κατάπτυστος: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
mNo edit summary |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataptystos | |Transliteration C=kataptystos | ||
|Beta Code=kata/ptustos | |Beta Code=kata/ptustos | ||
|Definition= | |Definition=κατάπτυστον, also η, ον Anacr.152; to [[be spat upon]], [[abominable]], Anacr. [[l.c.]], A.''Ch.''632 (lyr.), ''Eu.''68; ὦ κ. κάρα E.''Tr.''1024: also in Com. and Prose, Anaxil.22.6, D.18.33, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1373.png Seite 1373]] zum Anspeien, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1373.png Seite 1373]] zum Anspeien, verabscheuungswert; Aesch. Ch. 623 Eum. 68; Eur. Tr. 1024; Anaxil. bei Ath. XIII, 558 b; in Prosa, Dem. 18, 33 u. öfter; Anacr. bildet das fem. καταπτύστη, Poll. 2, 103, was richtiger καταπτυστήν accentuirt würde. – Adv., Clem. Al. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[conspué]], [[digne de mépris]].<br />'''Étymologie:''' [[καταπτύω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατάπτυστος -ον, adj. verb. van καταπτύω, abject, verachtelijk. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάπτυστος:''' 2, Anacr. 3 достойный оплевания, презренный, отвратительный (αἱ κόραι = Γοργόνες, [[πάθος]] Aesch.): ὦ κατάπτυστον [[κάρα]]! Eur. о, презренная тварь! | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάπτυστος''': -ον, [[ἄξιος]] νὰ καταπτυσθῇ, [[βδελυρός]], [[ἀποτρόπαιος]], [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἀνακρ. 120∙- ἐφ’ ὃν ἔπτυσέ τις, [[ἄξιος]] [[καταφρονήσεως]], Ἀνακρ. ἔνθ’ ἀνωτ. Αἰσχύλ. Χο. 632, Εὐμ. 68, Εὐρ. ἐν Τρῳ. 1024·- [[ὡσαύτως]] παρὰ κωμ. καὶ πεζοῖς, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 6∙ μισθοῦται τὸν κ. τουτονὶ Δημ. 236. 22, κτλ.- «κατάπτυστον· εὐτελές, μισητὸν» Σουΐδ. Ἐπίρρ., -τως, Κλήμ. Ἀλ. 546. | |lstext='''κατάπτυστος''': -ον, [[ἄξιος]] νὰ καταπτυσθῇ, [[βδελυρός]], [[ἀποτρόπαιος]], [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἀνακρ. 120∙- ἐφ’ ὃν ἔπτυσέ τις, [[ἄξιος]] [[καταφρονήσεως]], Ἀνακρ. ἔνθ’ ἀνωτ. Αἰσχύλ. Χο. 632, Εὐμ. 68, Εὐρ. ἐν Τρῳ. 1024·- [[ὡσαύτως]] παρὰ κωμ. καὶ πεζοῖς, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 6∙ μισθοῦται τὸν κ. τουτονὶ Δημ. 236. 22, κτλ.- «κατάπτυστον· εὐτελές, μισητὸν» Σουΐδ. Ἐπίρρ., -τως, Κλήμ. Ἀλ. 546. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατάπτυστος:''' -ον ([[καταπτύω]]), αυτός που καταπτύεται, [[βδελυρός]], [[απεχθής]], [[αξιοκαταφρόνητος]], [[ποταπός]], σε Αισχύλ., Ευρ., Δημ. | |lsmtext='''κατάπτυστος:''' -ον ([[καταπτύω]]), αυτός που καταπτύεται, [[βδελυρός]], [[απεχθής]], [[αξιοκαταφρόνητος]], [[ποταπός]], σε Αισχύλ., Ευρ., Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[abominable]], [[loathsome]], [[loathesome]] | |woodrun=[[abominable]], [[loathsome]], [[loathesome]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=γιά φτύσιμο, τιποτένιος). Ἀπό τό [[καταπτύω]] → [[κατά]] + [[πτύω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[hateful]]=== | |||
Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: [[hatelijk]]; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: [[haineux]], [[odieux]]; German: [[häßlich]], [[gehässig]], [[hasserfüllt]]; Greek: [[μισητός]]; Ancient Greek: [[ἀνταῖος]], [[ἀξιομισής]], [[ἀπευκτός]], [[ἄπευκτος]], [[ἀπεχθήμων]], [[ἀπεχθής]], [[ἀποθύμιος]], [[ἀπόπτυστος]], [[ἀστεργής]], [[ἄφιλος]], [[δυσφιλής]], [[δυσχερής]], [[δυσώνυμος]], [[ἐπαχθής]], [[ἐπίκοτος]], [[ἐπίφθονος]], [[ἐχθοδοπός]], [[κατάπτυστος]], [[μεμισημένος]], [[μιαρός]], [[μισητός]], [[παντομισής]], [[στυγερός]], [[στυγητός]], [[Στύγιος]], [[στυγνός]]; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز, هودر; Polish: nienawistny; Russian: [[ненавистный]], [[полный ненависти]]; Spanish: [[odioso]]; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:54, 11 May 2024
English (LSJ)
κατάπτυστον, also η, ον Anacr.152; to be spat upon, abominable, Anacr. l.c., A.Ch.632 (lyr.), Eu.68; ὦ κ. κάρα E.Tr.1024: also in Com. and Prose, Anaxil.22.6, D.18.33, etc.
German (Pape)
[Seite 1373] zum Anspeien, verabscheuungswert; Aesch. Ch. 623 Eum. 68; Eur. Tr. 1024; Anaxil. bei Ath. XIII, 558 b; in Prosa, Dem. 18, 33 u. öfter; Anacr. bildet das fem. καταπτύστη, Poll. 2, 103, was richtiger καταπτυστήν accentuirt würde. – Adv., Clem. Al.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
conspué, digne de mépris.
Étymologie: καταπτύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάπτυστος -ον, adj. verb. van καταπτύω, abject, verachtelijk.
Russian (Dvoretsky)
κατάπτυστος: 2, Anacr. 3 достойный оплевания, презренный, отвратительный (αἱ κόραι = Γοργόνες, πάθος Aesch.): ὦ κατάπτυστον κάρα! Eur. о, презренная тварь!
Greek (Liddell-Scott)
κατάπτυστος: -ον, ἄξιος νὰ καταπτυσθῇ, βδελυρός, ἀποτρόπαιος, ὡσαύτως η, ον, Ἀνακρ. 120∙- ἐφ’ ὃν ἔπτυσέ τις, ἄξιος καταφρονήσεως, Ἀνακρ. ἔνθ’ ἀνωτ. Αἰσχύλ. Χο. 632, Εὐμ. 68, Εὐρ. ἐν Τρῳ. 1024·- ὡσαύτως παρὰ κωμ. καὶ πεζοῖς, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 6∙ μισθοῦται τὸν κ. τουτονὶ Δημ. 236. 22, κτλ.- «κατάπτυστον· εὐτελές, μισητὸν» Σουΐδ. Ἐπίρρ., -τως, Κλήμ. Ἀλ. 546.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάπτυστος, -ον) καταπτύω
άξιος εμπτυσμού, άξιος περιφρόνησης, αχρείος.
επίρρ...
καταπτύστως και -α
με κατάπτυστο τρόπο.
Greek Monotonic
κατάπτυστος: -ον (καταπτύω), αυτός που καταπτύεται, βδελυρός, απεχθής, αξιοκαταφρόνητος, ποταπός, σε Αισχύλ., Ευρ., Δημ.
Middle Liddell
κατάπτυστος, ον καταπτύω
to be spat upon, abominable, despicable, Aesch., Eur., Dem.
English (Woodhouse)
abominable, loathsome, loathesome
Mantoulidis Etymological
(=γιά φτύσιμο, τιποτένιος). Ἀπό τό καταπτύω → κατά + πτύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
hateful
Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز, هودر; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний