λήθαργος: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")
mNo edit summary
 
(30 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=λήθαργος
|Full diacritics=λήθᾱργος
|Medium diacritics=λήθαργος
|Medium diacritics=λήθαργος
|Low diacritics=λήθαργος
|Low diacritics=λήθαργος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lithargos
|Transliteration C=lithargos
|Beta Code=lh/qargos
|Beta Code=lh/qargos
|Definition=ον, (λήθη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">forgetful</b>, c.gen., ib.5.151 (Mel.), <span class="bibl">12.80</span> (Id.): abs., <span class="bibl">Men. 1029</span>, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.6 S.:—later word for <b class="b3">ἐπιλήσμων</b>, acc. to Phryn. 390. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">lethargic</b>, <b class="b3">ἀλήθαργος</b> (sic) εἰς ὕπνον ἐφερόμην <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1381.100</span> (ii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Subst., ὁ and ἡ, <b class="b2">lethargy</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>2.65</span>, al., Lyc.241, <span class="bibl">Ant.Lib.23.2</span>, Gal.10.931, <span class="bibl">Paul.Aeg.3.9</span>: in pl., <span class="bibl">Arist. <span class="title">Somn.Vig.</span>457a3</span>, <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.57</span>; coupled with <b class="b3">μελαγχολία</b>, ibid. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span> <b class="b2">lethargic fever</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>3.30</span>. Cf.<b class="b3">λαίθαργος</b>.</span>
|Definition=λήθαργον, ([[λήθη]])<br><span class="bld">A</span> [[forgetful]], c.gen., ib.5.151 (Mel.), 12.80 (Id.): abs., Men. 1029, Phld.Rh.1.6 S.:—later word for [[ἐπιλήσμων]], acc. to Phryn. 390.<br><span class="bld">2</span> [[lethargic]], [[ἀλήθαργος]] (sic) εἰς ὕπνον ἐφερόμην POxy.1381.100 (ii A.D.).<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], ὁ and ἡ, [[lethargy]], Hp.Morb.2.65, al., Lyc.241, Ant.Lib.23.2, Gal.10.931, Paul.Aeg.3.9: in plural, Arist. Somn.Vig.457a3, Chrysipp.Stoic.3.57; coupled with [[μελαγχολία]], ibid.<br><span class="bld">b</span> [[lethargic fever]], Hp.Aph.3.30. Cf. [[λαίθαργος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> [[léthargique]];<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> [[qui oublie]], [[oublieux]];<br /><b>2</b> lent, paresseux (animaux);<br /><b>3</b> sournois, perfide (chien).<br />'''Étymologie:''' [[λήθη]], [[ἀργός]]².
}}
{{pape
|ptext=ον,<br><b class="num">1</b> <i>[[vergessend]]</i>, nach Phryn. p. 418 bei Men. und andere Spätere, = dem älteren [[ἐπιλήσμων]]; vgl. Mel. 90 (V.152) λήθ. φιλούντων, auch κακῶν, 55 (XII.801, und Lobeck <i>zu Phryn</i>. a.a.O. – Von Hunden, <i>[[tückisch]]</i>, Zenob. 4.90, προσσαίνων μέν, [[λάθρα]] δὲ δάκνων, wie <i>Schol. Ar. Eq</i>. 1028 auch von Pferden, <i>stätisch</i>, οἱ νωθροὶ ἵπποι, s. [[λαίθαργος]].<br><b class="num">2</b> subst. ὁ λ., <i>[[Schlafsucht]]</i>, Hippocr.; Emp. <i>adv.eth</i>. 136; Lycophr. 241.
}}
{{elru
|elrutext='''λήθαργος:'''<br /><b class="num">I</b> арх. [[λαίθαργος]] 2<br /><b class="num">1</b> [[погруженный в забвение]], [[забывший]], [[не помнящий]] (κακῶν Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[исподтишка кусающийся]], [[коварный]] ([[κυναλώπηξ]] Arph.).<br /><b class="num">II</b> ὁ (''[[sc.]]'' [[ὕπνος]]) глубокий сон, забытье Plut., Sext.: ἐν τοῖς ληθάργοις Arst. в глубоком сне, в полном забытьи.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λήθαργος''': -ον, ([[λήθη]]) ὁ τῇ λήθῃ [[ταχύς]], [[ἐπιλήσμων]], Ἡσύχ. 2) [[μετὰ]] γεν., [[ἐπιλήσμων]] τινός, λησμονῶν τι, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 447, Ἀνθ. Π. 5. 152· λήθαργε κακῶν 12. 80· - [[λέξις]] μεταγενεστ. ἀντὶ τοῦ [[ἐπιλήσμων]], Φρύνιχ. 416. ΙΙ) ὠς οὐσιαστικόν, ἡ ληθαργικὴ [[κατάστασις]], ὁ [[λήθαργος]], Ἱππ. 484. 17, κτλ., Λυκόφρ. 241· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3, 11· - παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1248, ληθαργικὸς πυρετὸς, Σοφ. Ἀποσπ. 902, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068. ἴδε ἐν λέξ. [[λαίθαργος]].
