πνεύμων: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(2b) |
m (Text replacement - " αττιξ " to " ''Att.'' ") |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pneymon | |Transliteration C=pneymon | ||
|Beta Code=pneu/mwn | |Beta Code=pneu/mwn | ||
|Definition= | |Definition=v. [[πλεύμων]] ([[lung]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0640.png Seite 640]] ονος, ὁ (pulmo), ältere Form für [[πλεύμων]], vgl. Lob. Phryn. p. 305, die | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0640.png Seite 640]] ονος, ὁ (pulmo), ältere Form für [[πλεύμων]], vgl. Lob. Phryn. p. 305, die [[Lunge]], als Werkzeug des Athemholens; Il. 4, 528. 20, 486; ἱππικῶν ἐκ πνευμόνων, Aesch. Spt. 61; πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πνευμόνων, Eur. Or. 277, vgl. Herc. Fur. 1093; Soph. Trach. 564; auch übertr., ὡς σπαραγμὸς [[αὐτοῦ]] πνευμόνων ἀνθήψατο, Trach. 775, drang ins Innere, in die Eingeweide; auch Sp., πνεύμονα τέγξατε Βάκχῳ, Philodem. 22 (XI, 34). – Eine Art Molluske, Seelunge, Plat. Phil. 21 c Arist. H. A. 5, 15. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ονος (ὁ) :<br />[[poumon]].<br />'''Étymologie:''' R. Πνυ, souffler, πνεύ-, πνεϜ- ; cf. [[πνεῦμα]], <i>lat.</i> pulmo = [[πλεύμων]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πνεύμων -ονος, ὁ zie πλεύμων. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''πνεύμων:''' ион.-атт. [[πλεύμων]], ονος ὁ преимущ. pl.<br /><b class="num">1</b> [[легкие]] Hom., Aesch., Arst., Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[внутренности]] Soph.;<br /><b class="num">3</b> «[[легкое]]» (род моллюска) Plat., Arst. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όνος, ο, ΝΜΑ, και πνεύμονας και [[πλεμόνι]] Ν, και [[πλεύμων]] Α<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι πνεύμονες</i><br />(ανατ.-φυσιολ.-ιατρ.) τυπική [[δομή]] τών σπονδυλοζώων, [[ζεύγος]] οργάνων της θωρακικής κοιλότητας στα οποία γίνεται η [[ανταλλαγή]] τών αερίων [[μεταξύ]] του οργανισμού (του αίματος) και του εξωτερικού περιβάλλοντος (του αναπνεόμενου αέρα)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συγκριτ. ανατ.) [[ονομασία]] ειδικών θυλακοειδών οργάνων ορισμένων ολοθουρίων στα οποία το [[νερό]] εισέρχεται από την [[έδρα]], παραμένει στο [[ορθό]] και [[κατόπιν]] αποβάλλεται εναλλακτικά, [[λειτουργία]] η οποία [[είναι]] αναπνευστική, απεκκριτική και στηρικτική του σώματος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πηγή]] ζωής, καθαρού αέρα και [[χώρος]] όπου ο [[άνθρωπος]] μπορεί να έλθει σε [[επαφή]] με τη [[φύση]] («ο [[εθνικός]] [[κήπος]] [[είναι]] [[σχεδόν]] ο [[μοναδικός]] πνεύμονας της Αθήνας»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πνεύμονας αγρότη»<br /><b>ιατρ.</b> πνευμονική αλλεργιοπάθεια<br /><b>αρχ.</b><br />η [[έδρα]] τών ερωτικών ορμών και επιθυμιών («Διὸς | |mltxt=-όνος, ο, ΝΜΑ, και πνεύμονας και [[πλεμόνι]] Ν, και [[πλεύμων]] Α<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι πνεύμονες</i><br />(ανατ.