καθίζω: Difference between revisions
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(eksahir) |
(strοng) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[sentar]], [[sentarse]] | |esgtx=[[sentar]], [[sentarse]] | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=[[another]] ([[active]]) [[form]] for [[καθέζομαι]]; to [[seat]] [[down]], i.e. [[set]] ([[figuratively]], [[appoint]]); intransitively, to [[sit]] ([[down]]); [[figuratively]], to [[settle]] ([[hover]], [[dwell]]): [[continue]], [[set]], [[sit]] ([[down]]), [[tarry]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 25 August 2017
English (LSJ)
Ion. κατ-, impf.
A κάθιζον Il.3.426,al.; in Prose ἐκάθιζον X.HG5.4.6, Din.2.13: fut.καθέσω Eup.12.11 D.; καθίσω (intr.) Apollod. Com.5; Ion. κατίσω (trans.) Hdt.4.190; Att. also καθιῶ X.An.2. 1.4, D.24.25, 39.11, IG22.778.13 (iii B.C.); Dor. καθιξῶ BionFr.10.16: aor. 1 καθεῖσα Il.18.389, al., subj. καθέσω h.Ap.ap.Th.3.104; inf. καθέσαι IG22.46aB*21, 25 (v/iv B.C.); poet. κάθεσσα Pi.P.5.42 codd.; this aor. καθεῖσα has Ms. authority in E.Hipp.31 (ἐγκαθ-, Med.), Ph. 1188, Hdt.1.88, 4.79, Th.7.82, but we also find Ep. κάθῐσα, Ion. κάτ- (for which κάθεσα, κάτεσον, etc., shd. perh. be restored), Il.19.280 (v.l. κάθεσαν), al., Hdt.1.89, 2.126, καθῖσα Ar.Ra.911, Th.6.66 (leg. καθεῖσα), later ἐκάθῐσα X.Cyr.6.1.23, Men.544, etc., cf. Poll.3.89; also Ep. part. καθίσσας Il.9.488; Dor. καθίξας Theoc.1.12, subj. καθίξῃ ib.51; late part. καθιζήσας, subj. -ζήσῃ, D.C.54.30, 37.27: pf. κεκάθῐκα D.S.17.115, Ep.Hebr.12.2, A.D.Synt.323.23:—Med., impf. ἐκαθιζόμην Ar.V.824, κὰδ . . ἵζ- Il.19.50: fut. καθιζήσομαι Pl.Phdr.229a, Euthd.278b, (προσ-) Aeschin.3.167, later καθίσομαι Ev.Matt.19.28, Plu.2.583f, -ιοῦμαι LXXMa.3.3, al.: aor. 1 καθεσσάμην Anacr.111; also ἐκαθισάμην SIG975.6 (Delos, iii B. C.), Hsch., (ἐπ-, παρ-) Th.4.130 codd., D.33.14; Ep. ἐκαθισσάμην Call.Dian.233, καθισσάμην A.R. 4.278, 1219:—Pass., aor. 1 part. καθιζηθείς D.C.63.5: I causal, make to sit down, seat, ἄλλους μὲν κάθισον Τρῶας Il.3.68; μή με κάθιζ' 6.360; σ' ἐπ' ἐμοῖσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας 9.488; κὰδ δ' εἷσ' ἐν θαλάμῳ 3.382; τὴν μὲν . . καθεῖσεν ἐπὶ θρόνου 18.389; κατίσαι τινὰ ἐπ' οἰκήματος Hdt.2.121.