στόχος: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στόχος:''' ὁ, [[σκοπός]], [[στόχος]], «[[σημάδι]]», σε Ευρ.
|lsmtext='''στόχος:''' ὁ, [[σκοπός]], [[στόχος]], «[[σημάδι]]», σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=στόχος -ου, ὁ [~ στάχυς] vermoeden, gissing.
}}
}}

Revision as of 14:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόχος Medium diacritics: στόχος Low diacritics: στόχος Capitals: ΣΤΟΧΟΣ
Transliteration A: stóchos Transliteration B: stochos Transliteration C: stochos Beta Code: sto/xos

English (LSJ)

ὁ,

   A pillar of brick, IG22.463.59, al.    2 = στοχάς, Poll.5.36.    3 butt, target, X.Ages.1.25 (Wyttenbach for στοίχων).    4 aim, aiming, E.Ba.1100 (Reiske for τ' ὄχον).    5 guess, conjecture, A.Supp.243.

German (Pape)

[Seite 949] wie σταλίς, στάλιξ, alles Aufgerichtete, gew. das aufgestellte Ziel, wonach man zielt, Xen. Ages. 1, 25; Poll. 5, 36; – das Zielen, Muthmaßen, μόνον τόδ' Ἑλλὰς χθὼν συνοίσεται στόχῳ, Aesch. Suppl. 240.

Greek (Liddell-Scott)

στόχος: ὁ, σκοπός, «σημάδι», Εὐρ. Βάκχ. 1100 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Reiske ἀντὶ τ ὅχον) στοχῷ (οὕτω) βάλλειν Αἰλ. π. Ζ. 1. 31. 2) εἰκασία, Αἰσχύλ. Ἱκ. 243. ΙΙ. = στοχάς, Πολυδ. Ε´, 36. (Δὲν σχετίζεται πρὸς τὸ στοῖχος, στίχος, ἀλλὰ παράγεται ἐκ τῆς √ΣΤΕΧ ἢ ΣΤΑΧ· πρβλ. Γοτθ. aus-tiggan (ἐξαιρεῖν)· Ἀρχ. Σκανδ. sting-a· Ἀγγλο-Σαξον. stingan, κτλ· πρβλ. Μ. Müller Sc. of Lang. 2. σ. 79. - Ἡ ῥίζα αὕτη φαίνεται ὅτι εἶναι συγγενὴς τῇ √ ΣΤΙΓ, στίζω).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 but que l’on vise;
2 conjecture.
Étymologie: R. Σταχ ou Στεχ, frapper.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
σημείο ή αντικείμενο προς το οποίο σκοπεύει, κατευθύνει τη βολή του όπλου του κάποιος, σημάδι
νεοελλ.
1. σκοπός, επιδίωξη
2. πρόσωπο ή αντικείμενο προς το οποίο κατευθύνεται μια ενέργεια («έγινε στόχος άδικων επικρίσεων και συκοφαντιών»)
3. φυσ. α) όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική τών στοιχειωδών σωματιδίων και στις πυρηνικές επιστήμες για να χαρακτηρίσει στοιχειώδεις μονάδες της ύλης που εκτίθενται σε συγκρούσεις οι οποίες προκαλούνται από δέσμες κινούμενων σωματιδίων με σκοπό τη μελέτη αυτών τών συγκρούσεων ή την παραγωγή διαφορετικών σωματιδίων
β) ένα σύνολο στοιχειωδών μονάδων της ύλης που διαπερνάται από τη δέσμη τών σωματιδίων-βλημάτων
4. φρ. «θεωρία του στόχου»
βιολ. γενικευμένη υπόθεση ότι οι βιολογικές επιδράσεις τών ακτινοβολιών οφείλονται στον ιοντισμό από τα μεμονωμένα κβάντα ή φωτόνια της ραδιενεργού ακτινοβολίας, τα οποία απορροφώνται από ευαίσθητα σημεία του κυττάρου
αρχ.
1. αυτό που εκτοξεύεται ως βλήμα («θύρσους... στόχον δύστηνον», Ευρ.)
2. συμπέρασμα («μόνον τόδ' Ἑλλὰς χθὼν συνοίσεται στόχῳ», Αισχύλ.)
3. κίονας από πλίνθους
4. στοχάς για τα θηρευτικά δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στόχος ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ste-n-gh- «είμαι οξύς, μυτερός, κεντώ, τρυπώ», χωρίς έρρινο ένθημα -n- (βλ. και στάχυς) και συνδέεται με τα ρωσ. stoža «πάσσαλος», λιθουαν. stagaras «στέλεχος», αγγλοσαξ. staca «στέλεχος, πάσσαλος» (με ηχηρό σύμφωνο, μέσο ή δασύ). Η λ. στόχος είχε πιθανότατα αρχική σημ. «στύλος, πάσσαλος, μυτερό αντικείμενο που καρφώνεται κάπου» απ' όπου η λ. χρησιμοποιήθηκε μτφ. στο ρ. στοχάζομαι με σημ. «επιδιώκω, προσπαθώ να πετύχω κάτι» και «υπολογίζω, λογαριάζω, σταθμίζω, κρίνω, εξετάζω, ερευνώ». Η σημ., τέλος, της λ. στόχος «συμπέρασμα» προήλθε πιθ. υποχωρητικά από τη σημ. του ρ. στοχάζομαι.

Greek Monotonic

στόχος: ὁ, σκοπός, στόχος, «σημάδι», σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στόχος -ου, ὁ [~ στάχυς] vermoeden, gissing.