που: Difference between revisions
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
m (Text replacement - "of Place" to "of place") |
m (Text replacement - " )" to ")") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pou | |Transliteration C=pou | ||
|Beta Code=pou | |Beta Code=pou | ||
|Definition=Ion. κου, Aeol. ποι | |Definition=Ion. [[κου]], Aeol. [[ποι]] Sapph.''Supp.''25.17, Pi.''P.''5.101, ''BCH''37.157 (Cyme, iii B.C.), prob. in Alc.9:—enclit. Adv.<br><span class="bld">A</span> [[anywhere]], [[somewhere]], Il.16.514, etc.; freq. with other Advs. of [[place]], <b class="b3">οὐχ ἑκάς π.</b> [[somewhere]] not far off, S.''Ph.''41; <b class="b3">πέλας π.</b> ib.163(anap.); <b class="b3">μηδαμοῦ… π.</b> ib.256 (dub.l.); π. πέραν τοῦ ποταμοῦ X.''An.''4.3.3; ἄλλοθί π. D.4.41; τῇδέ π. Plb.3.108.3, etc.: c.gen., <b class="b3">ἀλλά π. αὐτοῦ ἀγρῶν</b> in [[some part]] there of the fields, Od.4.639; <b class="b3">ἐμβαλεῖν π.</b> (fort. ποι) <b class="b3"> τῆς χώρας</b> [[some part]] of the country, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.1.42; εἴ π. τῆς χώρας ταὐτὸ τοῦτο πάθος συνέβη D.18.195.<br><span class="bld">II</span> without reference to Place, [[in some degree]], καί πού τι Th.2.87: freq. to qualify an expression, [[perhaps]], [[I suppose]], Hom., etc.; added to introductory Particles, οὕτω π… Il.2.116; Ζεὺς μέν π. τό γε οἶδε 3.308; ὡς ὅτε π. 11.292; <b class="b3">ἤν π., εἰ μή π.</b>, X.''Hier.''3.2, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 372a: strengthened, τάχ' ἄν π. [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1116; ἴσως π. E. ''El.''518: attached to single words to limit their significance, πάντως κ. [[Herodotus|Hdt.]]3.73; <b class="b3">τί π. δράσεις</b>; what in the world? [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''743; οὐδείς π. [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 64d; with numerals, <b class="b3">ἔτεα τρία καὶ δέκα κ. μάλιστα</b> [[about]] thirteen years, [[Herodotus|Hdt.]]1.119, cf. 209,7.22, etc.: <b class="b3">οὔ τί που</b> denies with indignation or wonder, [[surely it cannot be]]…, οὔ τί π. οὗτος Ἀπόλλων Pi.''P.''4.87, cf. S.''Ph.''1233, Ar.''Nu.''1260, ''Pax'' 1211, ''Ra.''522, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 362d, etc.; <b class="b3">οὐ δήπου</b> adds a shade of suspicion, οὐ δήπου Στράτων; [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''122, cf. ''Av.''269, [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 194b: for [[δήπου]], [[ἦπου]], v. sub vocc.—In late writers ([[LXX]] ''Jo.''2.5, al., ''Ev.Jo.''7.35, al., Arr.''Epict.''1.27.9, 4.1.93, etc.) [[ποῦ]], [[που]] take the place of <b class="b3">ποῖ, ποι,</b> with Verbs of motion, as in Engl. [[where]] for whither? This idiom (condemned by Phryn.30, <b class="b3">ποῦ ἄπει… ἁμάρτημα</b>) is found occasionally in early authors, ποῦ τοι ἀπειλαὶ οἴχονται; Il.13.219; ἐξελθών που Antipho 2.4.8; ἰόντα που [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.2.16; but in pure Att. only as [[falsa lectio|f.l.]] for [[ποῖ]], [[ποι]]. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>που</b> (cf. ποι) | |sltr=<b>που</b> (cf. ποι) [[somehow]] ἦ θαύματα [[πολλά]], καί [[πού]] τι καὶ βροτῶν [[φάτις]] (O. 1.28) “οὔ τί ποᾰ [[οὗτος]] [[Ἀπόλλων]];” (P. 4.87) ὁ [[μέν]] που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ ἔπραξεν (P. 10.11) παθόντες [[πού]] τι φιλόξενον [[ἔργον]] (I. 2.24) τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που [[κἀν]] βραχίστοις (Heyne: [[πού]] κ' ἐν, πά κ ἐν codd.) (I. 6.59) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α<br /> (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.)<br /> <b>1.</b> [[κάπου]], σε κάποιο [[τόπο]] («ἐμβαλεῖν που τῆς χώρας», <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>2.</b> σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή [[ἀπειρία]] πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>3.</b> (με αριθμτ.) [[περίπου]], [[πάνω]] [[κάτω]] («ἔτεα [[τρία]] καί [[δέκα]] κου [[μάλιστα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /> <b>4.</b> ([[συχνά]] προστίθεται σε προεισαγωγικά μόρια ή επιτάσσεται σε λέξεις προκειμένου να περιορίσει ή να τροποποιήσει κάποια [[έκφραση]]) [[κατά]] κάποιον τρόπο, [[πιθανώς]], ίσως, [[υποθέτω]], [[στοχάζομαι]] (α. «[[Ζεὺς]] μὲν που το γε οἶδε», <b>Ομ. Ιλ.</b><br /> β. «τί που δράσεις [[ὅταν]] τὰ λοιπὰ πυνθάνῃ [[κακά]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>5.</b> <b>φρ.</b> «οὔ τί που»<br /> (για [[άρνηση]] με [[αγανάκτηση]] ή [[απορία]]) βεβαίως δεν δυνατόν («οὔ τί που [[οὗτος]] [[Ἀπόλλων]]», <b>Πίνδ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- των ερωτηματικών και αόρ. επιρρ. (<b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ου</i>].<br /> <b>(II)</b><br /> Ν<br /> (άκλ. αναφ. αντων. κν. γένους και αριθ.)<br /> <b>1.</b> ο [[οποίος]] («αυτός [[είναι]] που χάλασε τον κόσμο»)<br /> <b>2.</b> (ως αιτιολογ, [[σύνδεσμος]] με ρήματα που δηλώνουν [[ψυχικό]] [[πάθος]]) [[διότι]], [[επειδή]] («λυπούμαι που δεν [[μπορώ]] να σάς εξυπηρετήσω»)<br /> <b>3.</b> (ως χρον. [[σύνδεσμος]]) όταν, [[αφότου]], ενώ («[[είναι]] [[πέντε]] μήνες που έφυγε στο εξωτερικό»)<br /> <b>4.</b> (ως αποτελεσμ. [[σύνδεσμος]]) ώστε («έχει [[κάτι]] άγρια μάτια που σέ πιάνει [[τρεμούλα]]»)<br /> <b>5.</b> (ως ειδ. [[σύνδεσμος]]) ότι, πως («το [[καταλαβαίνω]] που μέ πειράζεις»)<br /> <b>6.</b> (ως ευχετ. [[μόριο]], [[κυρίως]] για κατάρες) [[είθε]], [[μακάρι]], [[άμποτε]] («που να σέ πάρει και να σέ σηκώσει»)<br /> <b>7.</b> (ως αναφ. και τοπ. επίρρ.) όπου («μην κουνηθείς από [[εκεί]] που βρίσκεσαι»)<br /> <b>8.</b> ως θαυμαστικό [[επιφώνημα]] (α. «τί όμορφη που είσαι [[σήμερα]]» β. «[[κακό]] που μάς βρήκε»)<br /> <b>9.</b> (φρ) «που λες»<br /> (ως παρενθετική φρ. σε [[αφήγηση]]) [[λοιπόν]], επιτέλους, για να ξέρεις («πήγα, που λες, κι εγώ [[αλλά]] [[κανείς]] δεν ήταν [[εκεί]]»).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁπού</i> / [[ὅπου]] με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος. Η [[άποψη]] ότι η αντων. που προέρχεται από το ερωτηματικό <i>ποῦ</i> δεν θεωρείται πιθανή].<br /> <b>(III)</b><br /> το, Ν<br /> <b>μετρολ.</b> κινεζική [[μονάδα]] μήκους ισοδύναμη με 1, 79 [[μέτρα]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br /> και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α<br /> (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.)<br /> <b>1.</b> [[κάπου]], σε κάποιο [[τόπο]] («ἐμβαλεῖν που τῆς χώρας», <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>2.</b> σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή [[ἀπειρία]] πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>3.</b> (με αριθμτ.) [[περίπου]], [[πάνω]] [[κάτω]] («ἔτεα [[τρία]] καί [[δέκα]] κου [[μάλιστα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /> <b>4.</b> ([[συχνά]] προστίθεται σε προεισαγωγικά μόρια ή επιτάσσεται σε λέξεις προκειμένου να περιορίσει ή να τροποποιήσει κάποια [[έκφραση]]) [[κατά]] κάποιον τρόπο, [[πιθανώς]], ίσως, [[υποθέτω]], [[στοχάζομαι]] (α. «[[Ζεύς|Ζεὺς]] μὲν που το γε οἶδε», <b>Ομ. Ιλ.</b><br /> β. «τί που δράσεις [[ὅταν]] τὰ λοιπὰ πυνθάνῃ [[κακά]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>5.</b> <b>φρ.</b> «οὔ τί που»<br /> (για [[άρνηση]] με [[αγανάκτηση]] ή [[απορία]]) βεβαίως δεν δυνατόν («οὔ τί που [[οὗτος]] [[Ἀπόλλων]]», <b>Πίνδ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- των ερωτηματικών και αόρ. επιρρ. (<b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ου</i>].<br /> <b>(II)</b><br /> Ν<br /> (άκλ. αναφ. αντων. κν. γένους και αριθ.)<br /> <b>1.</b> ο [[οποίος]] («αυτός [[είναι]] που χάλασε τον κόσμο»)<br /> <b>2.</b> (ως αιτιολογ, [[σύνδεσμος]] με ρήματα που δηλώνουν [[ψυχικό]] [[πάθος]]) [[διότι]], [[επειδή]] («λυπούμαι που δεν [[μπορώ]] να σάς εξυπηρετήσω»)<br /> <b>3.</b> (ως χρον. [[σύνδεσμος]]) όταν, [[αφότου]], ενώ («[[είναι]] [[πέντε]] μήνες που έφυγε στο εξωτερικό»)<br /> <b>4.</b> (ως αποτελεσμ. [[σύνδεσμος]]) ώστε («έχει [[κάτι]] άγρια μάτια που σέ πιάνει [[τρεμούλα]]»)<br /> <b>5.</b> (ως ειδ. [[σύνδεσμος]]) ότι, πως («το [[καταλαβαίνω]] που μέ πειράζεις»)<br /> <b>6.</b> (ως ευχετ. [[μόριο]], [[κυρίως]] για κατάρες) [[είθε]], [[μακάρι]], [[άμποτε]] («που να σέ πάρει και να σέ σηκώσει»)<br /> <b>7.</b> (ως αναφ. και τοπ. επίρρ.) όπου («μην κουνηθείς από [[εκεί]] που βρίσκεσαι»)<br /> <b>8.</b> ως θαυμαστικό [[επιφώνημα]] (α. «τί όμορφη που είσαι [[σήμερα]]» β. «[[κακό]] που μάς βρήκε»)<br /> <b>9.</b> (φρ) «που λες»<br /> (ως παρενθετική φρ. σε [[αφήγηση]]) [[λοιπόν]], επιτέλους, για να ξέρεις («πήγα, που λες, κι εγώ [[αλλά]] [[κανείς]] δεν ήταν [[εκεί]]»).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁπού</i> / [[ὅπου]] με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος. Η [[άποψη]] ότι η αντων. που προέρχεται από το ερωτηματικό <i>ποῦ</i> δεν θεωρείται πιθανή].<br /> <b>(III)</b><br /> το, Ν<br /> <b>μετρολ.</b> κινεζική [[μονάδα]] μήκους ισοδύναμη με 1, 79 [[μέτρα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=που, Ion. κου, Aeol. ποι [~ | |elnltext=που, Ion. κου, Aeol. ποι [~ πό-] adv. indef. encl., ergens van plaats ergens: gecombineerd met andere woorden die plaats uitdrukken; ἀνέρος, οὗ δή που λεύκ’ ὀστέα πύθεται... κείμεν’ ἐπ’ ἠπείρου van de man wiens witte gebeente natuurlijk (δή) ergens (που) ligt te rotten op het land Od. 1.161; οὐκ ἑκάς που niet ergens ver weg Soph. Ph. 41; ἐγγύς που ἐστρατοπεδεύετο βασιλεύς de Koning was ergens in de buurt gelegerd Xen. An. 2.2.15; ἱππέας που πέραν τοῦ ποταμοῦ ruiters ergens aan de overkant van de rivier Xen. An. 4.3.3; ἄλλοθί που ergens anders Dem. 4.41; met (‘partitieve’) gen. van plaats. εἴ που τῆς χώρας als ergens in het land Dem. 18.195. maakt de mededeling onbepaald; soms zwak locale bet.; vaak gecombineerd met andere indef. of in cond. bijzin ergens, even:. ἵνα... εἴ πού μοί τις συμφορὰ γένοιτο, ἄμεινον ἀγωνιζοίμην opdat ik, als het mij ergens een beetje tegen zou zitten, meer kans zou hebben in mijn proces Lys. 13.3; κἀκεῖθεν... τοὺς ἐπίπλους, ἤν που καιρὸς ᾖ, ποιεῖσθαι en daarvandaan de schepen aan laten varen, als zich ook maar even een gunstige gelegenheid voordeed Thuc. 8.27.4. alleen Ion., algemeen onbepaald, met getal ongeveer; ook met ὡς of μάλιστα:. ἔτεα ὡς δέκα κου γεγονότα ongeveer tien jaar oud Hdt. 3.3.3; ἔτεα τρία καὶ δέκα κου μάλιστα zo ongeveer dertien jaar Hdt. 1.119.2. modaal, in interacties, presenteert iets dat zeker is of lijkt als een voorzichtige bewering, stuurt aan op instemming lijkt mij zo, dunkt me, toch wel, natuurlijk (wel) met ww. van ‘weten’; Ζεὺς μέν που τό γε οἶδε dat weet Zeus, dunkt me, wel Il. 3.308; καὶ σύ που παρὼν ἔξοισθ ' ook jij weet dat natuurlijk wel omdat je erbij was Soph. OC 1587; met δή:. γνώσεσθε δήπου ὅτι οὐκ ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐστέ jullie zullen er natuurlijk achterkomen dat je niet in Griekenland bent Xen. An. 5.7.9; οὐδείς που τοῦτο ἀνθρώπων ἀγνοεῖ dit weet natuurlijk iedereen wel Plat. Phlb. 64d. combinaties met andere partikels of adv. δήπου of δή που: zie δή; ἦ που: zie ἦ; πάντως (δή) που (zoekt naar) sterke bevestiging. - οὐκοῦν... τὰ.. ἀγαθὰ καὶ τὰ κακὰ ὁποῖά ἐστι πάντως που γιγνώσκεις; - νὴ Δί’, ἔφη, εἰ γὰρ μηδὲ ταῦτα οἶδα, καὶ τῶν ἀνδραπόδων φαυλότερος ἂν εἴην -je weet toch natuurlijk helemaal wat goed en kwaad is? - ja, bij Zeus, zei hij, want als ik zelfs dat niet weet, dan zou ik minder waard zijn dan een slaaf Xen. Mem. 4.2.31; - καὶ Ὀδυσσείας γὰρ καὶ Ἰλιάδος ἀκήκοας. - πάντως δήπου, ὦ Σώκρατες je hebt de Ilias en Odyssee toch gelezen? -absoluut, vanzelfsprekend, Socrates Plat. Alc.1 112b. in vragen. τί που δράσεις...; wat zul je wel niet doen...? Aeschl. PV 743; οὔ τί που... νοεῖς; je bent toch zeker niet van plan...? Soph. Ph. 1233. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[anywhere]], [[perhaps]], [[I suppose]], [[in the world]] | |woodrun=[[anywhere]], [[perhaps]], [[I suppose]], [[in the world]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:37, 13 October 2024
English (LSJ)
Ion. κου, Aeol. ποι Sapph.Supp.25.17, Pi.P.5.101, BCH37.157 (Cyme, iii B.C.), prob. in Alc.9:—enclit. Adv.
A anywhere, somewhere, Il.16.514, etc.; freq. with other Advs. of place, οὐχ ἑκάς π. somewhere not far off, S.Ph.41; πέλας π. ib.163(anap.); μηδαμοῦ… π. ib.256 (dub.l.); π. πέραν τοῦ ποταμοῦ X.An.4.3.3; ἄλλοθί π. D.4.41; τῇδέ π. Plb.3.108.3, etc.: c.gen., ἀλλά π. αὐτοῦ ἀγρῶν in some part there of the fields, Od.4.639; ἐμβαλεῖν π. (fort. ποι) τῆς χώρας some part of the country, X.Cyr.6.1.42; εἴ π. τῆς χώρας ταὐτὸ τοῦτο πάθος συνέβη D.18.195.