έ; καθιεῖν τινα εἰς τὸν θρόνον, i.e. to make him king, X. An.2.1.4; ἐπὶ θρόνον Phld.Vit.p.22 J. 2 set, place, τὸν μὲν . . καθεῖσεν ἐπ' ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ Il.5.36; κὰδ δ' ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν 2.549; Κρόνον . . Ζεὺς γαίης νέρθε καθεῖσε 14.204; καθίζειν τινὰ εἰς δόμον E.Ion1541; κ. στρατόν encamp it, Id.Heracl.664, cf. Th.4.90; κ. τὸ στράτευμα ἐς Χωρίον ἐπιτήδειον Id.6.66; σύλλογον εἰς Χωρίον κ., Χωρὶς μὲν τοὺς ὁπλίτας, Χωρὶς δὲ τοὺς ἱππέας Pl.Lg.755e. b post watchers, guards, etc., σκοπὸς ὅν ῥα καθεῖσεν Αἴγισθος Od.4.524; κατίσαι φυλάκους set guards, Hdt.1.89, cf. X.Cyr.2.2.14; ἄλλους κάτισον ἀγαγὼν κατὰ τὰς . . πύλας Hdt.3.155; κ. ἐνέδραν Plu.Publ.19: rarely of things, τι ἐπὶ τηγάνοις Pherecr.127. 3 set up, ἀνδριάντα κάθεσσαν Pi.P.5.42 codd.:—Med., καθέσσασθαι Anacr.111, A.R.4.1219. 4 cause an assembly, court, etc., to take their seats, convene, ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει Od.2.69; ὅταν καθέσωσιν ἀγῶνα h.Ap.ap.Th.3.104; κ. τὸ δικαστήριον Ar.V.305, cf. D.39.11, IG22.778.13; νομοθέτας D.24.25, prob. in Id.3.10; but κ. τινὶ δικαστήν appoint a judge to try a person, Pl.Lg.874a; ἐάν τε Χιλίους ἐάν θ' ὁποσουσοῦν ἡ πόλις καθίσῃ D.21.223; constitute, establish, δικαστήρια Pl.Plt.298e; βουλὴν ἐπίσκοπον πάντων Plu.Sol.19. 5 put into a certain condition, esp. in the phrase κλαίοντά τινα κ set him aweeping, κλάοντα καθέσω ς' Eup. l.c., cf. Pl.Ion535e, X.Cyr.2.2.15; but ib.14 κλαίειν τινὰ κ. to make him weep: for Theoc.1.51, v. ἀκράτιστος. 6 marry, γυναῖκας ἀλλοτρίας LXXNe.13.27, cf. 23. II intr., take one's seat, sit, abs., Il.3.394, etc.; μετ' ἀθανάτοισι, ἐν θρόνοισι καθίζειν, 15.50, Od.8.422; ἐν [θώκοισι] Hdt.1.181; ἐπὶ τοῖς ἐργαστηρίοις or τῶν -ίων, Isoc.18.9, 7.15; ἐπὶ σκίμποδα Ar.Nu.254; ἐπὶ δένδρου Arist. HA614a34 (but κ. ἐπὶ κώπην, of rowers, Ar.Ra.197); of suppliants, κ. ἐπὶ τὸν βωμόν Th.1.126, Lys.13.24; εἰς γόνυ D.S.17.115: in Poets also c. acc., κ. τρίποδα E.Ion366, El.980; βωμόν, ὀμφαλόν, ἱερά, Id.HF48, Ion6, 1317. 2 sit, recline at meals, X.Cyr.8.4.2. 3 sit as judge, Hdt.1.97, 5.25, Pl.Lg.659b, Ph.1.382; hold a session, of the πρόεδροι, D.24.89, cf. Hermes 17.5 (Delos). 4 reside, μετά τινος LXXRu.2.23 (3.1); ἐν πόλει ib.Ne.11.1. 5 settle, sink down, ἐπὶ τὰ ἰσχία καθίσαι τὼ ἵππω Pl.Phdr.254c; καθίσας ὁ φελλὸς ἀνοίξει τὸν κρουνόν HeroSpir.1.20. 6 of ships, run aground, be stranded, Plb.1.39.3, Str.2.3.4. III Med.in intr.sense, Il.19.50(in tmesi), Theoc.15.3, etc.; εἰς τὸν αὐτὸν θᾶκον Pl.R.516e; ἐὰν δὲ καθίζεσθαι κελεύσῃ if he order them to take their seats (among the spectators in the theatre), D.21.56 (nisi leg. καθέζεσθαι, as also ib.162, both readings are found ib.119); καθίζεσθαι ἢ κατακλινῆναι Pl.Phdr.228e. 2 of birds, settle, alight, Arist.HA614b23. 3 leave goods purchased in a market, SIG975.6 (Delos, iii B.C.).--Att. in this signf. acc. to Hsch.
