ἀλαός: Difference between revisions
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
(2) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλᾰός:''' -όν, αυτός που δεν βλέπει, [[τυφλός]], σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. κ.λπ.· [[ἕλκος]] ἀλαόν, εκτυφλωτική [[πληγή]], δηλ. [[τύφλωση]], στον ίδ. (κοινώς θεωρείται ως [[σύνθετο]] από το [[α- στερητικό]] και το [[λάω]] [[video]]). | |lsmtext='''ἀλᾰός:''' -όν, αυτός που δεν βλέπει, [[τυφλός]], σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. κ.λπ.· [[ἕλκος]] ἀλαόν, εκτυφλωτική [[πληγή]], δηλ. [[τύφλωση]], στον ίδ. (κοινώς θεωρείται ως [[σύνθετο]] από το [[α- στερητικό]] και το [[λάω]] [[video]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλᾰός:''' (у Hom. тж. ᾱλᾱ)<br /><b class="num">1)</b> незрячий, слепой ([[μάντις]] Hom.; τὸ [[φωτῶν]] [[γένος]] Aesch.; ὄμματα Soph., Eur.);<br /><b class="num">2)</b> причиняющий слепоту, ослепляющий ([[ἕλκος]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> умерший, усопший: ἀλαοὶ καὶ δεδορκότες Aesch. мертвые и живые. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰλ], όν,
A not seeing, blind (Cypr. for τυφλός, AB1095), Od.8.195, etc. (not in Il., Trag. only in lyr.); τὸ φωτῶν ἀ. γένος A.Pr.549, ἀλαοί, opp. δεδορκότες, the dead, Id.Eu.322; of eyes, S.OC149, 244, E.Ph.1531; ἕλκος ἀ. blinding wound, i. e. blindness, S.Ant.974; ἐπ ὀφθαλμῶν ἀ. νέφος A.R.2.259. II invisible imperceptible φθίσις ἀλαή prob. l. in Hp. Loc. Hom.10 (codd. ἄλλη, Gal. ἀλαΐα). (If from ἀ- priv., λάω A (q.v.), the accent is exceptional, but cf. Hdn. Gr. 1.112.) [ᾰλᾰος Od. l.c., etc.; but μάντιος ἀλαοῦ init. vers. Od.10.493, 12.267.]
German (Pape)
[Seite 89] όν (von ἀ privat. u. λάω sehen? ἀλάομαι?), blind; Hom. dreimal, Od. 8, 195 καί κ' ἀλαός τοι διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων, 10, 493. 12, 267 Versanfang μάντηος ἀλαοῦ, Tiresias; Tragg. u. Alex. D.; in Prosa nicht. – Aeschyl. Eum. 322 ἀλαοί die Todten, Gegens. δεδορκότες; – Apoll. Rh. 2, 259 ἀλαὸν νέφος, dunkele Wolke.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαός: -όν, = μὴ βλέπων, τυφλός, Ὀδ. Θ. 195, κτλ. (ἴδε ἐν τέλ.) οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ., παρὰ δὲ τοῖς Τραγ. μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις· τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος, Αἰσχύλ. Πρ. 549· ἀλαοὶ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δεδορκότες, οἱ νεκροί, ὁ αὐτ. Εὐμ. 322., περὶ ὀφθαλμῶν, Σοφ. Ο. Κ. 150, 243, Εὐρ. Φοίν. 1531· ἕλκος ἀλαόν, πληγὴ ἀποτυφλοῦσα, δηλ. τυφλότης, Σοφ. Ἀντ. 974. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. caecus, σκοτεινός, ἀμαυρός, νέφος, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 259. ΙΙΙ. ἀόρατος, ἀφανής, ἀδιάγνωστος, φθίσις ἀλαή, Ἱππ. 412, 24., ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδορφ. ἀντὶ ἄλλη ἢ (ὡς ὁ Γαλην. Λεξ.) ἀλαΐα. (Ἐὰν εἶναι σύνθετον ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τοῦ λάω video (ἂν καὶ ἡ ὕπαρξις τοιούτου ῥήματος εἶναι ἀμφίβολος· ἴδε ἐν λέξ.), ὁ τονισμὸς εἶναι κατ’ ἐξαίρεσιν, καὶ οὕτω θεωρεῖται ὑπὸ Ἀρκαδίου, 38). [ᾰλᾰος, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ. κτλ.: ― ἐντεῦθεν, ἐν Ὀδ. Κ. 493., Μ. 267, ἀντὶ μάντιος ᾱλᾱοῦ, οἱ κράτιστοι τῶν ἐκδοτῶν γράφουσι μάντηος ᾰλᾰοῦ, μὲ τὴν παραλήγουσαν τοῦ μάντηος ἐπιμηκυνθεῖσαν ἐν τῇ ἄρσει, Ἑρμάνν. Στοιχ. Μετρ. σ. 347].