II without reference to Place, in some degree, καί πού τι Th.2.87: freq. to qualify an expression, perhaps, I suppose, Hom., etc.; added to introductory Particles, οὕτω π… Il.2.116; Ζεὺς μέν π. τό γε οἶδε 3.308; ὡς ὅτε π. 11.292; ἤν π., εἰ μή π., X.Hier.3.2, Pl.R. 372a: strengthened, τάχ' ἄν π. S.OT1116; ἴσως π. E. El.518: attached to single words to limit their significance, πάντως κ. Hdt.3.73; τί π. δράσεις; what in the world? A.Pr.743; οὐδείς π. Pl.Phlb. 64d; with numerals, ἔτεα τρία καὶ δέκα κ. μάλιστα about thirteen years, Hdt.1.119, cf. 209,7.22, etc.: οὔ τί που denies with indignation or wonder, surely it cannot be…, οὔ τί π. οὗτος Ἀπόλλων Pi.P.4.87, cf. S.Ph.1233, Ar.Nu.1260, Pax 1211, Ra.522, Pl.R. 362d, etc.; οὐ δήπου adds a shade of suspicion, οὐ δήπου Στράτων; Ar.Ach.122, cf. Av.269, Pl.Smp. 194b: for δήπου, ἦπου, v. sub vocc.—In late writers (LXX Jo.2.5, al., Ev.Jo.7.35, al., Arr.Epict.1.27.9, 4.1.93, etc.) ποῦ, που take the place of ποῖ, ποι, with Verbs of motion, as in Engl. where for whither? This idiom (condemned by Phryn.30, ποῦ ἄπει… ἁμάρτημα) is found occasionally in early authors, ποῦ τοι ἀπειλαὶ οἴχονται; Il.13.219; ἐξελθών που Antipho 2.4.8; ἰόντα που X.Cyr.1.2.16; but in pure Att. only as f.l. for ποῖ, ποι.
English (Slater)
που (cf. ποι) somehow ἦ θαύματα πολλά, καί πού τι καὶ βροτῶν φάτις (O. 1.28) “οὔ τί ποᾰ οὗτος Ἀπόλλων;” (P. 4.87) ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ ἔπραξεν (P. 10.11) παθόντες πού τι φιλόξενον ἔργον (I. 2.24) τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (Heyne: πού κ' ἐν, πά κ ἐν codd.) (I. 6.59)
Greek Monolingual
(I)
και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α
(αόρ. εγκλιτ. επίρρ.)
1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῖν που τῆς χώρας», Ξεν.)
2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.)
3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα τρία καί δέκα κου μάλιστα», Ηρόδ.)
4. (συχνά προστίθεται σε προεισαγωγικά μόρια ή επιτάσσεται σε λέξεις προκειμένου να περιορίσει ή να τροποποιήσει κάποια έκφραση) κατά κάποιον τρόπο, πιθανώς, ίσως, υποθέτω, στοχάζομαι (α. «Ζεὺς μὲν που το γε οἶδε», Ομ. Ιλ.
β. «τί που δράσεις ὅταν τὰ λοιπὰ πυνθάνῃ κακά», Αισχύλ.)
5. φρ. «οὔ τί που»
(για άρνηση με αγανάκτηση ή απορία) βεβαίως δεν δυνατόν («οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- των ερωτηματικών και αόρ. επιρρ. (βλ. λ. πο-) + επιρρμ. κατάλ. -ου].
(II)
Ν
(άκλ. αναφ. αντων. κν. γένους και αριθ.)
1. ο οποίος («αυτός είναι που χάλασε τον κόσμο»)
2. (ως αιτιολογ, σύνδεσμος με ρήματα που δηλώνουν ψυχικό πάθος) διότι, επειδή («λυπούμαι που δεν μπορώ να σάς εξυπηρετήσω»)
3. (ως χρον. σύνδεσμος) όταν, αφότου, ενώ («είναι πέντε μήνες που έφυγε στο εξωτερικό»)
4. (ως αποτελεσμ. σύνδεσμος) ώστε («έχει κάτι άγρια μάτια που σέ πιάνει τρεμούλα»)
5. (ως ειδ. σύνδεσμος) ότι, πως («το καταλαβαίνω που μέ πειράζεις»)
6. (ως ευχετ. μόριο, κυρίως για κατάρες) είθε, μακάρι, άμποτε («που να σέ πάρει και να σέ σηκώσει»)
7. (ως αναφ. και τοπ. επίρρ.) όπου («μην κουνηθείς από εκεί που βρίσκεσαι»)
8. ως θαυμαστικό επιφώνημα (α. «τί όμορφη που είσαι σήμερα» β. «κακό που μάς βρήκε»)
9. (φρ) «που λες»
(ως παρενθετική φρ. σε αφήγηση) λοιπόν, επιτέλους, για να ξέρεις («πήγα, που λες, κι εγώ αλλά κανείς δεν ήταν εκεί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπού / ὅπου με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος. Η άποψη ότι η αντων. που προέρχεται από το ερωτηματικό ποῦ δεν θεωρείται πιθανή].
