κατασκευάζω: Difference between revisions Search Google

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(strοng)
(T21)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[κατά]] and a derivative of [[σκεῦος]]; to [[prepare]] [[thoroughly]] ([[properly]], by [[external]] [[equipment]]; [[whereas]] [[ἑτοιμάζω]] refers [[rather]] to [[internal]] [[fitness]]); by [[implication]], to [[construct]], [[create]]: [[build]], [[make]], [[ordain]], [[prepare]].
|strgr=from [[κατά]] and a derivative of [[σκεῦος]]; to [[prepare]] [[thoroughly]] ([[properly]], by [[external]] [[equipment]]; [[whereas]] [[ἑτοιμάζω]] refers [[rather]] to [[internal]] [[fitness]]); by [[implication]], to [[construct]], [[create]]: [[build]], [[make]], [[ordain]], [[prepare]].
}}
{{Thayer
|txtha=[[future]] κατασκευάσω; 1st aorist κατεσκεύασα; Passive, [[present]] κατασκευάζομαι; [[perfect]] participle κατεσκευασμενος; 1st aorist κατεσκευασθην; to [[furnish]], [[equip]], [[prepare]], [[make]] [[ready]];<br /><b class="num">a.</b> of [[one]] [[who]] makes [[anything]] [[ready]] for a [[person]] or [[thing]]: [[τήν]] ὁδόν, in [[spirit]], [[Xenophon]], Cyril 5,5, 10).<br /><b class="num">b.</b> of builders, to [[construct]], [[erect]], [[with]] the included [[idea]] of adoming and equipping [[with]] [[all]] things [[necessary]] ([[often]] so in Greek authors; cf. Bleek, Brief a. d. [[Hebrew]] ii. 1, p. 398f): οἶκον, κιβωτόν, σκηνήν, Sept. for בָּרָא, Isaiah 43:7.
}}
}}

Revision as of 18:00, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκευάζω Medium diacritics: κατασκευάζω Low diacritics: κατασκευάζω Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: kataskeuázō Transliteration B: kataskeuazō Transliteration C: kataskevazo Beta Code: kataskeua/zw

English (LSJ)

fut. -σκευάσω, Att.

