εὔθυμος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(15) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔθυμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή ψυχική [[διάθεση]], ο [[ευδιάθετος]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[ευθυμία]], ο [[αστείος]] («εύθυμα [[λόγια]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται σε [[ελαφρά]] [[μέθη]], ο [[κεφάτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γενναίος]] («ἄπιθι, [[τέκνον]] εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις [[ὅλως]]», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαθός]], [[ευμενής]] («[[εὔθυμος]] [[ἄναξ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ίππο) ο [[ζωηρός]], ο [[θυμοειδής]] («εὐθυμότατοι ἵπποι και γοργότατοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔθυμον</i><br />η [[ευθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] «[[ψυχή]]»]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔθυμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή ψυχική [[διάθεση]], ο [[ευδιάθετος]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[ευθυμία]], ο [[αστείος]] («εύθυμα [[λόγια]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται σε [[ελαφρά]] [[μέθη]], ο [[κεφάτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γενναίος]] («ἄπιθι, [[τέκνον]] εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις [[ὅλως]]», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαθός]], [[ευμενής]] («[[εὔθυμος]] [[ἄναξ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ίππο) ο [[ζωηρός]], ο [[θυμοειδής]] («εὐθυμότατοι ἵπποι και γοργότατοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔθυμον</i><br />η [[ευθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] «[[ψυχή]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔθῡμος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[αγαθός]], [[μεγαλόψυχος]], [[ευμενής]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[φαιδρός]], [[γεμάτος]] [[χαρά]], [[χαρωπός]], [[εύθυμος]], σε Ξεν.· λέγεται για άλογα, [[νευρώδης]], [[ζωηρός]], στον ίδ.· επίρρ. <i>-μως</i>, εύθυμα, φαιδρά, σε Αισχύλ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A kind, generous, ἄναξ Od.14.63. II cheerful, Democr.174, X.Cyr.6.4.13 (Comp.), Pl.Lg.792b; συμπόσια εὔ. Ion Eleg.1.14; φέρειν γῆρας εὔ. εἰς τελευτάν Pi.O.5.22; of horses, spirited, X.Eq.11.12 (Sup.); τὸ εὔ., = εὐθυμία, Plu.2.1106c, D.C.42.1. Adv. -μως cheerfully, Batr.159, A.Ag. 1592: Comp. -ότερον X.Cyr.2.2.27: Sup. -ότατα ib.3.3.12.
German (Pape)
[Seite 1070] wohlgesinnt, wohlwollend, Od. 14, 63. Gew. gutes Muthes, heiter, fröhlich, γῆρας Pind. Ol. 5, 22, ψυχή Plat. Legg. VII, 797 b; εὐθυμότεροι εἰς τὸν ἀγῶνα ἰέναι, freudigeres Muthes, Xen. Cyr. 6, 4, 13; auch von Pferden, de re equ. 10, 12; τὸ εὔθυμον, der Muth, D. Cass. 42, 1; – εὔθυμόν ἐστιν εὐτυχεῖς ναίειν δόμους, es ist behaglich, angenehm, Aesch. Suppl. 937. – Adv. εὐθύμως, freudig, heiter, κρεουργὸν ἦμαρ εὐθ. ἄγειν Aesch. Ag. 1574; εἰς τὸ χρεὼν ἀπιέναι Plat. Ax. 365 b; mit freudigem Muthe, τοὺς κινδύνους φέρειν Xen. Cyr. 8, 4, 14, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
εὔθῡμος: -ον, ἀγαθός, εὐμενής, ἄναξ Ὀδ. Ξ. 63. II. φαιδρός, πλήρης χαρᾶς, εὔθυμος, Πινδ. Ο. 5. 51, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 13, Πλάτ. Νόμ. 792B· συμπόσιον εὔθ. Ἴων 1. 14 Bgk., πρβλ. ἔκθυμος: - ἐπὶ ἵππων, θυμοειδής, Ξεν. Ἱππ. 11. 12: - τὸ εὔθυμον = εὐθυμία, Πλούτ. 2. 1106C, Δίων Κ. 21. 1 - Ἐπίρρ. -μως, μετ’ εὐθυμίας, φαιδρῶς, Βατραχομ. 159, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1592, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 12. - Συγκρ. -ότερον αὐτόθι 2. 2, 27: Ὑπερθ. -ότατα αὐτόθι 3. 3, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a bon cœur, généreux;
2 qui a bon courage, plein de courage, plein de confiance, d’ardeur ; τὸ εὔθυμον c. εὐθυμία;
Cp. εὐθυμότερος.
Étymologie: εὖ, θυμός.
English (Slater)
εὔθῡμος, -ον
1 cheerful φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν (O. 5.22)
English (Strong)
from εὖ and θυμός; in fine spirits, i.e. cheerful: of good cheer, the more cheerfully.
English (Thayer)
(εὐθύμως) adverb (Aeschylus, Xenophon, others), cheerfully: L T Tr WH, for εὐθυμότερον the more confidently.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔθυμος, -ον)
1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, ο ευδιάθετος
2. αυτός που προκαλεί ευθυμία, ο αστείος («εύθυμα λόγια»)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται σε ελαφρά μέθη, ο κεφάτος
μσν.
γενναίος («ἄπιθι, τέκνον εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις ὅλως», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
1. αγαθός, ευμενής («εὔθυμος ἄναξ», Ομ. Οδ.)
2. (για ίππο) ο ζωηρός, ο θυμοειδής («εὐθυμότατοι ἵπποι και γοργότατοι», Ξεν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔθυμον
η ευθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θυμός «ψυχή»].
Greek Monotonic
εὔθῡμος: -ον, I. αγαθός, μεγαλόψυχος, ευμενής, σε Ομήρ. Οδ.
II. φαιδρός, γεμάτος χαρά, χαρωπός, εύθυμος, σε Ξεν.· λέγεται για άλογα, νευρώδης, ζωηρός, στον ίδ.· επίρρ. -μως, εύθυμα, φαιδρά, σε Αισχύλ., Ξεν.