|lstext='''λήθαργος''': -ον, ([[λήθη]]) ὁ τῇ λήθῃ [[ταχύς]], [[ἐπιλήσμων]], Ἡσύχ. 2) μετὰ γεν., [[ἐπιλήσμων]] τινός, λησμονῶν τι, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 447, Ἀνθ. Π. 5. 152· λήθαργε κακῶν 12. 80· - [[λέξις]] μεταγενεστ. ἀντὶ τοῦ [[ἐπιλήσμων]], Φρύνιχ. 416. ΙΙ) ὠς οὐσιαστικόν, ἡ ληθαργικὴ [[κατάστασις]], ὁ [[λήθαργος]], Ἱππ. 484. 17, κτλ., Λυκόφρ. 241· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3, 11· - παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1248, ληθαργικὸς πυρετὸς, Σοφ. Ἀποσπ. 902, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068. ἴδε ἐν λέξ. [[λαίθαργος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> léthargique;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> qui oublie, oublieux;<br /><b>2</b> lent, paresseux (animaux);<br /><b>3</b> sournois, perfide (chien).<br />'''Étymologie:''' [[λήθη]], [[ἀργός]]².
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[λήθαργος]])<br />[[νάρκη]], [[βύθισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> μη φυσιολογικά [[βαθύς]] και [[συνεχής]] ύπνος, από τον οποίο ο [[ασθενής]] αφυπνίζεται δύσκολα και μόνο προσωρινά και ο [[οποίος]] παρουσιάζεται σε ορισμένες νόσους που προσβάλλουν το νευρικό [[σύστημα]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> α) ανενεργό [[στάδιο]] που εμφανίζουν [[συχνά]] τα σπέρματα, τα [[σπόρια]] και οι οφθαλμοί τών [[φυτών]] και [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του οποίου αναστέλλονται οι διαδικασίες αύξησης και ανάπτυξης<br />β) [[στάδιο]] μη βλαστητικότητας που εμφανίζεται στα σπέρματα τών περισσότερων [[φυτών]] και που [[είναι]] γνωστότερο ως [[λήθαργος]] τών σπερμάτων</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρχ. επιθ. [[λήθαργος]]].<br /> <b>(II)</b><br />[[λήθαργος]], -ον (Α)<br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που λησμονεί [[κάτι]] εύκολα, [[ταχύς]] στη [[λήθη]], [[επιλήσμων]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λήθαργος]]<br />ὁ [[ἐπίβουλος]], καὶ [[κύων]] ὁ προσαίνων μέν, [[λάθρα]] δὲ δάκνων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληθ</i>- του [[λανθάνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λήθη]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἀργός]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ληθ</i>- του [[λανθάνω]] αναλογικά [[προς]] το [[πόδαργος]]. Τέλος, η [[άποψη]] που ανάγει τον τύπο σε αρχικό αμάρτυρο <i>λήθ</i>-<i>αλγος</i> «αυτός που πάσχει από [[λήθη]]» φαίνεται ελάχιστα πιθανή. Μαρτυρείται και όν. σκύλου <i>Λήθαργος</i>, που ταιριάζει στην [[ερμηνεία]] που δίνει ο Ησύχιος].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[λήθαργος]])<br />[[νάρκη]], [[βύθισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> μη φυσιολογικά [[βαθύς]] και [[συνεχής]] ύπνος, από τον οποίο ο [[ασθενής]] αφυπνίζεται δύσκολα και μόνο προσωρινά και ο [[οποίος]] παρουσιάζεται σε ορισμένες νόσους που προσβάλλουν το νευρικό [[σύστημα]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> α) ανενεργό [[στάδιο]] που εμφανίζουν [[συχνά]] τα σπέρματα, τα [[σπόρια]] και οι οφθαλμοί τών [[φυτών]] και [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του οποίου αναστέλλονται οι διαδικασίες αύξησης και ανάπτυξης<br />β) [[στάδιο]] μη βλαστητικότητας που εμφανίζεται στα σπέρματα τών περισσότερων [[φυτών]] και που [[είναι]] γνωστότερο ως [[λήθαργος]] τών σπερμάτων</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρχ. επιθ. [[λήθαργος]]].