   A -σκευῶ SIG1097.9 (Athens, iv B.C.), IPE12.32B53 (Olbia, iii B.C.): Dor. aor. -εσκεύαξα Ti. Locr.94d, Test.Epict.1.14, also κατεσκέαξα Africa Italiana 1.330 (Cyrene): Boeot. aor. inf. -σκευάττη SIG1185.13 (Tanagra, iii B.C.): pf. -εσκεύᾰκα D.42.30: fut. Med. 3sg. -ᾶται SIG1015.28 (Halic.): Dor. aor. Med. -εσκευαξάμην Test.Epict.1.9:—equip, furnish fully with . ., [πᾶσι] κ. τὸ πλοῖον with all appliances, D.18.194:—Med., τοὺς ἵππους Χαλκοῖς . . προβλήμασι κ. X.Cyr.6.1.51:—freq. in Pass., ἱρὸν θησαυροῖσί τε καὶ ἀναθήμασι κατεσκευασμένον Hdt.8.33, cf. 2.44; κατασκευὴ Χρυσῶ τε καὶ ἀργύρω κατεσκ. Id.9.82; οἷς ἡ Χώρα κατεσκεύασται Th.6.91.    2 without dat., furnish, equip fully, τὴν Χώραν X.An.1.9.19; κ. τινὰ ἐπὶ στρατιάν Id.Cyr.3.3.3; [ἐλέφαντας] κ. πρὸς τὴν πολεμικὴν Χρείαν OGI54.12 (Adule, iii B.C.):—Med., κ. τοὺς ὄνους having got his asses ready, Hdt.2.121.δ, etc.:—Pass., τῆς Ἀντάνδρου μελλούσης -σκευάζεσθαι Th.4.75, cf. 8.24; ἔργα -ασμένα cultivated farms, Anaxag.4; of persons, to be under treatment, Phld. Lib.p.3 O., al.    3 construct, build, γέφυραν Hdt.1.186 (Pass.); διδασκαλεῖον Antipho 6.11; πόλιν Pl.R.557d; γυμνάσια Id.Lg.761c; ἱερὰ θυσίας τε αὑτοῖς κ. Id.Criti.113c; ἐπιτείχισμ' ἐπὶ τὴν Ἀττικήν D. 18.71: generally, prepare, arrange, establish, κ. δημοκρατίαν X.HG 2.3.36; δύναμιν τῇ πόλει And.3.39; συμπόσιον Pl.R.363c; ἰσότητα τῆς οὐσίας Id.Lg.684d, cf. Arist.Pol.1265a39; ὀλιγαρχίαν Id.Ath. 37.1; ναύτας D.50.36; κ. τινὰς μελέτῃ train them, X.Cyr.8.1.43, etc.; turn out, πολιτικούς Phld.Rh.2.264 S., al.:—Med., κατασκευάζεσθαι ναυμαχίαν prepare it, make ready for it, v.l. for παρασκ- in Th.2.85; make for oneself, esp. build a house and furnish it, opp. ἀνασκευάζομαι Id.1.93, 2.17; unpack, opp. ἀνασκ., X.Cyr.8.5.2; κ. ἐρημίαν αὑτῶ Pl.Lg.730c, etc.; κ. τράπεζαν set up a bank, Is.Fr.66; κατασκευάζομαι τέχνην μυρεψικήν I am setting up as a perfumer, Lys.Fr. 1.2; τοὺς ἐγγυτάτω τῆς ἀγορᾶς κατεσκευασμένους Id.24.20; [πρόσοδον] οὐ μικρὰν κατεσκευάσαντο made themselves a good [income], D.27.61, cf. And.4.11.    4 of fraudulent transactions, fabricate, trump up, πρόφασιν X.Cyr.2.4.17; τὸ ἀπόρρητον κατασκευάσαι D.2.6; λιποταξίου γραφὴν κατεσκεύασεν Id.21.103, cf.92; Χρέα ψευδῆ Id.42.30, cf.45.22 (Pass.); of persons, suborn, λογοποιούς Din.1.35; set up, ἢ . . ἐπιτίθενται αὐτοὶ ἢ κατασκευάζουσιν ἕτερον Arist.Pol.1306a1; οἱ κατεσκευασμένοι τῶν Θετταλῶν men prepared for the purpose, D.18.151; κατεσκ. δανεισταί Id.42.28: c. inf., τὸν ἀνεψιὸν . . κατεσκεύασεν ἀμφισβητεῖν Id.55.1.    5 c. dupl. acc., make, render, [φρούρια] κ. ὡς ἐχυρώτατα X.Cyr.2.4.17; ἀριστερὰ δεξιῶν ἀσθενέστερα κ, Pl.Lg.795a; φοβερὸν κ. τὸ αὐτόχειρα γενέσθαι D.20.158; ἀνομοθέτητον ἑαυτῶ τὸν βίον Duris 10 J.; κ. τινὰ τοιοῦτον . . Arist.Rh.1380a2 (also with Adv., πρὸς ἑαυτὸν κ. εὖ τὸν ἀκροατήν render the audience favourably disposed towards oneself, 1419b11).    6 represent as so and so, κ. τινὰς παροίνους, ὑβριστάς, ἀγνώμονας, D.54.14, cf. 45.82; εἰ μὴ Γοργίαν Νέστορά τινα κατασκευάζεις unless you make out a Gorgias to be Nestor, Pl.Phdr. 261c.    7 in argument, maintain, prove, τῶν ἐν Εὐβοίᾳ πραγμάτων . . ὡς ἐγὼ αἴτιός εἰμι, κατεσκεύαζε tried to make out that... D.21.110; κ. ὅτι . . Arr.Epict.3.15.14, S.E.P.1.32; κ. τῶ λόγῳ establish a proposition by reasoning, Damian.Opt.5; διὰ λόγου -σκευασθήσεται Phld. Sign.6.    8 in Logic, construct a positive argument, opp. ἀναιρέω, ἀνασκευάζω (of negative arguments), Arist.Rh.1401b3, cf. Plu.2.1036b, etc.: Philos., κ. τῶν ἀριθμῶν ἰδέαν construct, postulate, Arist.EN1096a19, cf. Metaph.984b25, al.    9 Geom., construct, Euc.5.7 (Pass.), Archim.Sph.Cyl.2.6 (Pass.); solve by a construction, πρόβλημα Papp. 54.25.    10 Rhet., frame, ὀνόματα D.H.Comp.16; elaborate, κατεσκεύασται τὸ δοκοῦν εἶναι ἀφελές Id.Is.7; λόγος κατεσκευασμένος Str. 1.2.6.    11 abs. in Med., prepare oneself or make ready for doing, ὡς πολεμήσοντες Th.2.7; ὡς οἰκήσων X.An.3.2.24; ὡς εἰς μάχην Paus. 5.21.14.    12 Pass., of disease, to become established, -σκευαζομένου τοῦ πάθους Gal.8.332.