German (Pape)
[Seite 1285] (s. ἵζω), impf. καθῖζον u. ἐκάθιζον, Od. 16, 408, wie aor. gew. ἐκάθισα, auch καθῖσα, Ar. Ran. 911 Thuc. 6, 66. 7, 82; fut. καθιῶ, z. B. Dem. 39, 11, Xen. An. 2, 1, 4, mit der v. l. καθίσειν, dor. καθιξῶ, Bion. 2, 16, auch καθιζήσω, bes. im med.; καθίξας Anacr. 31, 19, wie Theocr. 1, 12, καθιζηθείς D. Cass. 63, 5; perf. κεκάθικα, Apoll. Dysc. synt. p. 318; – niedersetzen, sich setzen lassen; μή με κάθιζε Il. 6, 360; σ' ἐπ' ἐμοῖσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας 9, 488; ἥ τ' ἀνδρῶν ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει, die Volksversammlung ansetzen, Od. 2, 69, vgl. Ar. Vesp. 303; τὴν σύγκλητον Plut. Oth. 9; τὴν βουλὴν πάντων ἐπίσκοπον Sol. 19; κάθιζε νῦν με Soph. O. C. 21; εἰς εὐγενῆ δόμον σε καθί. ζει Eur. Ion 1541; στρατόν Heracl. 664, wie Phoen. 1188, lagern lassen, vgl. Thuc. 4, 90, καθῖσαν τὸ στράτευμα ἐς χωρίον ἐπιτήδειον 6, 66, καθῖσε τὴν στρατιάν 7, 82, Plat. Legg. V, 755 e; καὶ ἅμα με καθίζει ἄγων παρὰ Κριτίαν Plat. Charm. 153 c; δικαστήρια, einsetzen, Polit. 298 e; δικαστήν, den Richter einsetzen, bestellen, Legg. IX, 873 e; ἐὰν κλαίοντας αὐτοὺς καθίσω, wenn ich sie weinen lasse, zum Weinen bringe, Ion 535 e; Xen. Cyr. 2, 2, 15 ἢν κλαίοντας ἐκεί. νους πειράσῃ καθίζειν; Conv. 3, 11 dem γελωτοποιεῖν entggstzt; Din. 3, 7 εἰς αἰτίαν καθίσαντα πᾶσαν τὴν πόλιν, wo Steph. καθιστάντα las; θυγα τέρα ἐπ' οἰκήματος Her. 2, 121, 5; – κάτισον φύλακας, stelle Posten aus, Her. 1, 89; εἰς τὸν θρόνον τὸν βασίλειον αὐτὸν καθιεῖν Xen. An. 2, 1, 4; ἐνέδραν, einen Hinterhalt legen, Plut. Poplic. 20. – Häufiger intr., sich niedersetzen, sich setzen, sitzen; εἰ μετ' ἀθανάτοισι καθίζοις Il. 15, 50, ἐπὶ κλισμοῖσι 8, 436, ἐν πέτρῃσι Od. 5, 156, ἐν θρόνοισι 8, 422; Eur. vrbdt es auch c. acc., βωμόν, auf den Altar, Herc. Fur. 48, ὀμφαλόν Ion 6, τρίποδα Or. 954; κάθιζε ἐπὶ τὸν ἱερὸν σκίμποδα Ar. Nubb. 255; ἐν τῷ θρόνῳ κατίζων δικάζει Her. 5, 25; ἐπὶ τοὺς βωμούς, als Hülfeflehender, Thuc. 1, 126, wie Lys. 13, 24; vom Heere, sich lagern, Thuc. 3, 107; εἰς τὴν προεδρίαν τῶν πρυτάνεων Din. 2, 13; von Richtern, Plat. Legg. II, 659 b; ὥςτε ἐπὶ τὰ ἰσχία ἄμφω καθίσαι τὼ ἵππω Phaedr. 254 c; προέδροις, οἳ κεκληρωμένοι καθίζουσιν ἐξ ὑμῶν Dem. 24, 89, wo es ebenfalls dem καθίστημι entspricht; von Gästen, sich zu Tische setzen, Xen. Cyr. 8, 4, 2; ἐπὶ κώπην, sich an's Ruder setzen, rudern, Ar. Ran. 198; von Schiffen, καθισάντων τῶν πλοίων, auf den Grund kommen, sitzen bleiben, Pol. 1, 39, 3. – Med. sich setzen, sitzen; ὅπου καθιζησόμεθα Plat. Phaedr. 229 a; Prot. 317 d; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