<br /> <b>(II)</b><br />[[λήθαργος]], -ον (Α)<br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που λησμονεί [[κάτι]] εύκολα, [[ταχύς]] στη [[λήθη]], [[επιλήσμων]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λήθαργος]]<br />ὁ [[ἐπίβουλος]], καὶ [[κύων]] ὁ προσαίνων μέν, [[λάθρα]] δὲ δάκνων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληθ</i>- του [[λανθάνω]] ([[πρβλ]]. [[λήθη]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἀργός]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ληθ</i>- του [[λανθάνω]] αναλογικά [[προς]] το [[πόδαργος]]. Τέλος, η [[άποψη]] που ανάγει τον τύπο σε αρχικό αμάρτυρο <i>λήθ</i>-<i>αλγος</i> «αυτός που πάσχει από [[λήθη]]» φαίνεται ελάχιστα πιθανή. Μαρτυρείται και όν. σκύλου <i>Λήθαργος</i>, που ταιριάζει στην [[ερμηνεία]] που δίνει ο Ησύχιος].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λήθαργος:''' -ον ([[λήθη]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ξεχνάει, επιλήσμονας, [[ξεχασιάρης]]· με γεν., αυτός που λησμονεί [[κάτι]] ή κάποιον, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., η [[κατάσταση]] του λήθαργου, [[πολύ]] [[βαθύς]] ύπνος, [[νάρκη]], [[κώμα]], σε Αριστ.
|lsmtext='''λήθαργος:''' -ον ([[λήθη]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ξεχνάει, επιλήσμονας, [[ξεχασιάρης]]· με γεν., αυτός που λησμονεί [[κάτι]] ή κάποιον, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., η [[κατάσταση]] του λήθαργου, [[πολύ]] [[βαθύς]] ύπνος, [[νάρκη]], [[κώμα]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''λήθαργος:'''<br /><b class="num">I</b> арх. [[λαίθαργος]] 2<br /><b class="num">1)</b> погруженный в забвение, забывший, не помнящий (κακῶν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> исподтишка кусающийся, коварный ([[κυναλώπηξ]] Arph.).<br /><b class="num">II</b> ὁ (sc. [[ὕπνος]]) глубокий сон, забытье Plut., Sext.: ἐν τοῖς ληθάργοις Arst. в глубоком сне, в полном забытьи.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m., f., also pl.<br />Meaning: <b class="b2">lethargy, lethargic fever</b> (Hp., Arist., Chrysipp. Stoic.), also as adj. [[forgetful]] (Men., AP ).<br />Derivatives: <b class="b3">ληθαργ-ικός</b> <b class="b2">affected by lethargy, lethargic</b> (medic., AP), <b class="b3">-ώδης</b> <b class="b2">id.</b> (Dsc., Gal.), <b class="b3">-ία</b> [[lethargy]] (Kom. Adesp.), <b class="b3">-έω</b> <b class="b2">be forgaful</b> (pap., inscr.). Unclear <b class="b3">ἀλήθαργος</b> POxy. 1381, 100 (liter. text IIp).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Prob. as prop. adjective (scil. <b class="b3">νόσος</b>, <b class="b3">πυρετός</b>). Analysed as <b class="b3">λήθ-αργος</b>, which would have meant "through forgetfulness inactive or slow", "was für die Krankheit nicht ganz einleuchtet" (Frisk). An original <b class="b3">*λήθ-αλγος</b> "suffering of forgetfulness' or "making forget the suffering' is also not immediately clear. - Cf. <b class="b3">λαίθαργος</b>, which shows that the word is Pre-Greek; so the considerations are useless.
|etymtx=Grammatical information: m., f., also pl.<br />Meaning: [[lethargy]], [[lethargic fever]] (Hp., Arist., Chrysipp. Stoic.), also as adj. [[forgetful]] (Men., AP ).<br />Derivatives: <b class="b3">ληθαργ-ικός</b> [[affected by lethargy]], [[lethargic]] (medic., AP), <b class="b3">-ώδης</b> <b class="b2">id.</b> (Dsc., Gal.), <b class="b3">-ία</b> [[lethargy]] (Kom. Adesp.), <b class="b3">-έω</b> [[be forgaful]] (pap., inscr.). Unclear [[ἀλήθαργος]] POxy. 1381, 100 (liter. text IIp).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Prob. as prop. adjective (scil. [[νόσος]], [[πυρετός]]). Analysed as <b class="b3">λήθ-αργος</b>, which would have meant "through forgetfulness inactive or slow", "was für die Krankheit nicht ganz einleuchtet" (Frisk). An original <b class="b3">*λήθ-αλγος</b> "suffering of forgetfulness' or "making forget the suffering' is also not immediately clear. - Cf. [[λαίθαργος]], which shows that the word is Pre-Greek; so the considerations are useless.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λήθ-αργος, ον [[λήθη]]<br /><b class="num">I.</b> [[forgetful]]: c. gen. [[forgetful]] of, Anth.,<br /><b class="num">II.</b> as Subst. [[lethargy]], Arist.
|mdlsjtxt=λήθαργος, ον [[λήθη]]<br /><b class="num">I.</b> [[forgetful]]: c. gen. [[forgetful]] of, Anth.,<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] [[lethargy]], Arist.
}}
{{FriskDe
|ftr='''λήθαργος''': {lḗthargos}<br />'''Grammar''': m., f., auch pl.<br />'''Meaning''': [[schlummerähnlicher Zustand]], [[Lethargie]], [[lethargisches Fieber]] (Hp., Arist., Chrysipp. Stoik. usw.), auch als Adj. [[vergeßlich]] (Men., ''AP'' u. a.).<br />'''Derivative''': Davon [[ληθαργικός]] [[von Lethargie betroffen]], [[lethargisch]] (Mediz., ''AP''), -ώδης ib.. (Dsk., Gal.), -ία [[Lethargie]] (''Kom''. ''Adesp''.), -έω ‘ver- geßlich sein’ (Pap., Inschr.). Unklar ἀλήθαργος ''POxy''. 1381, 100 (liter. Text II<sup>p</sup>).<br />'''Etymology''': Wohl als eig. Adjektiv (scil. [[νόσος]], [[πυρετός]]) in [[λήθαργος]] zu zerlegen, das zunächst als "durch Vergeßlichkeit untätig od. träge" zu verstehen wäre, was für die Krankheit nicht ganz einleuchtet. Ein ursprüngl. *λήθαλγος "an Vergeßlichkeit leidend' oder "das Leiden vergessen machend' ist ebensowenig unmittelbar verständlich. — Vgl. [[λαίθαργος]].<br />'''Page''' 2,115
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(ἐπίθ.=[[νωθρός]], οὐσ.=[[βαθύς]] [[ὕπνος]]). Ἀπό τό [[λήθη]] + [[ἀργός]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[λανθάνω]].
}}
{{trml
|trtx====[[lethargic]]===
Bulgarian: сънлив, отпуснат, апатичен; Catalan: letàrgic; Chinese Mandarin: 昏睡的; Finnish: unelias, veltto, vetelä; French: [[mollasson]], [[léthargique]]; Ancient Greek: [[γεώδης]], [[καταφορικός]], [[κατάφορος]], [[καταφορώδης]], [[κωματώδης]], [[ληθαργικός]], [[λήθαργος]], [[ληθώδης]], [[νωθώδης]], [[νωκαρώδης]]; Italian: [[letargico]]; Maori: ārangirangi; Portuguese: [[letárgico]]; Russian: [[вялый]], [[апатичный]]; Sanskrit: अलस; Spanish: [[tardo]], [[letárgico]]; Swedish: letargisk; Telugu: మందకొడి; Tocharian B: ālase
===[[lethargy]]===
Albanian: amti; Armenian: թմրածություն, անտարբերություն, լեթարգիա; Bulgarian: летаргия; Catalan: letargia; Chinese Mandarin: 暮氣/暮气; Czech: letargie; Dutch: [[onverschilligheid]], [[lethargie]]; Esperanto: letargio; Finnish: letargia, uupumus, saamattomuus; French: [[léthargie]], [[nonchalance]], [[langueur]]; German: [[Trägheit]], [[Lethargie]], [[Teilnahmslosigkeit]], [[Interesselosigkeit]], [[Nonchalance]]; Greek: [[λήθαργος]]; Ancient Greek: [[ἀναυδία]], [[ἀναυδίη]], [[βαπτισμός]], [[ληθαργία]], [[λήθαργος]], [[νῶκαρ]]; Japanese: 無関心, 昏睡; Latin: [[torpedo]]; Macedonian: мр́твило, апатичност, летаргија; Maori: tīrohea, tūpakutanga; Portuguese: [[letargia]]; Romanian: letargie; Russian: [[апатичность]], [[летаргия]]; Spanish: [[atonía]], [[letargo]], [[aletargamiento]], [[sopor]]; Tocharian B: ālasäññe; Turkish: letarji, uyuşukluk, uyuşuntu, uykuntu‎
}}
}}