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
I. qui ne voit pas, d’où
1 aveugle;
2 subst. οἱ ἀλαοί les morts;
II. qui empêche de voir : ἀλαὸν ἕλκος ὀμμάτων SOPH blessure des yeux qui prive de la vue.
Étymologie: ἀ, λάω¹ ; sel. d’autres, apparenté à ἀλάομαι.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ἀλαός,
1 blind ]ἀλαον ἀνδρὸς λ[ (sed alia possis.) fr. 173. 3]
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): fem. ἀλαΐη Hp.Loc.Hom.10
• Prosodia: [ᾰ-]
1 ciegode Tiresias Od.10.493, 12.267, cf. Od.8.195, S.OC 1449, Call.Lau.Pall.98, 118, Luc.Alex.47, Ἔρις Timo SHell.795, ὄμμα S.OC 149, 244, E.Ph.1531, cf. Nonn.Par.Eu.Io.9.23, 40, 10.21
•fig. ciego, sin discernimiento τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος A.Pr.550, ἀλαὸς βίος vida ciega, que no puede escapar del destino Q.S.7.79
•los que no ven e.d. los muertos op. οἱ δεδορκότες A.Eu.322.
2 invisible, imperceptible φθίσις Hp.Loc.Hom.10.
3 cegador ἕλκος S.Ant.974, ἐπ' ὀφθαλμῶν ἀλαὸν νέφος A.R.2.259.
• Etimología: Comp. neg. de λάω ‘ver’ q.u.
Greek Monolingual
ἀλαός, -όν (Α)
1. αυτός που δεν βλέπει, τυφλός
2. (για τα μάτια) αυτός που έχει υποστεί τύφλωση
3. αυτός που δεν φαίνεται, αόρατος, αφανής
4. αυτός που δεν προβλέπει, ο μη προορατικός
5. σκοτεινός, αμαυρός, μελανός («ἀλαὸν νέφος»)
6. (ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀλαοί
οι νεκροί, σε αντίθεση προς το δεδορκότες (αυτοί που βλέπουν το φως, οι ζωντανοί)
7. φρ. «ἔλκος ἀλαόν», η τυφλότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λέξη αβέβαιης ετυμολογίας, που νωρίς αντικαταστάθηκε στη χρήση από το επίθ. τυφλός. Η λ. θεωρείται σύνθετη από το ρ. λάω «βλέπω» και το στερητ. ἀ- (ἀ-λαός), μολονότι στο σύνθετο δεν παρατηρείται αναβιβασμός του τόνου, όπως θα περιμέναμε (πρβλ. λ.χ. ἄδικος). Το ότι, εξάλλου, η λ. ανήκει στο σημασιολογικό πεδίο τών λέξεων που σημαίνουν «ατέλεια, αναπηρία, κ.τ.ό.» και τών οποίων συχνά η σημ. είναι προϊόν ευφημισμού ή άλλων εθνογλωσσικών και κοινωνιογλωσσικών παραγόντων, γεννά πρόσθετα προβλήματα στην ετυμολογική ερμηνεία αυτής και άλλων συναφών λέξεων. Το επίθ. ἀλαός είναι ακόμη πιθανό να σχετίζεται με το λατ. luscus «μονόφθαλμος».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλαῶ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλαο-σκοπιά, ἀλαῶπις, ἀλαωπός
μσν.
ἀλαώψ.
Greek Monotonic
ἀλᾰός: -όν, αυτός που δεν βλέπει, τυφλός, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. κ.λπ.· ἕλκος ἀλαόν, εκτυφλωτική πληγή, δηλ. τύφλωση, στον ίδ. (κοινώς θεωρείται ως σύνθετο από το α- στερητικό και το λάω video).
Russian (Dvoretsky)
ἀλᾰός: (у Hom. тж. ᾱλᾱ)
1) незрячий, слепой (μάντις Hom.; τὸ φωτῶν γένος Aesch.; ὄμματα Soph., Eur.);
2) причиняющий слепоту, ослепляющий (ἕλκος Soph.);
3) умерший, усопший: ἀλαοὶ καὶ δεδορκότες Aesch. мертвые и живые.