядочная чрезмерность; λόγων ἀ. Eur. безобразные речи.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοσμία: ἡ, ἀκαταστασία, Πλάτ. Γοργ. 508Α: ἀκράτεια, ὑπερβολή, λόγων, Εὐρ. Ι.Α. 317: - ἐπὶ ἠθικής ἐννοίας, διαγωγὴ ἄτακτος καὶ ἀκόλαστος. Σοφ. Ἀποσπ. 726· κατὰ πληθ. Πλάτ. Συμπ. 188Β. ΙΙ. μεσοβασιλεία (ἴδε κόσμος ΙΙΙ, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 14.
Greek Monolingual
η (Α ἀκοσμία)
απρεπής συμπεριφορά ή πράξη, απρέπεια, παρεκτροπή, ασχημοσύνη
«ακοσμία του πλήθους»
αρχ.
1. αταξία, ακαταστασία
2. υπερβολική χρήση, υπερβολή
3. η περίοδος, κατά τήν οποία δεν υπήρχαν κόσμοι (=άρχοντες) στις πόλεις της Κρήτης
μσν.
η έλλειψη στολισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκοσμος
η λ. ακοσμία ως νεώτερος φιλοσοφικός όρος αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά του ελληνογενούς νεολατιν. όρου Akosmismus < α- στερητ. + κόσμος, ο οποίος πλάστηκε από τους Γερμανούς Φίχτε και Χέγκελ
ο όρος αποδόθηκε επίσης και ως ακοσμισμός από τον καθηγητή της Φιλοσοφίας Νικόλ. Κοτζιά].
Greek Monotonic
ἀκοσμία: ἡ, ακαταστασία, σε Πλάτ.· ακράτεια, υπερβολή, σε Ευρ.· με ηθική σημασία, αταξία, έκλυση ηθών, αναταραχή, άστατη διαχείριση, συμπεριφορά, σε Σοφ.
Middle Liddell
[from ἄκοσμος
disorder, Plat.: extravagance, Eur.:—in moral sense, disorderliness, disorderly conduct, Soph.
English (Woodhouse)
Translations
confusion
Arabic: اِلْتِبَاس; Hijazi Arabic: لخبطة, حوسة, خربطة; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: verwarring, war; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: confusion, désordre; German: Verwirrung, Durcheinander, Konfusion, Verwechslung; Greek: σύγχυση, μπέρδεμα; Ancient Greek: ἀδιαληψία, ἀκαταστασία, ἀκοσμία, ἀκρισία, ἀλαλία, ἀλλοδοξία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀνακύκλησις, ἀναστροφή, ἀναφυρμός, ἀνάχυσις, ἀντεμπλοκή, ἄνω ποταμῶν, ἀσάφεια, ἀσυστασία, ἀταξία, ἀταξίη, Βαβέλ, διασκορπισμός, διαστροφή, διατροπή, δίνη, δυσωπία, ἐκβρασμός, ἔκπληξις, ἐξαπόρησις, ἐπάλλαξις, ἐπιπλοκή, ἐπιτάραξις, θόρυβος, καταφθορά, κλόνος, κυκηθμός, ξύγχυσις, ὄμιλλος, ὅμιλος, πολυμιγία, ῥόθος, σύγχυσις, σύμφυρσις, τάραγμα, ταραγμός, τάραξις, ταραχή, τύρβα, τύρβασμα, τύρβη, φυρμός; Hebrew: בִּלְבּוּל; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: confusione, disordine; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: tumultus; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: confusão; Romanian: confuzie; Russian: путаница, неразбериха, беспорядок; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: confusión; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