Latest revision as of 16:58, 28 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήθᾱργος Medium diacritics: λήθαργος Low diacritics: λήθαργος Capitals: ΛΗΘΑΡΓΟΣ
Transliteration A: lḗthargos Transliteration B: lēthargos Transliteration C: lithargos Beta Code: lh/qargos

English (LSJ)

λήθαργον, (λήθη)
A forgetful, c.gen., ib.5.151 (Mel.), 12.80 (Id.): abs., Men. 1029, Phld.Rh.1.6 S.:—later word for ἐπιλήσμων, acc. to Phryn. 390.
2 lethargic, ἀλήθαργος (sic) εἰς ὕπνον ἐφερόμην POxy.1381.100 (ii A.D.).
II as substantive, ὁ and ἡ, lethargy, Hp.Morb.2.65, al., Lyc.241, Ant.Lib.23.2, Gal.10.931, Paul.Aeg.3.9: in plural, Arist. Somn.Vig.457a3, Chrysipp.Stoic.3.57; coupled with μελαγχολία, ibid.
b lethargic fever, Hp.Aph.3.30. Cf. λαίθαργος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. léthargique;
II. p. ext. 1 qui oublie, oublieux;
2 lent, paresseux (animaux);
3 sournois, perfide (chien).
Étymologie: λήθη, ἀργός².

German (Pape)

ον,
1 vergessend, nach Phryn. p. 418 bei Men. und andere Spätere, = dem älteren ἐπιλήσμων; vgl. Mel. 90 (V.152) λήθ. φιλούντων, auch κακῶν, 55 (XII.801, und Lobeck zu Phryn. a.a.O. – Von Hunden, tückisch, Zenob. 4.90, προσσαίνων μέν, λάθρα δὲ δάκνων, wie Schol. Ar. Eq. 1028 auch von Pferden, stätisch, οἱ νωθροὶ ἵπποι, s. λαίθαργος.
2 subst. ὁ λ., Schlafsucht, Hippocr.; Emp. adv.eth. 136; Lycophr. 241.