καθίζω: Ἰων. κατίζω: παρατ. καθῖζον ἢ κάθιζον (ὡς ὁ Wolf). Ὅμ., Ἀττ. ἐκάθιζον (ὡς εἰ τὸ ῥῆμα μὴ ἦτο σύνθετον) Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 6, Δείναρχ. 106. 34: - μέλλ. καθίσω Ἀπολλόδ. Κωμ. ἐν «Διαμαρτάνοντι» 2, Ἀττ. καθιῶ Ξεν. Ἀν. 2. 1, 4, Δημ. 4. 16, 708. 1., 997. 23, Δωρ. καθιξῶ Βίων 4. 16: - ἀόρ. α΄ ἐκάθῐσα Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4, Ἐπικ. κάθῐσα Ἰλ. Τ. 280, Ἀττ. καθῖσα Εὐρ. ἐν Φοιν. 1188, Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 911, Θουκ. 6. 66., 7. 82, Ἰων. κάτισα Ἡρόδ. 1. 88., 4. 79· Ἐπικ. μετοχ. καθίσσας Ὅμ., Δωρ. καθίξας Θεόκρ. 1. 12, ὑποτ. καθίξῃ αὐτόθι 51· παρὰ μεταγεν. ἐκαθίζησα Δίων Κ. 37. 27., 54. 30: - ὑπάρχει καὶ ἕτερος ἀόρ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καθεῖσα (κάθεσσα παρὰ Πινδ.) ἀείποτε ἐπὶ μεταβατ. σημασίας· ὑποτ. καθέσω, ἴδε κατωτ. Ι. 4 (ἴδε ἐν λ. ἵζω Ι): - πρκμ. κεκάθῐκα Διόδ. 17. 115: - Μέσ., παρατ. ἐκαθιζόμην Ἀριστοφ. Σφ. 824· ἐν τμήσει, κάδ δὲ μετὰ πρώτῃ ἀγορῇ ἵζοντο κιόντες Ἰλ. Τ. 50: μέλλ. καθιζήσομαι Πλάτ. Φαῖδρ. 229Α, Εὐθύδ. 278C, (προσ-) Αἰσχίν. 77. 33, παρὰ μετ. γεν. καθίσομαι Πλούτ. 2. 583F, Καιν. Διαθ., -ιοῦμαι Ἐβδ.· - ἀόρ. (ἐπ-, παρ-) εκαθισάμην Θουκ. 4. 130, Δημ. 897. 4. Ἐπικ. καθισσάμην Ἀπολλ. Ρόδ. δ. 278: - Παθ., ἀόρ. α΄ μετοχ. καθιζηθεὶς Δίων Κ. 63. 5: Ι. Μεταβατ. ἐνεργείας, βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, ἄλλους μὲν κάθισον Τρῶας Ἰλ. Ε. 68· μὴ με κάθιζ’ Ζ. 360· πρὶν γ’ ὅτε δὴ σ’ ἐπ’ ἐμοῖσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας Ι. 488· καδ’ δ’ εἶσ’ ἐν θαλάμῳ Γ. 382· τὴν μὲν ἔπειτα καθεῖσεν ἐπὶ θρόνου Σ. 389· κατίσαι τινὰ ἐπ’ οἰκήματι Ἡρόδ. 2. 121, 5· καθίσαι τινὰ εἰς θρόνον Ξεν. Ἀν. 2. 1, 4. 2) θέτω, τοποθετῶ, τὸν μὲν... καθεῖσεν ἐπ’ ἠϊόεντα Σκάμανδρον Ἰλ. Ε. 36· κὰδ δ’ ἐν Ἀθήνῃς εἶσεν Β. 549. πρβλ. Ὀδ. Ζ. 202· Κρόνον... Ζεὺς γαίης νέρθε καθεῖσεν Ἰλ. Ξ. 204· καθίσαι τινὰ εἰς δόμον Εὐρ. Ἴων 1541. στρατὸν καθίζει, βάλλει ἀυτὸν νὰ στρατοπεδεύσῃ, Εὐρ. Ἡρακλ. 