German (Pape)

[Seite 1378] bereiten, zurecht machen, anordnen, ausrüsten; ὄνους, die Esel bepacken, Her. 2, 121; ἱρὸν πλούσιον θησαυροῖσί τε καὶ ἀναθήμασι πολλοῖσι κατεσκευασμένον, damit versehen, 8, 33; σκηνὴ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ κατεσκευασμένη 9, 82; ἱερὰ κατασκευάσαι καὶ βωμούς Plat. Conv. 189 c, vgl. Critia. 113 c; γυμνάσια, πόλιν, einrichten, Legg. VI, 761 c Rep. VIII, 5574; κατεσκευασμένη οἰκία, ein wohlversehenes Haus, πάνθ' ὅσα δεῖ ἔχουσα B. A. 103, 28; συμπόσιον, συνέδριον, anordnen, Plat. Rep. II, 363 c Prot. 317 d; πᾶσι κατασκευάσας τὸ πλοῖον ἀφ' ὧν ὑπελάμβανε σωθήσεσθαι, das Schiff mit allem Nöthigen versehen, Dem. 18, 194; δημοκρατίαν Xen. Hell. 2, 3, 36; τοὺς ἵππους εἰς ἱππέας An. 3, 3, 19; χώραν, in guten Stand setzen, 1, 9, 19, vgl. Oec. 4, 16; von listigen Plänen, anlegen, anstiften, μηχανᾶται καὶ κατασκευάζει ταῦτα Dem. 45, 5, πᾶν τὸ πρᾶγμα κατεσκευάκασι ibd. 20, öfter; auch absol., κατασκευάσας ὡς ἐγώ εἰμι αἴτιος 21, 110; dah. κατεσκευασμένοι δανεισταί, untergeschobene, falsche, 42, 28. – Im med. für sich ausrüsten, einrichten; βίον Plat. Rep. X, 606 e, öfter; τοὺς ἵππους χαλκοῖς πᾶσι προβλήμασι κατεσκευάσατο Xen. Cyr. 6, 1, 51; τριήρεις ἐπὶ τὸν πόλεμον Plut. Them. 4; ναῦς Pol. 1, 38, 3 u. öfter; κατασκευάζεσθαι ὡς αὐτοῦ που οἰκήσοντας, sich so einrichten, als wolle man sich niederlassen, Xen. An. 3, 2, 24; sich häuslich einrichten, wohnen, Lys. 24, 20; Thuc. 2, 17 κατεσκευάσαντο δὲ καὶ ἐν τοῖς πύργοις; bauen, τείχη Plut. Alc. 36, πύργους κατασκευάσας Hdn. 5, 6, 21; Paus. 3, 12, 9. – Bei den Rhetoren im Ggstz von ἀνασκευάζειν, ἀναιρέω, das aufgestellte Thema beweisen, bekräftigen, Arist. rhet. 2, 23; Longin. u. A. Aber κατασκευάζειν πρὸς ἑαυτὸν τὸν ἀκροατήν heißt »sich den Zuhörer geneigt machen«, Arist. rhet. 3, 19. – Ἡγεμόνα, einen Führer einsetzen, H. A. 6, 19. – Die dorische Form κατασκευάξας steht Tim. Locr. 94 d.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκευάζω: μέλλ.-σκευάσω, Ἀττ. ἀπαρ. -σκευᾶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 53· ὡσαύτως κατασκευῶντες, κατασκευάσοντες, καὶ κατασκευῶσι, κατασκευάσουσι, Ἐπιγρ., κατεσκεύωκε, κατασκευωθῇ Ἐπιγρ. Θηρ., κατασκευώσωνται Ἐπιγρ. Δελφ. καὶ κατεσκέωσται· πρβλ. τύπους ἐπιγραφ. ἐπισκεάζειν, σκεοθήκην, σκεοφύλαξ· Δωρ. ἀόρ. -εσκεύαξα, Τίμ. Λοκρ. 94D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. 1. 15. Παρέχω τὰ σκεύη, ἐντελῶς ἐφοδιάζω, κ. τὴν οἰκίαν τοῖς σκεύεσιν Διογ. Λ. 5. 1· τὸ πλοῖον κατασκευάσαντα πᾶσι, μὲ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα, Δημ. 293. 