Russian (Dvoretsky)

λήθαργος:
I арх. λαίθαργος 2
1 погруженный в забвение, забывший, не помнящий (κακῶν Anth.);
2 исподтишка кусающийся, коварный (κυναλώπηξ Arph.).
II ὁ (sc. ὕπνος) глубокий сон, забытье Plut., Sext.: ἐν τοῖς ληθάργοις Arst. в глубоком сне, в полном забытьи.

Greek (Liddell-Scott)

λήθαργος: -ον, (λήθη) ὁ τῇ λήθῃ ταχύς, ἐπιλήσμων, Ἡσύχ. 2) μετὰ γεν., ἐπιλήσμων τινός, λησμονῶν τι, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 447, Ἀνθ. Π. 5. 152· λήθαργε κακῶν 12. 80· - λέξις μεταγενεστ. ἀντὶ τοῦ ἐπιλήσμων, Φρύνιχ. 416. ΙΙ) ὠς οὐσιαστικόν, ἡ ληθαργικὴ κατάστασις, ὁ λήθαργος, Ἱππ. 484. 17, κτλ., Λυκόφρ. 241· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3, 11· - παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1248, ληθαργικὸς πυρετὸς, Σοφ. Ἀποσπ. 902, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068. ἴδε ἐν λέξ. λαίθαργος.

Greek Monolingual

(I)
ο (Α λήθαργος)
νάρκη, βύθισμα
νεοελλ.
1. ιατρ. μη φυσιολογικά βαθύς και συνεχής ύπνος, από τον οποίο ο ασθενής αφυπνίζεται δύσκολα και μόνο προσωρινά και ο οποίος παρουσιάζεται σε ορισμένες νόσους που προσβάλλουν το νευρικό σύστημα
2. βοτ. α) ανενεργό στάδιο που εμφανίζουν συχνά τα σπέρματα, τα σπόρια και οι οφθαλμοί τών φυτών και κατά τη διάρκεια του οποίου αναστέλλονται οι διαδικασίες αύξησης και ανάπτυξης
β) στάδιο μη βλαστητικότητας που εμφανίζεται στα σπέρματα τών περισσότερων φυτών και που είναι γνωστότερο ως λήθαργος τών σπερμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρχ. επιθ. λήθαργος].
(II)
λήθαργος, -ον (Α)
ως επίθ.
1. αυτός που λησμονεί κάτι εύκολα, ταχύς στη λήθη, επιλήσμων
2. (κατά τον Ησύχ.) «λήθαργος
ἐπίβουλος, καὶ κύων ὁ προσαίνων μέν, λάθρα δὲ δάκνων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ- του λανθάνω (πρβλ. λήθη) + ἀργός. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. ληθ- του λανθάνω αναλογικά προς το πόδαργος. Τέλος, η άποψη που ανάγει τον τύπο σε αρχικό αμάρτυρο λήθ-αλγος «αυτός που πάσχει από λήθη» φαίνεται ελάχιστα πιθανή. Μαρτυρείται και όν. σκύλου Λήθαργος, που ταιριάζει στην ερμηνεία που δίνει ο Ησύχιος].