-φυσιολ.-ιατρ.) τυπική [[δομή]] τών σπονδυλοζώων, [[ζεύγος]] οργάνων της θωρακικής κοιλότητας στα οποία γίνεται η [[ανταλλαγή]] τών αερίων [[μεταξύ]] του οργανισμού (του αίματος) και του εξωτερικού περιβάλλοντος (του αναπνεόμενου αέρα)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συγκριτ. ανατ.) [[ονομασία]] ειδικών θυλακοειδών οργάνων ορισμένων ολοθουρίων στα οποία το [[νερό]] εισέρχεται από την [[έδρα]], παραμένει στο [[ορθό]] και [[κατόπιν]] αποβάλλεται εναλλακτικά, [[λειτουργία]] η οποία [[είναι]] αναπνευστική, απεκκριτική και στηρικτική του σώματος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πηγή]] ζωής, καθαρού αέρα και [[χώρος]] όπου ο [[άνθρωπος]] μπορεί να έλθει σε [[επαφή]] με τη [[φύση]] («ο [[εθνικός]] [[κήπος]] [[είναι]] [[σχεδόν]] ο [[μοναδικός]] πνεύμονας της Αθήνας»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πνεύμονας αγρότη»<br /><b>ιατρ.</b> πνευμονική αλλεργιοπάθεια<br /><b>αρχ.</b><br />η [[έδρα]] τών ερωτικών ορμών και επιθυμιών («Διὸς τυραννεῖ πλευμόνων», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία μέλους του σώματος, η οποία απαντά με ποικίλες μορφές στις διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Ο [[αρχικός]] τ. της λ. στην Ελληνική [[είναι]] ο τ. [[πλεύμων]], ενώ ο τ. [[πνεύμων]], ο [[οποίος]] και επικράτησε, σχηματίστηκε κατ' [[επίδραση]] της λ. [[πνεῦμα]]. Η λ. [[πλεύμων]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>pleumon</i>) ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>pleu</i>- «[[επιπλέω]], [[κολυμπώ]]» του ρ. [[πλέω]] (με [[επίθημα]] -<i>μων</i>, [[πρβλ]]. [[ελεήμων]]), λόγω του ότι οι πνεύμονες επιπλέουν στο [[νερό]]. Από μορφολογική [[άποψη]] πιο [[κοντά]] στον ελλ. τ. [[είναι]] το αρχ. ινδ. <i>kloman</i>- «[[δεξιός]] πνεύμονας» (με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ρ</i>- σε -<i>k</i>-) και [[επίσης]] το λατ. <i>pulmo</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>plumo</i>), το οποίο εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>pleu</i>- (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>poumon</i>). Τέλος, στην [[ίδια]] [[ρίζα]] [[αλλά]] με διαφορετικό [[επίθημα]] (IE <i>pleu</i>-<i>tio</i>) ανάγονται τ., όπως τα αρχ. πρωσ. <i>plauti</i>, λιθουαν. <i>pla</i><i>ū</i><i>čiai</i>, αρχ. σλαβ. <i>pljušta</i>. Ο νεοελλ. τ. [[πλεμόνι]] <span style="color: red;"><</span> <i>πνευμόν</i>-<i>ιον</i> (ανομοιωτικά), με [[αποβολή]] της διφθόγγου -<i>ευ</i>- [[πριν]] από -<i>μ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πλεμάτι]] <span style="color: red;"><</span> <i>πλεγμάτ</i>-<i>ιον</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πνευμονία]], [[πνευμονικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλευμονία]], [[πνευμονίας]], [[πνευμόνιον]], [[πνευμονίς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πνευμονίτιδα]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πνεύμων:''' στους μεταγεν. Αττ., [[πλεύμων]], -ονος, ὁ ([[πνέω]]), το όργανο της αναπνοής, οι πνεύμονες, Λατ. [[pulmo]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· [[κυρίως]] στον πληθ., σε Τραγ.