(III)
το, Ν
μετρολ. κινεζική μονάδα μήκους ισοδύναμη με 1, 79 μέτρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
που, Ion. κου, Aeol. ποι [~ πό-] adv. indef. encl., ergens van plaats ergens: gecombineerd met andere woorden die plaats uitdrukken; ἀνέρος, οὗ δή που λεύκ’ ὀστέα πύθεται... κείμεν’ ἐπ’ ἠπείρου van de man wiens witte gebeente natuurlijk (δή) ergens (που) ligt te rotten op het land Od. 1.161; οὐκ ἑκάς που niet ergens ver weg Soph. Ph. 41; ἐγγύς που ἐστρατοπεδεύετο βασιλεύς de Koning was ergens in de buurt gelegerd Xen. An. 2.2.15; ἱππέας που πέραν τοῦ ποταμοῦ ruiters ergens aan de overkant van de rivier Xen. An. 4.3.3; ἄλλοθί που ergens anders Dem. 4.41; met (‘partitieve’) gen. van plaats. εἴ που τῆς χώρας als ergens in het land Dem. 18.195. maakt de mededeling onbepaald; soms zwak locale bet.; vaak gecombineerd met andere indef. of in cond. bijzin ergens, even:. ἵνα... εἴ πού μοί τις συμφορὰ γένοιτο, ἄμεινον ἀγωνιζοίμην opdat ik, als het mij ergens een beetje tegen zou zitten, meer kans zou hebben in mijn proces Lys. 13.3; κἀκεῖθεν... τοὺς ἐπίπλους, ἤν που καιρὸς ᾖ, ποιεῖσθαι en daarvandaan de schepen aan laten varen, als zich ook maar even een gunstige gelegenheid voordeed Thuc. 8.27.4. alleen Ion., algemeen onbepaald, met getal ongeveer; ook met ὡς of μάλιστα:. ἔτεα ὡς δέκα κου γεγονότα ongeveer tien jaar oud Hdt. 3.3.3; ἔτεα τρία καὶ δέκα κου μάλιστα zo ongeveer dertien jaar Hdt. 1.119.2. modaal, in interacties, presenteert iets dat zeker is of lijkt als een voorzichtige bewering, stuurt aan op instemming lijkt mij zo, dunkt me, toch wel, natuurlijk (wel) met ww. van ‘weten’; Ζεὺς μέν που τό γε οἶδε dat weet Zeus, dunkt me, wel Il. 3.308; καὶ σύ που παρὼν ἔξοισθ ' ook jij weet dat natuurlijk wel omdat je erbij was Soph. OC 1587; met δή:. γνώσεσθε δήπου ὅτι οὐκ ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐστέ jullie zullen er natuurlijk achterkomen dat je niet in Griekenland bent Xen. An. 5.7.9; οὐδείς που τοῦτο ἀνθρώπων ἀγνοεῖ dit weet natuurlijk iedereen wel Plat. Phlb. 64d. combinaties met andere partikels of adv. δήπου of δή που: zie δή; ἦ που: zie ἦ; πάντως (δή) που (zoekt naar) sterke bevestiging. - οὐκοῦν... τὰ.. ἀγαθὰ καὶ τὰ κακὰ ὁποῖά ἐστι πάντως που γιγνώσκεις; - νὴ Δί’, ἔφη, εἰ γὰρ μηδὲ ταῦτα οἶδα, καὶ τῶν ἀνδραπόδων φαυλότερος ἂν εἴην -je weet toch natuurlijk helemaal wat goed en kwaad is? - ja, bij Zeus, zei hij, want als ik zelfs dat niet weet, dan zou ik minder waard zijn dan een slaaf Xen. Mem. 4.2.31; - καὶ Ὀδυσσείας γὰρ καὶ Ἰλιάδος ἀκήκοας. - πάντως δήπου, ὦ Σώκρατες je hebt de Ilias en Odyssee toch gelezen? -absoluut, vanzelfsprekend, Socrates Plat. Alc.1 112b. in vragen. τί που δράσεις...; wat zul je wel niet doen...? Aeschl. PV 743; οὔ τί που... νοεῖς; je bent toch zeker niet van plan...? Soph. Ph. 1233.