Greek Monotonic

λήθαργος: -ον (λήθη
I. αυτός που ξεχνάει, επιλήσμονας, ξεχασιάρης· με γεν., αυτός που λησμονεί κάτι ή κάποιον, σε Ανθ.
II. ως ουσ., η κατάσταση του λήθαργου, πολύ βαθύς ύπνος, νάρκη, κώμα, σε Αριστ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m., f., also pl.
Meaning: lethargy, lethargic fever (Hp., Arist., Chrysipp. Stoic.), also as adj. forgetful (Men., AP ).
Derivatives: ληθαργ-ικός affected by lethargy, lethargic (medic., AP), -ώδης id. (Dsc., Gal.), -ία lethargy (Kom. Adesp.), -έω be forgaful (pap., inscr.). Unclear ἀλήθαργος POxy. 1381, 100 (liter. text IIp).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Prob. as prop. adjective (scil. νόσος, πυρετός). Analysed as λήθ-αργος, which would have meant "through forgetfulness inactive or slow", "was für die Krankheit nicht ganz einleuchtet" (Frisk). An original *λήθ-αλγος "suffering of forgetfulness' or "making forget the suffering' is also not immediately clear. - Cf. λαίθαργος, which shows that the word is Pre-Greek; so the considerations are useless.

Middle Liddell

λήθαργος, ον λήθη
I. forgetful: c. gen. forgetful of, Anth.,
II. as substantive lethargy, Arist.

Frisk Etymology German

λήθαργος: {lḗthargos}
Grammar: m., f., auch pl.
Meaning: schlummerähnlicher Zustand, Lethargie, lethargisches Fieber (Hp., Arist., Chrysipp. Stoik. usw.), auch als Adj. vergeßlich (Men., AP u. a.).
Derivative: Davon ληθαργικός von Lethargie betroffen, lethargisch (Mediz., AP), -ώδης ib.. (Dsk., Gal.), -ία Lethargie (Kom. Adesp.), -έω ‘ver- geßlich sein’ (Pap., Inschr.). Unklar ἀλήθαργος POxy. 1381, 100 (liter. Text IIp).
Etymology: Wohl als eig. Adjektiv (scil. νόσος, πυρετός) in λήθαργος zu zerlegen, das zunächst als "durch Vergeßlichkeit untätig od. träge" zu verstehen wäre, was für die Krankheit nicht ganz einleuchtet. Ein ursprüngl. *λήθαλγος "an Vergeßlichkeit leidend' oder "das Leiden vergessen machend' ist ebensowenig unmittelbar verständlich. — Vgl. λαίθαργος.
Page 2,115

Mantoulidis Etymological

(ἐπίθ.=νωθρός, οὐσ.=βαθύς ὕπνος). Ἀπό τό λήθη + ἀργός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λανθάνω.

Translations

lethargic

Bulgarian: сънлив, отпуснат, апатичен; Catalan: letàrgic; Chinese Mandarin: 昏睡的; Finnish: unelias, veltto, vetelä; French: mollasson, léthargique; Ancient Greek: γεώδης, καταφορικός, κατάφορος, καταφορώδης, κωματώδης, ληθαργικός, λήθαργος, ληθώδης, νωθώδης, νωκαρώδης; Italian: letargico; Maori: ārangirangi; Portuguese: letárgico; Russian: вялый, апатичный; Sanskrit: अलस; Spanish: tardo, letárgico; Swedish: letargisk; Telugu: మందకొడి; Tocharian B: ālase

lethargy

Albanian: amti; Armenian: թմրածություն, անտարբերություն, լեթարգիա; Bulgarian: летаргия; Catalan: letargia; Chinese Mandarin: 暮氣/暮气; Czech: letargie; Dutch: onverschilligheid, lethargie; Esperanto: letargio; Finnish: letargia, uupumus, saamattomuus; French: léthargie, nonchalance, langueur; German: Trägheit, Lethargie, Teilnahmslosigkeit, Interesselosigkeit, Nonchalance; Greek: λήθαργος; Ancient Greek: ἀναυδία, ἀναυδίη, βαπτισμός, ληθαργία, λήθαργος, νῶκαρ; Japanese: 無関心, 昏睡; Latin: torpedo; Macedonian: мр́твило, апатичност, летаргија; Maori: tīrohea, tūpakutanga; Portuguese: letargia; Romanian: letargie; Russian: апатичность, летаргия; Spanish: atonía, letargo, aletargamiento, sopor; Tocharian B: ālasäññe; Turkish: letarji, uyuşukluk, uyuşuntu, uykuntu‎