· <i>πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πλευμόνων</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''πνεύμων:''' στους μεταγεν. Αττ., [[πλεύμων]], -ονος, ὁ ([[πνέω]]), το όργανο της αναπνοής, οι πνεύμονες, Λατ. [[pulmo]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· [[κυρίως]] στον πληθ., σε Τραγ.· <i>πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πλευμόνων</i>, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πνεύμων''': ἢ [[πλεύμων]], ονος, ὁ, (περὶ τοῦ τύπου καὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε ἐν τέλει)· ― ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «φλεμόνι», [[πάγη]] δ’ ἐν πλεύμονι χαλκὸς Ἰλ. Δ. 428, Υ. 486· τέγγε πνεύμονα Ϝοίνω Ἀλκαῖ. 39· ὁ τῶν πνευμάτων τῷ σώματι [[ταμίας]] ὁ [[πλεύμων]] Πλάτ. Τίμ. 70 C, Ἀριστ. π. 10, 6· ― ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀρχίλ. 8. 5, Αἰσχύλ. Θήβ. 61, Σοφ. Τρ. 567, κτλ.· πνεῦμ’ ἀνεὶς ἐκ πνευμόνων Εὐρ. Ὀρ. 277· ἐθεωροῦντο δὲ οἱ πνεύμονες ὡς τὰ ζωτικώτατα μέρη τοῦ σώματος, [[σπαραγμός]]… πλευμόνων ἀνθήψατο Σοφ. Τρ. 778, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 367, Βάτρ. 475, 829· παρίστανται ὡς [[ἕδρα]] τοῦ ἔρωτος, Σοφ. Ἀποσπ. 678, 15, πρβλ. Meineke εἰς Κωμικ. 4. σ. 660. (Οἱ γραμμ. διαφωνοῦσιν ὡς πρὸς τοὺς τύπους· ὁ [[πλεύμων]] ὡς Ὁμηρικὸν καὶ παλαιότατον· [[οὗτος]] ἦτο [[ὡσαύτως]] ὁ [[γνήσιος]] Ἀττ. [[τύπος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1069, Εὐστ. ἔνθ’ ἀνωτ., Μοῖρ., κλπ.· εὕρηται ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφ. τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Θήβ. 61, Σοφ. Τρ. 567, ὡς καὶ παρ’ Ἀριστοφ., Πλάτ., καὶ Ἀριστ.: [[ὡσαύτως]] συμφωνεῖ πρὸς τὸν Λατ. τύπον pulmo, Σλαυ. plusta (οὐδ. πληθ.), Λιθ. plauczei (πληθ.)· Ἐντεῦθεν συμπεραίνουσιν ὅτι ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] [[εἶναι]] [[πλεύμων]], καὶ ὅτι παράγεται ἐκ τῆς √ΠΛΕϜ, [[πλέω]] ([[ἐπιπλέω]]) ὡς ἐκ τῆς ἐλαφρᾶς συστάσεως τῶν πνευμόνων καὶ ὅτι [[ὕστερον]] παρεισῆλθεν ὁ [[τύπος]] [[πνεύμων]], [[ὅστις]] καὶ προσηρμόσθη εἰς ὑποθετικὴν ἐτυμολογίαν ἐκ τῆς √ΠΝΥ, [[πνέω]], ἣν ὑπέδειξεν ὁ Ἀριστ. ἐν τῷ περὶ Ἀναπνοῆς 10, 6, «ἔοικε δὲ καὶ [[τοὔνομα]] εἰληφέναι [[πνεύμων]] διὰ τὴν πνεύματος ὑποδοχήν», ἴδε Sylb. εἰς Ἐτυμολ. Μέγ. 677, 31, Curt. Gr. Et. ἀρ. 370). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πνεύμων]], ιν λατερ | |mdlsjtxt=[[πνεύμων]], ιν λατερ ''Att.'' [[πλεύμων]], ονος, ὁ, [[πνέω]]<br />the [[organ]] of [[breathing]], the lungs, Lat. [[pulmo]], Il., Plat.: [[mostly]] in plural, Trag.; πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πλευμόνων Eur. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''πνεύμων''': {pneúmōn}<br />'''Meaning''': [[Lunge]]<br />'''See also''': s. [[πλεύμων]].