2· ἐπληρωσάμην τὴν ναῦν… καὶ σκεύεσιν ἰδίοις τὴν ναῦν κατεσκεύασα ὁ αὐτ. 1208. 17· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τοὺς ἵππους χαλκοῖς… προβλήμασι κατ., τοὺς ἑαυτῶν ἵππους, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51· ἢ καὶ περιφρ., κατασκευάζοντες ἑαυτοῖς ἱερὰ Πλάτ. Κριτίας 113C· συχν. ἐν τῷ Παθ., ἱρὸν θησαυροῖσί τε καὶ ἀναθήμασι κατεσκευασμένον Ἡρόδ. 8. 33, πρβλ. 2. 44· σκηνὴ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ κατεσκ. ὁ αὐτ. 9. 82· οἷς ἡ χώρα κατεσκεύασται Θουκ. 6. 91· οἰκία κατεσκευασμένη, ἔχουσα πάντα ὅσα δεῖ ἔχειν, Βεκ. 103. 28. 2)ἄνευ δοτ. ὀργάνου, παρασκευάζωὁπλίζω ἐντελῶς, κ. τὴν Ἄντανδρον, ἐφοδιάζω αὐτὴν καὶ ὀχυρώνω (ἵνα ἀντέχῃ κατὰ τῆς πολιορκίας), Θουκ. 4. 75· κ. τὴν χώραν, «ἐφοδιάζω» αὐτὴν μὲ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα, Ξεν. Ἀν. 1. 9. 19, Θουκ. 8. 24· κ. τινὰ ἐπὶ στρατιὰν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 3· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κ. τοὺς ὄνους, ἑτοιμάσας τοὺς ὄνους του, Ἡρόδ. 2. 121, 4, κτλ.· ἰδίαν κατασκευὴν κατασκευάζεται ἕκαστος Πλάτ. Πολ. 557Β. 3)ἑτοιμάζω, κάμνω, κτίζω, γέφυραν Ἡρόδ. 1. 186· διδασκαλεῖον Ἀντιφῶν 142. 34· πόλιν, γυμνάσια, ἱερά, κτλ., Πλάτ. Πολ. 557D, κ. ἀλλ.· ἐπιτείχισμα Δημ. 248. 13·― ἐντεῦθεν κατὰ διαφόρους τρόπους καὶ σχέσεις, ἑτοιμάζω, παρασκευάζω, τακτοποιῶ, κ. δημοκρατίαν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 36· πόλει δύναμιν Ἀνδοκ. 28. 24· συμπόσιον Πλάτ. Πολ. 363C· ἰσότητα τῆς οὐσίας ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 684D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2, 6, 10· ναύτας, κτλ., Δημ. 1218. 9· κ. τινὰς μελέτῃ, ἀσκῶ, γυμνάζω, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 43, κτλ.· ὄργανα πολλὰ συμποσίου κατασκευασάμενος ἦν Ἀθήν. 435C.― Μέσ., κατασκευάζεσθαι ναυμαχίαν, ἑτοιμάζω αὐτήν, δηλ. γίνομαι ἕτοιμος, παρασκευάζομαι πρὸς ναυμαχίαν, Θουκ. 2. 85· κατασκευάζω δι’ ἐμαυτόν, ἰδίως κτίζω οἰκίαν καὶ ἐπιπλώνω, ἀντίθετ. τῷ ἀνασκευάζομαι, ὁ αὐτ. 1. 93· κατεσκευάσαντο καὶ ἐν τοῖς πύργοις, κατῴκησαν, κατέλυσαν καταθέσαντες τὴν ἑαυτῶν κατασκευὴν ἢ τὰ σκεύη, ἣν εἰσεκομίσαντο ἐκ τῶν ἀγρῶν καθαιροῦντες καὶ αὐτῶν τῶν οἰκιῶν τὴν ξύλωσιν, πρβλ. 2. 14, 1., 2. 17, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 5, 2 (πρβλ. κατασκευή)· συσκευάζειν, συνάγειν εἰς ἓν καὶ δένειν, ὡσαύτως, ἀντίθ. τῷ ἀνασκευή, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 2-5· κ. ἐρημίαν ἑαυτῷ Πλάτ. Νόμ. 730C, κτλ.· κατασκευάζεσθαι τράπεζαν, ἱδρύω τράπεζαν, Ἰσαί. Ἀποσπ. 2. 3· κατεσκεύασμαι τέχνην μυρεψικήν, ἔχω γίνῃ μυρεψός, Λυσ. Ἀποσπ. 2, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν 170. 10· πρόσοδον οὐ μικρὰν κατεσκευάσαντο, ἔκαμον δι’ ἑαυτοὺς μέγα εἰσόδημα, Δημ. 833. 3, πρβλ. Ἀνδοκ. 30. 25. 4)ἐπὶ δολίων, πανούργων ἢ ἀπατηλῶν ἐνεργειῶν, παρασκευάζω, ἐπινοῶ, ὅτε καὶ συνάπτεται μετὰ τοῦ μηχανᾶσθαι, μηχανᾶται καὶ κ. ταῦτα Δημ. 45, 5· πρόφασιν Ξεν. Κύρ. 2. 4, 17· τὸ ἀπόρρητον κατασκευάσαι Δημ. 19. 28· λιποστρατίου γραφὴν κατεσκεύασεν ὁ αὐτ. 547. 27· χρέα ψευδῆ ὁ αὐτ. 1048. 18· διαθήκας ψευδεῖς κατεσκευακότες Δημ. 1051, 12· ταῦτα πράττων καὶ κατασκευαζόμενος Δημ. 115, 11, πρβλ. 544. 3., 558. 26., 1103. 3., 1107. 18., 1108. 1· ἐπὶ προσώπων, ὑποβάλλω τινὰ ἀντὶ ἑτέρου, ἢ… ἐπιτίθενται αὐτοὶ ἢ κατασκευάζουσιν ἕτερον Ἀριστ. Πολ. 5. 6. 8· οἱ κατεσκευασμένοι τῶν Θετταλῶν, παρεσκευασμένοι πρὸς τὸν σκοπόν, Δημ. 277. 27· κατεσκ. δανεισταί, ψευδεῖς, πλαστοί, ὁ αὐτ. 1074. 24· μετ’ ἀπαρ., τὸν ἀνεψιὸν… κατεσκεύασεν ἀμφισβητεῖν ὁ αὐτ. 1272. 6. 5) μετὰ διπλῆς αἰτ., κάμνω τινὰ τοιοῦτον καὶ τοιοῦτον, εἰ μὴ Γοργίαν Νέστορά τινα κατασκευάζεις, ἐκτὸς ἐὰν κάμνῃς τὸν Γοργίαν «εἶδος Νέστορος», ὡς Νέστορα, Πλάτ. Φαῖδρ. 261C· ἀριστερὰ δεξιῶν ἀσθενέστερα κ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 795Α· φοβερὸν κ. τὸ αὐτόχειρα γενέσθαι Δημ. 505. 12· ἀνομοθέτητον τὸν βίον Δοῦρις παρ’ Ἀθην. 542D· κ. τινὰ τοιοῦτον… Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 27· πρὸς ἑαυτὸν τὸν ἀκροατὴν κ., εὔνουν ἑαυτῷ ποιεῖν, πρβλ. ἐπιχαλκεύω, 3. 19, 1· ὡσαύτως, παριστάνω τινὰ τοιοῦτον καὶ τοιοῦτον, κ. τινὰ πάροινον, ὑβριστήν, ἀγνώμονα Δημ. 1261. 22, πρβλ. 1126. 19· τῶν ἐν Εὐβοίᾳ πραγμάτων… ὡς ἐγὼ αἴτιός εἰμι, κατεσκεύαζε, προσεπάθει νὰ δείξῃ ὅτι…, ὁ αὐτ. 550 ἐν τέλ. 6)ἐν τῇ λογικῇ, κάμνω ἐπιχείρημα, ἀποδεικνύω τὸ θέμα μου, ἀντίθετον τῷ ἀναιρέω, ἀνασκευάζω, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 4, κτλ., πρβλ. κατασκευαστικός·― οὕτως ἐν τῇ Φιλοσοφίᾳ, κατεσκεύασα ὅτι προνοίᾳ ὁ κόσμος διοικεῖται Ἐπικτ. Διατρ. 1. 15, 4· καὶ τὸ κατασκευαζόμενον, τὸ θέμα, τὸ δι’ ἐπιχειρημάτων ἀποδεικνυόμενον ἢ ὑποστηριζόμενον, Λογγῖν. 12. 2· κ. τῶν ἀριθμῶν ἰδέαν, κατασκευάζω, ἐφευρίσκω, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 6, 2, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 1, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ λόγου ἢ τῆς φράσεως, κοσμῶ, ἔντεχνον ἀπεργάζομαι, ἵνα ἀποβῇ ἡ λέξις ῥητορική, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 7. 7) ἀπολ. ἐν τῷ μέσῳ, παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι νὰ πράξω τι, ὡς πολεμήσοντες Θουκ. 2. 7· ὡς οἰκήσων Ξεν. Ἀν. 3. 2. 24· ὡς εἰς μάχην Παυσ. 5. 21, 14.