664, Θουκ. 4. 90· καθ. τὸ στράτευμα ἐς χωρίον ἐπιτήδειον ὁ αὐτ. 6. 66· καθ. χωρὶς μὲν τοὺς ὁπλίτας, χωρὶς δὲ τοὺς ἱππέας Πλάτ. Νόμ. 755Ε. β) θέτω ἢ βάλλω πρός τινα σκοπόν. καθίστημι, σκοπὸς ὃν ῥα καθεῖσεν Αἴγισθος Ὀδ. Δ. 524· κατίσαι φυλάκους, φύλακας Ἡρόδ. 1. 89, Ξεν. Κύρ. 2. 2. 14· ἄλλους κάτισον ἀγαγὼν κατὰ τὰς... πύλας Ἡρόδ. 3. 155· καθ. ἐνέδραν Πλουτ. Ποπλ. 19: - σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τι ἐπὶ τηγάνοις Φερεκρ. ἐν «Πέρσαι» 4. 3) ἱδρύω, «στήνω», ἀνδριάντα κάθεσσαν Πινδ. Π. 5. 55· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βωμοί, τοὺς Μήδεια καθίσσατο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1219· περὶ τοῦ ἐν Εὐρ. Ἱππ. 31 χωρίου, ἴδε ἐν λ. ἐγκαθίζω. 4) συγκαλῶ ἢ διευθύνω συνέλευσιν, ἀγορὰς ἡμὲν λύει ἡδὲ καθίζει, περὶ τῆς Θέμιδος, Ὀδ. Β. 69· ἵστημι, ὅταν καθέσωσιν ἀγῶνα Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. παρὰ Θουκ. 3. 104· καθ. τὸ δικαστήριον, συγκαλῶ εἰς συνεδρίαν τὸ δικαστήριον, Ἀριστοφ. Σφ. 305, πρβλ. Δημ. 997. 23· τοὺς νομοθέτας ὁ αὐτ. 708. 1· ἀλλά, καθίζω τινὶ δικαστήν, διορίζω τινὰ δικαστὴν ὅπως δικάσῃ τινά, Πλάτ. Νόμ. 873Ε· ἐάν τε χιλίους ἐὰν θ’ ὁπόσους ἂν ἡ πόλις καθίσῃ Δημ. 585, ἐν τέλ.· ἱδρύω, ὁρίζω, δικαστήρια Πλάτ. Πολιτικ. 298Ε· τὴν βουλὴν Πλουτ. Σόλων 19. 5) φέρω τινὰ εἴς τινα κατάστασιν, κάμνω αὐτὸν νά, κλαίοντά τινα καθ. Πλάτ. Ἴων 535Ε, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15· ἀλλ’ αὐτόθι 14, κλαίειν τινὰ καθ., κάμνω τινὰ νὰ κλαίῃ: - περὶ τοῦ ἐν Θεοκρ. 1. 51 χωρίου, ἴδε ἀκράτιστος. ΙΙ. ἀμεταβ., καθίζω, λαμβάνω τὴν θέσιν μου, κάθημαι, ἀπολ., Ἰλ. Γ. 394, καὶ Ἀττ.· μετ’ ἀθανάτοισι καθίζοις Ἰλ. Ο. 50, καθῖζον ἐν... θρόνοισι Ὀδ. Θ. 422· ἐν θώκοις Ἡρόδ. 1. 181· ἐπὶ τοῖς ἐργαστηρίοις ἢ τῶν ἐργαστηρίων Ἰσοκ. 372D, 142D· ἐπὶ σκίμποδα Ἀριστοφ. Νεφ. 254· ἐπὶ δένδρων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 1· (ἀλλὰ, καθ. ἐπὶ κώπην, ἐπὶ ἐρετῶν, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 197)· καθ. ἐπὶ τὸν βωμὸν Θουκ. 1. 126, πρβλ. Λυσίαν 132. 4: - παρὰ ποιηταῖς ὡσαύτως μετ’ αἰτ., καθ. τρίποδα, βωμόν, ὀμφαλόν, ἱερὰ Εὐρ. Ἴων 366, Ἠλ. 980, Ἡρακλ. Μαιν. 48, Ἴων 6, 1317· πρβλ. ἕζομαι, ἵζω, ἦμαι, ἐφέζομαι, ἔφημαι, πρόσημαι, προσίζω, Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 191. 2) καθίζω νὰ φάγω, Λατ. discumbere, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 2. 3) λαμβάνω θέσιν ὡς δικαστής, καθίζω νὰ δικάσω, Ἡρόδ. 1. 97., 5. 25, Πλάτ. Νόμ. 659Β, Δημ. 728. 28. 4) καθίζω ἔν τινι χώρᾳ, στρατοπεδεύω, ἐς χωρίον Θουκ. 4. 93. 5) καθίζω (εἰς τὰ ὀπίσθια), ὥστε ἐπὶ τὰ ἰσχία ἄμφω καθίσαι τὼ ἵππω Πλάτ. Φαῖδρ. 254Β. 6) ἐπὶ πλοίων, ὡς καὶ νῦν, ἐπιγενομένης ἀμπωτέως καὶ καθισάντων τῶν πλοίων Πολύβ. 1. 39, 3, Στράβ. 99. ΙΙΙ. καὶ τοῦ μέσου γίνεται χρῆσις ἐπὶ τῆς ἀμεταβ. ταύτης σημασίας, Ἰλ. Τ. 50 (ἐν τμήσει), ἴδε ἐν τῇ ἀρχῇ, Θεόκρ. 15. 3, κτλ.· ἐὰν δὲ καθίζεσθαι κελεύσῃ, ἐὰν δὲ διατάξῃ νὰ λάβωσι τὰς θέσεις των (μεταξὺ τῶν θεατῶν τοῦ θεάτρου), Δημ. 532. 20· πρὶν καὶ προέδρους καθίζεσθαι ὁ αὐτ. 567. 6, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 229Α, Πολ. 516Ε, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ πτηνῶν, καταβαίνω, καθίζω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 1. Πρβλ. καθέζομαι.
French (Bailly abrégé)
f. καθίσω, att. καθιῶ, ao. ἐκάθισα, att. καθῖσα, pf. κεκάθικα;
I. tr. faire asseoir :
1 au pr. τινα qqn ; ἐπὶ γούνεσσι IL sur les genoux ; καθίσαι τινὰ εἰς θρόνον XÉN faire asseoir qqn sur un trône, faire roi;
2 faire siéger, convoquer : ἀγοράς OD tenir des assemblées;
3 établir, poster : στρατόν THC établir une armée dans une position ; φύλακας XÉN poster des gardes ; ἐνέδραν PLUT dresser une embuscade ; fig. τὴν βουλὴν ἐπίσκοπον PLUT établir le sénat comme surveillant;
4 mettre dans telle ou telle situation : τινα κλαίοντα PLAT ou κλαίειν τινά XÉN faire pleurer qqn;
II. intr. 1 s’asseoir : ἔν τινι, ἐπί τι sur qch ; en parl. de magistrats siéger;
2 en parl. d’une armée s’établir dans une position, camper;
Moy. καθίζομαι (fut. καθιζήσομαι) s’asseoir.
Étymologie: κατά, ἵζω.
English (Autenrieth)
ipf. καθῖζον, aor. 3 pl. κάθισαν, imp. κάθισον, part. καθίσσᾶς, κα- θίσᾶσα: intrans., sit; trans., cause to sit, place, convoke, Od. 2.69.
English (Slater)
καθίζω med.,
1 set up for oneself, dedicate ἀμφ' ἀνδριάντι σχεδόν, Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο̄ μονόδροπον φυτόν (locus metr. causa susp.) (P. 5.42)
Spanish
English (Strong)
another (active) form for καθέζομαι; to seat down, i.e. set (figuratively, appoint); intransitively, to sit (down); figuratively, to settle (hover, dwell): continue, set, sit (down), tarry.