<br />'''Page''' 2,566 | |ftr='''πνεύμων''': {pneúmōn}<br />'''Meaning''': [[Lunge]]<br />'''See also''': s. [[πλεύμων]].<br />'''Page''' 2,566 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=ἤ [[πλεύμων]] -όνος (=[[πνεύμονας]]). Ὁ [[τύπος]] [[πλεύμων]] παράγεται ἀπό τό [[πλέω]], [[ἐπειδή]] τά πνεμόνια εἶναι ἐλαφρά. ἐνῶ ὁ [[τύπος]] [[πνεύμων]] παράγεται Ἀπό ρίζα πνυ- τοῦ [[πνέω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ὁ [[pulmón]] de cerdo πολλὰ πίνοντα καὶ μὴ μεθύειν· χοιραῖον πνεύμονα ὀπτήσας φάγε <b class="b3">para beber mucho y no emborracharse: cuece pulmón de cerdo y cómelo</b> P VII 181 | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[lung]]=== | |||
Abkhaz: арԥҳа; Afrikaans: long; Albanian: mushkëri; Amharic: ሳምባ; Apache Western Apache: bijííʼizólé; Arabic: رِئَة, سَحَر; Hijazi Arabic: رِئة; Moroccan Arabic: رية; Aragonese: pulmón; Armenian: թոք; Aromanian: pãlmunã, plimunã; Assamese: হাঁওফাঁও; Asturian: pulmón; Azerbaijani: ağciyər, öfgə; Bahnar: dơsoh; Bambara: fogonfogon; Bashkir: үпкә; Basque: birika; Bau Bidayuh: osuop; Belarusian: лёгкае; Bengali: ফুসফুস; Bezhta: пиртӀи, пийтӀи; Breton: skevent; Bulgarian: бял дроб; Burmese: အဆုတ်; Buryat: уушхан; Catalan: pulmó; Cebuano: baga; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⵔⵓⵜ, ⵜⵓⵔⵜ; Central Melanau: atai sup; Chechen: пах; Cherokee: ᏧᏪᎳ; Chichewa: phapo; Chinese Cantonese: 肺, 肺臟, 肺脏; Dungan: физы; Hakka: 肺; Mandarin: 肺臟, 肺脏, 肺; Min Bei: 肺; Min Dong: 肺; Min Nan: 肺; Wu: 肺; Chuvash: ӳпке; Corsican: pulmone, pulmoni, pulmonu; Czech: plíce; Danish: lunge; Drung: rvseu; Dupaningan Agta: gasa; Dutch: [[long]]; Eastern Cham: ꨎꩆꨓꨭꩃ; Erzya: тевеляв, мельке; Esperanto: pulmo; Estonian: kops; Evenki: эвтэл; Farefare: vulũnvuugo; Faroese: lunga; Finnish: keuhko; French: [[poumon]]; Friulian: palmon; Galician: pulmón, bofe, boche, livián, corada; Georgian: ფილტვი; German: [[Lunge]]; Greek: [[πνεύμονας]]; Ancient Greek: [[πνεύμων]], [[πλεύμων]]; Gujarati: ફેફસું; Hausa: huhu; Haitian Creole: poumon; Hawaiian: akemāmā; Hebrew: ריאה / רֵאָה; Hidatsa: náaxu; Higaonon: baga; Hindi: फेफड़ा, फुफ्फुस; Hungarian: tüdő; Hunsrik: Lung; Hunzib: пыртӏи; Icelandic: lunga, lungu; Ido: pulmono; Ilocano: bara; Indonesian: paru-paru, rabu; Interlingua: pulmon; Irish: scamhóg; Isnag: baxa; Italian: [[polmone]]; Iu Mien: piom; Japanese: 肺臓, 肺; Kalmyk: оошк; Kannada: ಉಸಿರುಕ; Kapampangan: baga; Kazakh: өкпе; Khmer: សួត; Korean: 허파, 폐(肺), 부아; Kurdish Central Kurdish: سی; Laki: سوی, پوفی; Northern Kurdish: pişik, sîh, pişik; Southern Kurdish: سۊە; Kyrgyz: өпкө; Lao: ປອດ; Latgalian: pļauškys; Latin: [[pulmo]]; Latvian: plaušas; Lithuanian: plaučiai; Low German: Lung; Luhya: embafu; Luo: obo; Luxembourgish: Long; Macedonian: бел дроб; Maguindanao: baga; Malay: paru, paru-paru; Malayalam: ശ്വാസകോശം; Maltese: pulmun; Manchu: ᡠᡶᡠᡥᡠ; Mansaka: baga; Maori: pūkahukahu; Maquiritari: 'tawai; Maranao: baga'; Marathi: फुफ्फुसे; Meru: mauri; Mirandese: pulmon; Miyako: フク; Mongolian Cyrillic: уушги; Moore: fulfuugu; Nahuatl: tochichi, tochichin; Nanai: хэутэ; Navajo: ajéí yilzólii; Naxi: cherl; Nepali: फोक्सो; North Frisian: Lung; Northern Sami: geahpis; Norwegian Bokmål: lunge; Nynorsk: lunge; Occitan: palmon; Ojibwe: nipan; Old English: lungen; Oromo: somba; Ossetian: рӕуӕг; Ottoman Turkish: آق جگر, اویكن; Pashto: سږى; Persian: ریه, شش; Polish: płuco; Portuguese: [[pulmão]]; Punjabi: ਫੇਫੜਾ; Quechua: puiwan; Romanian: plămân, pulmon, plămâni; Romansch: lom, lomm, leav, lev, pulmun; Russian: [[лёгкое]]; S'gaw Karen: ပသိၣ်; Sanskrit: फुफ्फुस; Santali: ᱵᱳᱠᱳ; Sardinian: pimone, piumone, piumoni, primmone, primone, prummone; Scottish Gaelic: sgamhan; Serbo-Croatian Cyrillic: плуће, плућа; Roman: plúće, pluća; Shan: ပွတ်ႇ; Sherpa: གློའ; Sicilian: purmuna; Sinhalese: පෙනහැල්ල; Slovak: pľúca; Slovene: pljuča; Somali: sambab; Southern Altai: ӧкпӧ; Spanish: [[pulmón]]; Swahili: pafu class 5/6; Swedish: lunga; Tagalog: baga, pulmon; Tajik: шуш; Tamil: நுரையீரல்; Tangut: 𗮺; Taos: hǫ́luną; Tatar: үпкә; Telugu: ఊపిరితిత్తి; Thai: ปอด; Tibetan: གློ་བ; Tigrinya: ሳንቡእ; Turkish: akciğer; Turkmen: öýken; Tuvan: өкпе; Ukrainian: легеня; Urdu: پھیپھڑا; Uyghur: ئۆپكە; Uzbek: oʻpka; Venetian: polmon; Vietnamese: phổi; Volapük: lueg; Walloon: peumon; Welsh: ysgyfaint; West Coast Bajau: kura', kura'; West Frisian: long; Western Bukidnon Manobo: baɣa'; White Hmong: ntsws; Wolof: xëtër; Yami: apoaw; Yiddish: לונג; Zhuang: bwt, aenbwt | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:41, 7 September 2024
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 640] ονος, ὁ (pulmo), ältere Form für πλεύμων, vgl. Lob. Phryn. p. 305, die Lunge, als Werkzeug des Athemholens; Il. 4, 528. 20, 486; ἱππικῶν ἐκ πνευμόνων, Aesch. Spt. 61; πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πνευμόνων, Eur. Or. 277, vgl. Herc. Fur. 1093; Soph. Trach. 564; auch übertr., ὡς σπαραγμὸς αὐτοῦ πνευμόνων ἀνθήψατο, Trach. 775, drang ins Innere, in die Eingeweide; auch Sp., πνεύμονα τέγξατε Βάκχῳ, Philodem. 22 (XI, 34). – Eine Art Molluske, Seelunge, Plat. Phil. 21 c Arist. H. A. 5, 15.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
poumon.
Étymologie: R. Πνυ, souffler, πνεύ-, πνεϜ- ; cf. πνεῦμα, lat. pulmo = πλεύμων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πνεύμων -ονος, ὁ zie πλεύμων.
Russian (Dvoretsky)
πνεύμων: ион.-атт. πλεύμων, ονος ὁ преимущ. pl.
1 легкие Hom., Aesch., Arst., Plat.;
2 внутренности Soph.;
3 «легкое» (род моллюска) Plat., Arst.
English (Autenrieth)
ονος: lung. (Il.)
Spanish
Greek Monolingual
-όνος, ο, ΝΜΑ, και πνεύμονας και πλεμόνι Ν, και πλεύμων Α
στον πληθ. οι πνεύμονες
(ανατ.-φυσιολ.-ιατρ.) τυπική δομή τών σπονδυλοζώων, ζεύγος οργάνων της θωρακικής κοιλότητας στα οποία γίνεται η ανταλλαγή τών αερίων μεταξύ του οργανισμού (του αίματος) και του εξωτερικού περιβάλλοντος (του αναπνεόμενου αέρα)
νεοελλ.