French (Bailly abrégé)

1 appareiller, équiper, garnir : πλοῖον πᾶσι DÉM un navire de tous ses agrès ; ἱρὸν θησαυροῖσί τε καὶ ἀναθήμασι HDT un sanctuaire de trésors et d’offrandes ; τινα ἐπὶ στρατιάν XÉN équiper qqn pour une expédition;
2 organiser, disposer, construire : γέφυραν HDT un pont ; τινα μελέτῃ XÉN exercer qqn ; en mauv. part arranger, machiner : πρόφασιν XÉN un prétexte ; t. de dialect. et de rhét. établir par des raisonnements, prouver ; t. de rhét. construire un argument;
3 avec double acc. mettre dans tel ou tel état ; supposer, imaginer : τινα κ. τοιοῦτον ARSTT rendre qqn tel ou représenter qqn comme;
Moy. κατασκευάζομαι;
A. tr. I. préparer pour soi, d’où
1 équiper pour soi : ἵππους τινί XÉN munir ses chevaux de qch (d’armures, etc.);
2 abs. préparer pour soi, tenir prêt : τοὺς ὄνους HDT ses ânes;
3 préparer, disposer, arranger, organiser pour son usage (une maison, etc.) ; fig. πρὸς ἑαυτὸν τὸν ἀκροατήν ARSTT mettre l’auditeur en état de vous comprendre ou de vous goûter;
II. faire ses paquets, empaqueter, plier bagage;
B. intr. s’apprêter, se préparer.
Étymologie: κατά, σκευάζω.

English (Strong)

from κατά and a derivative of σκεῦος; to prepare thoroughly (properly, by external equipment; whereas ἑτοιμάζω refers rather to internal fitness); by implication, to construct, create: build, make, ordain, prepare.

English (Thayer)

future κατασκευάσω; 1st aorist κατεσκεύασα; Passive, present κατασκευάζομαι; perfect participle κατεσκευασμενος; 1st aorist κατεσκευασθην; to furnish, equip, prepare, make ready;
a. of one who makes anything ready for a person or thing: τήν ὁδόν, in spirit, Xenophon, Cyril 5,5, 10).
b. of builders, to construct, erect, with the included idea of adoming and equipping with all things necessary (often so in Greek authors; cf. Bleek, Brief a. d. Hebrew ii. 1, p. 398f): οἶκον, κιβωτόν, σκηνήν, Sept. for בָּרָא, Isaiah 43:7.