κληρονόμος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(20)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κλερονόμος, ο, η, θηλ. και κληρονόμα (AM [[κληρονόμος]], ό, Α δωρ. τ. κλαρονόμος, Μ και κλερονόμος)<br /><b>1.</b> το [[φυσικό]] ή νομικό [[πρόσωπο]] που πήρε ή που δικαιούται να πάρει [[κληρονομιά]] (α. «[[είναι]] ο [[μοναδικός]] [[κληρονόμος]] του θείου του» β. «κληρονόμους τών αὑτοῡ καταστήσας», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός στον οποίο μεταβιβάζεται [[ιδιότητα]], σωματική ή ψυχική, από τους γονείς ή από τους προγόνους του («κληρονόμον γάρ σε καθίστησιν ὁ [[νόμος]] τῆς ἀτιμίας τῆς τοῦ πατρός», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τέκνο]], [[απόγονος]] («καλούς κληρονόμους» — [[ευχή]] [[προς]] νεονύμφους για να αποκτήσουν καλά [[τέκνα]])<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κληρονόμοι</i><br />οι απόγονοι, οι επίγονοι, οι μεταγενέστεροι, οι μέλλουσες γενεές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλῆρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] «[[μοιράζω]], [[διοικώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αστυ</i>-[[νόμος]], <i>παιδο</i>-[[νόμος]].
|mltxt=και κλερονόμος, ο, η, θηλ. και κληρονόμα (AM [[κληρονόμος]], ό, Α δωρ. τ. κλαρονόμος, Μ και κλερονόμος)<br /><b>1.</b> το [[φυσικό]] ή νομικό [[πρόσωπο]] που πήρε ή που δικαιούται να πάρει [[κληρονομιά]] (α. «[[είναι]] ο [[μοναδικός]] [[κληρονόμος]] του θείου του» β. «κληρονόμους τών αὑτοῡ καταστήσας», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός στον οποίο μεταβιβάζεται [[ιδιότητα]], σωματική ή ψυχική, από τους γονείς ή από τους προγόνους του («κληρονόμον γάρ σε καθίστησιν ὁ [[νόμος]] τῆς ἀτιμίας τῆς τοῦ πατρός», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τέκνο]], [[απόγονος]] («καλούς κληρονόμους» — [[ευχή]] [[προς]] νεονύμφους για να αποκτήσουν καλά [[τέκνα]])<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κληρονόμοι</i><br />οι απόγονοι, οι επίγονοι, οι μεταγενέστεροι, οι μέλλουσες γενεές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλῆρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] «[[μοιράζω]], [[διοικώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αστυ</i>-[[νόμος]], <i>παιδο</i>-[[νόμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κληρονόμος:''' ὁ ([[νέμομαι]]), [[κάποιος]] που λαμβάνει [[μερίδιο]] κληρονομιάς, [[κληρονόμος]], [[κληροδόχος]], [[νόμιμος]] μεριδούχος, σε Δημ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληρονόμος Medium diacritics: κληρονόμος Low diacritics: κληρονόμος Capitals: ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: klēronómos Transliteration B: klēronomos Transliteration C: klironomos Beta Code: klhrono/mos

English (LSJ)

Dor. κλᾱρονόμος, ὁ, (νέμομαι)

   A heir, freq. the heir in possession, Is.1.44, Pl.Lg.923c; of the heir apparent, SIG884.53 (iii A.D.): c. gen. pers., Pl.Lg.923e, IG22.1623.117, Epicur.Fr.217, SIG953.65 (Cnidus, ii B.C.): c. gen. rei, Lys.32.23; κληρονόμους τῶν αὑτοῦ καταστήσας Isoc.19.9, etc.: metaph., κ. τῆς εὐνοίας, τῆς ἀτιμίας, Id.5.136, D.22.34; τῆς ὑπὲρ τῶν νόμων [δίκης] Id.21.20; κλαρονόμος μοίσας τᾶς Δωρίδος Mosch.3.96; κ. καταλιπεῖν τινα Arist.Pol.1270a28; κ. γράφειν τινά AP11.171 (Lucill.).