1. (συγκριτ. ανατ.) ονομασία ειδικών θυλακοειδών οργάνων ορισμένων ολοθουρίων στα οποία το νερό εισέρχεται από την έδρα, παραμένει στο ορθό και κατόπιν αποβάλλεται εναλλακτικά, λειτουργία η οποία είναι αναπνευστική, απεκκριτική και στηρικτική του σώματος
2. μτφ. πηγή ζωής, καθαρού αέρα και χώρος όπου ο άνθρωπος μπορεί να έλθει σε επαφή με τη φύση («ο εθνικός κήπος είναι σχεδόν ο μοναδικός πνεύμονας της Αθήνας»)
3. φρ. «πνεύμονας αγρότη»
ιατρ. πνευμονική αλλεργιοπάθεια
αρχ.
η έδρα τών ερωτικών ορμών και επιθυμιών («Διὸς τυραννεῖ πλευμόνων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία μέλους του σώματος, η οποία απαντά με ποικίλες μορφές στις διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Ο αρχικός τ. της λ. στην Ελληνική είναι ο τ. πλεύμων, ενώ ο τ. πνεύμων, ο οποίος και επικράτησε, σχηματίστηκε κατ' επίδραση της λ. πνεῦμα. Η λ. πλεύμων (< ΙΕ τ. pleumon) ανάγεται στη ρίζα pleu- «επιπλέω, κολυμπώ» του ρ. πλέω (με επίθημα -μων, πρβλ. ελεήμων), λόγω του ότι οι πνεύμονες επιπλέουν στο νερό. Από μορφολογική άποψη πιο κοντά στον ελλ. τ. είναι το αρχ. ινδ. kloman- «δεξιός πνεύμονας» (με ανομοιωτική τροπή του -ρ- σε -k-) και επίσης το λατ. pulmo (< plumo), το οποίο εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας pleu- (πρβλ. γαλλ. poumon). Τέλος, στην ίδια ρίζα αλλά με διαφορετικό επίθημα (IE pleu-tio) ανάγονται τ., όπως τα αρχ. πρωσ. plauti, λιθουαν. plaūčiai, αρχ. σλαβ. pljušta. Ο νεοελλ. τ. πλεμόνι < πνευμόν-ιον (ανομοιωτικά), με αποβολή της διφθόγγου -ευ- πριν από -μ- (πρβλ. πλεμάτι < πλεγμάτ-ιον).
ΠΑΡ. πνευμονία, πνευμονικός
αρχ.
πλευμονία, πνευμονίας, πνευμόνιον, πνευμονίς
νεοελλ.
πνευμονίτιδα].
Greek Monotonic
πνεύμων: στους μεταγεν. Αττ., πλεύμων, -ονος, ὁ (πνέω), το όργανο της αναπνοής, οι πνεύμονες, Λατ. pulmo, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· κυρίως στον πληθ., σε Τραγ.· πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πλευμόνων, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πνεύμων: ἢ πλεύμων, ονος, ὁ, (περὶ τοῦ τύπου καὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε ἐν τέλει)· ― ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «φλεμόνι», πάγη δ’ ἐν πλεύμονι χαλκὸς Ἰλ. Δ. 428, Υ. 486· τέγγε πνεύμονα Ϝοίνω Ἀλκαῖ. 39· ὁ τῶν πνευμάτων τῷ σώματι ταμίας ὁ πλεύμων Πλάτ. Τίμ. 70 C, Ἀριστ. π. 10, 6· ― ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀρχίλ. 8. 5, Αἰσχύλ. Θήβ. 61, Σοφ. Τρ. 567, κτλ.· πνεῦμ’ ἀνεὶς ἐκ πνευμόνων Εὐρ. Ὀρ. 277· ἐθεωροῦντο δὲ οἱ πνεύμονες ὡς τὰ ζωτικώτατα μέρη τοῦ σώματος, σπαραγμός… πλευμόνων ἀνθήψατο Σοφ. Τρ. 778, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 367, Βάτρ. 475, 829· παρίστανται ὡς ἕδρα τοῦ ἔρωτος, Σοφ. Ἀποσπ. 678, 15, πρβλ. Meineke εἰς Κωμικ. 