German (Pape)

[Seite 1451] durchs Loos, oder übh. einen Antheil erhaltend; τοῦ λόγου, den die Reihe trifft zu sprechen, Plat. Rep. I, 331 d; bes. von der Erbschaft, erbend, beerbend, subst. der Erbe; τῶν Κλεωνύμου κληρονόμον γενέσθαι Is. 1, 36; Plat. Legg. XI, 923 e; Oratt. u. Sp., κληρονόμον τινὰ ποιεῖσθαι, καθιστάναι, ἀπολείπειν, γράφειν, zum Erben einsetzen u. s. w. S. die verb.

Greek (Liddell-Scott)

κληρονόμος: ὁ, (νέμομαι) ὡς καὶ νῦν, μετὰ γεν. προσ., Πλάτ. Νόμ. 923Ε· μετὰ γεν. πράγμ., Λυσ. 907. 5, Ἰσοκρ. 386Β, κτλ.· μεταφορ., κλ. τῆς εὐνοίας, τῆς ἀτιμίας Ἰσοκρ. 109Ε, Δημ. 603, ἐν τέλ.· τῆς ὑπὲρ τῶν νόμων δίκης Δημ. 521. 18· κλαρονόμος Μώσας τᾶς Δωρίδος Μόσχ. 3. 103· κληρονόμον καθιστάναι τινὰ Δημ. 603, ἐν τέλ.· κλ. καταλείπειν τινὰ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 15· κλ. γράφειν τινὰ Ἀνθ. Π. 11. 171.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
héritier, héritière.
Étymologie: κλῆρος, νέμω.

English (Strong)

from κλῆρος and the base of νόμος (in its original sense of partitioning, i.e. (reflexively) getting by apportionment); a sharer by lot, i.e. inheritor (literally or figuratively); by implication, a possessor: heir.

English (Thayer)

κληρονόμου, ὁ (κλῆρος, and νέμομαι, to possess), properly, one who receives by lot; hence,
1. an heir (in Greek writings from Plato down);
a. properly: one who receives his allotted possession by right of sonship: so of Christ, as κληρονόμος πάντων, all things being subjected to his sway, τοῦ Θεοῦ added, i. e. of God's possessions, equivalent to τῆς δόξης (see δόξα, III:4b.), Θεοῦ διά Χριστοῦ, by the favor of Christ (inasmuch as through him we have obtained ἡ υἱοθεσία), for which L T Tr WH read διά Θεοῦ (see διά, A. III:1) (cf. C. F. A. Fritzsche in Fritzschiorum opuscc., p. 148 (who advocates the as that reading in which the others probably originated (but cf. Meyer, in the place cited; WH in loc.))); τοῦ κόσμου, of government over the world, ζωῆς: αἰωνίου, τῆς βασιλείας, one who has acquired or obtained the portion allotted him: with the genitive of the tiring, τοῦ σκότους, used of the devil, Ev. Nicod. c. 20 (or Descens. Chr. ad Inferos 4,1). (The Sept. four times for יורֵשׁ: Micah 1:15.)

Greek Monolingual

και κλερονόμος, ο, η, θηλ. και κληρονόμα (AM κληρονόμος, ό, Α δωρ. τ. κλαρονόμος, Μ και κλερονόμος)
1. το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πήρε ή που δικαιούται να πάρει κληρονομιά (α. «είναι ο μοναδικός κληρονόμος του θείου του» β. «κληρονόμους τών αὑτοῡ καταστήσας», Ισοκρ.)
2. αυτός στον οποίο μεταβιβάζεται ιδιότητα, σωματική ή ψυχική, από τους γονείς ή από τους προγόνους του («κληρονόμον γάρ σε καθίστησιν ὁ νόμος τῆς ἀτιμίας τῆς τοῦ πατρός», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. τέκνο, απόγονος («καλούς κληρονόμους» — ευχή προς νεονύμφους για να αποκτήσουν καλά τέκνα)
2. στον πληθ. οι κληρονόμοι
οι απόγονοι, οι επίγονοι, οι μεταγενέστεροι, οι μέλλουσες γενεές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + -νόμος (< νέμω «μοιράζω, διοικώ»), πρβλ. αστυ-νόμος, παιδο-νόμος.

Greek Monotonic

κληρονόμος: ὁ (νέμομαι), κάποιος που λαμβάνει μερίδιο κληρονομιάς, κληρονόμος, κληροδόχος, νόμιμος μεριδούχος, σε Δημ. κ.λπ.