4. σ. 660. (Οἱ γραμμ. διαφωνοῦσιν ὡς πρὸς τοὺς τύπους· ὁ πλεύμων ὡς Ὁμηρικὸν καὶ παλαιότατον· οὗτος ἦτο ὡσαύτως ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1069, Εὐστ. ἔνθ’ ἀνωτ., Μοῖρ., κλπ.· εὕρηται ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφ. τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Θήβ. 61, Σοφ. Τρ. 567, ὡς καὶ παρ’ Ἀριστοφ., Πλάτ., καὶ Ἀριστ.: ὡσαύτως συμφωνεῖ πρὸς τὸν Λατ. τύπον pulmo, Σλαυ. plusta (οὐδ. πληθ.), Λιθ. plauczei (πληθ.)· Ἐντεῦθεν συμπεραίνουσιν ὅτι ὁ ἀρχικὸς τύπος εἶναι πλεύμων, καὶ ὅτι παράγεται ἐκ τῆς √ΠΛΕϜ, πλέω (ἐπιπλέω) ὡς ἐκ τῆς ἐλαφρᾶς συστάσεως τῶν πνευμόνων καὶ ὅτι ὕστερον παρεισῆλθεν ὁ τύπος πνεύμων, ὅστις καὶ προσηρμόσθη εἰς ὑποθετικὴν ἐτυμολογίαν ἐκ τῆς √ΠΝΥ, πνέω, ἣν ὑπέδειξεν ὁ Ἀριστ. ἐν τῷ περὶ Ἀναπνοῆς 10, 6, «ἔοικε δὲ καὶ τοὔνομα εἰληφέναι πνεύμων διὰ τὴν πνεύματος ὑποδοχήν», ἴδε Sylb. εἰς Ἐτυμολ. Μέγ. 677, 31, Curt. Gr. Et. ἀρ. 370).
Frisk Etymological English
Meaning: lung
See also: s. πλεύμων.
Middle Liddell
πνεύμων, ιν λατερ Att. πλεύμων, ονος, ὁ, πνέω
the organ of breathing, the lungs, Lat. pulmo, Il., Plat.: mostly in plural, Trag.; πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πλευμόνων Eur.
Frisk Etymology German
πνεύμων: {pneúmōn}
Meaning: Lunge
See also: s. πλεύμων.
Page 2,566
Mantoulidis Etymological
ἤ πλεύμων -όνος (=πνεύμονας). Ὁ τύπος πλεύμων παράγεται ἀπό τό πλέω, ἐπειδή τά πνεμόνια εἶναι ἐλαφρά. ἐνῶ ὁ τύπος πνεύμων παράγεται Ἀπό ρίζα πνυ- τοῦ πνέω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Léxico de magia
ὁ pulmón de cerdo πολλὰ πίνοντα καὶ μὴ μεθύειν· χοιραῖον πνεύμονα ὀπτήσας φάγε para beber mucho y no emborracharse: cuece pulmón de cerdo y cómelo P VII 181
Translations
lung
Abkhaz: арԥҳа; Afrikaans: long; Albanian: mushkëri; Amharic: ሳምባ; Apache Western Apache: bijííʼizólé; Arabic: رِئَة, سَحَر; Hijazi Arabic: رِئة; Moroccan Arabic: رية; Aragonese: pulmón; Armenian: թոք; Aromanian: pãlmunã, plimunã; Assamese: হাঁওফাঁও; Asturian: pulmón; Azerbaijani: ağciyər, öfgə; Bahnar: dơsoh; Bambara: fogonfogon; Bashkir: үпкә; Basque: birika; Bau Bidayuh: osuop; Belarusian: лёгкае; Bengali: ফুসফুস; Bezhta: пиртӀи, пийтӀи; Breton: skevent; Bulgarian: бял дроб; Burmese: အဆုတ်; Buryat: уушхан; Catalan: pulmó; Cebuano: baga; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⵔⵓⵜ, ⵜⵓⵔⵜ; Central Melanau: atai sup; Chechen: пах; Cherokee: ᏧᏪᎳ; Chichewa: phapo; Chinese Cantonese: 肺, 肺臟, 肺脏; Dungan: физы; Hakka: 肺; Mandarin: 肺臟, 肺脏, 肺; Min Bei: 肺; Min Dong: 肺; Min Nan: 肺; Wu: 肺; Chuvash: ӳпке; Corsican: pulmone, pulmoni, pulmonu; Czech: plíce; Danish: lunge; Drung: rvseu; Dupaningan Agta: gasa; Dutch: long; Eastern Cham: ꨎꩆꨓꨭꩃ; Erzya: тевеляв, мельке; Esperanto: pulmo; Estonian: kops; Evenki: эвтэл; Farefare: vulũnvuugo; Faroese: lunga; Finnish: keuhko; French: poumon; Friulian: palmon; Galician: pulmón, bofe, boche, livián, corada; Georgian: ფილტვი; German: Lunge; Greek: πνεύμονας; Ancient Greek: πνεύμων, πλεύμων; Gujarati: ફેફસું; Hausa: huhu; Haitian Creole: poumon; Hawaiian: akemāmā; Hebrew: ריאה / רֵאָה; Hidatsa: náaxu; Higaonon: baga; Hindi: फेफड़ा, फुफ्फुस; Hungarian: tüdő; Hunsrik: Lung; Hunzib: пыртӏи; Icelandic: lunga, lungu; Ido: pulmono; Ilocano: bara; Indonesian: paru-paru, rabu; Interlingua: pulmon; Irish: scamhóg; Isnag: baxa; Italian: polmone; Iu Mien: piom; Japanese: 肺臓, 肺; Kalmyk: оошк; Kannada: ಉಸಿರುಕ; Kapampangan: baga; Kazakh: өкпе; Khmer: សួត; Korean: 허파, 폐(肺), 부아; Kurdish Central Kurdish: سی; Laki: سوی, پوفی; Northern Kurdish: pişik, sîh, pişik; Southern Kurdish: سۊە; Kyrgyz: өпкө; Lao: ປອດ; Latgalian: pļauškys; Latin: pulmo; Latvian: plaušas; Lithuanian: plaučiai; Low German: Lung; Luhya: embafu; Luo: obo; Luxembourgish: Long; Macedonian: бел дроб; Maguindanao: baga; Malay: paru, paru-paru; Malayalam: ശ്വാസകോശം; Maltese: pulmun; Manchu: ᡠᡶᡠᡥᡠ; Mansaka: baga; Maori: pūkahukahu; Maquiritari: 'tawai; Maranao: baga'; Marathi: फुफ्फुसे; Meru: mauri; Mirandese: pulmon; Miyako: フク; Mongolian Cyrillic: уушги; Moore: fulfuugu; Nahuatl: tochichi, tochichin; Nanai: хэутэ; Navajo: ajéí yilzólii; Naxi: cherl; Nepali: फोक्सो; North Frisian: Lung; Northern Sami: geahpis; Norwegian Bokmål: lunge; Nynorsk: lunge; Occitan: palmon; Ojibwe: nipan; Old English: lungen; Oromo: somba; Ossetian: рӕуӕг; Ottoman Turkish: آق جگر, اویكن; Pashto: سږى; Persian: ریه, شش; Polish: płuco; Portuguese: pulmão; Punjabi: ਫੇਫੜਾ; Quechua: puiwan; Romanian: plămân, pulmon, plămâni; Romansch: lom, lomm, leav, lev, pulmun; Russian: лёгкое; S'gaw Karen: ပသိၣ်; Sanskrit: फुफ्फुस; Santali: ᱵᱳᱠᱳ; Sardinian: pimone, piumone, piumoni, primmone, primone, prummone; Scottish Gaelic: sgamhan; Serbo-Croatian Cyrillic: плуће, плућа; Roman: plúće, pluća; Shan: ပွတ်ႇ; Sherpa: གློའ; Sicilian: purmuna; Sinhalese: පෙනහැල්ල; Slovak: pľúca; Slovene: pljuča; Somali: sambab; Southern Altai: ӧкпӧ; Spanish: pulmón; Swahili: pafu class 5/6; Swedish: lunga; Tagalog: baga, pulmon; Tajik: шуш; Tamil: நுரையீரல்; Tangut: 𗮺; Taos: hǫ́luną; Tatar: үпкә; Telugu: ఊపిరితిత్తి; Thai: ปอด; Tibetan: གློ་བ; Tigrinya: ሳንቡእ; Turkish: akciğer; Turkmen: öýken; Tuvan: өкпе; Ukrainian: легеня; Urdu: پھیپھڑا; Uyghur: ئۆپكە; Uzbek: oʻpka; Venetian: polmon; Vietnamese: phổi; Volapük: lueg; Walloon: peumon; Welsh: ysgyfaint; West Coast Bajau: kura', kura'; West Frisian: long; Western Bukidnon Manobo: baɣa'; White Hmong: ntsws; Wolof: xëtër; Yami: apoaw; Yiddish: לונג; Zhuang: bwt, aenbwt