ξέω: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξέω:''' παρατ. <i>ἔξεον</i>, αόρ. αʹ [[ἔξεσα]], Επικ. [[ξέσσα]] — Παθ., παρακ. <i>ἔξεσμαι</i>· [[λειαίνω]] ή [[στιλβώνω]] με [[ξύσιμο]], [[πλάνισμα]] ([[ροκάνισμα]]), [[λιμάρισμα]]· λέγεται για ξυλουργό, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. | |lsmtext='''ξέω:''' παρατ. <i>ἔξεον</i>, αόρ. αʹ [[ἔξεσα]], Επικ. [[ξέσσα]] — Παθ., παρακ. <i>ἔξεσμαι</i>· [[λειαίνω]] ή [[στιλβώνω]] με [[ξύσιμο]], [[πλάνισμα]] ([[ροκάνισμα]]), [[λιμάρισμα]]· λέγεται για ξυλουργό, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξέω:''' (aor. [[ἔξεσα]] - эп. [[ξέσσα]]; pass.: aor. ἐξέσθην, pf. ἔξεσμαι; adj. verb. [[ξεστός]])<br /><b class="num">1)</b> строгать, обтачивать, обтесывать ([[λέχος]], οὐδὸν δρύϊνον Hom.);<br /><b class="num">2)</b> лощить ([[στήμων]] ἐξεσμένος Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 1 January 2019
English (LSJ)
impf.
A ἔξεον Od.23.199 : fut. ξέσω Paul.Aeg.3.22.12 : aor. ἔξεσα Sophr.110 ; Ep. ξέσσα Od.5.245, ξέσα Simon.185 A: pf. ἔξεκα Choerob. in Theod.2.80:—Pass., Hsch.s.v. σπαρασσόμεθα: aor. inf. ξεσθῆναι Gp.10.65.6, (κατ-) Plu.2.953b: pf. ἔξεσμαι Ar.Fr.728, (ἀπ-) Hp.Nat.Mul.109: plpf. ἔξεστο Hld.5.14:—shave or plane timber, ξέσσεδ' ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν Od.5.245,cf.17.341,21.44; οἱ ξέοντες Pl.Thg.124b. 2 carve wood, shape by carving, λέχος ἔξεον, ὄφρ' ἐτέλεσσα Od.23.199 ; τίς νιν ξέσε; Σκόπας Simon.l.c.:—Pass., Hld.l.c. 3 whittle, pare, in grafting, Gp.4.12.14. II scrape smooth, polish, τοὺς ὄνυχας Philostr.VS2.5.2 ; τὸ βλέφαρον ξέσομεν διὰ κισήρεως Paul.Aeg.l.c. ; τὸ ὀστοῦν Id.6.2 ; στήμων ἐξεσμένος smoothed thread, Ar.l.c. 2 roughen by scraping, προτετραχυμμένης <καὶ οἷον> ἐξεσμένης τῆς ὑστέρας Sor.1.36 ; irritate, ἔντερα Aret. SD2.9. 3 = ξαίνω, flog, τοὺς ἐν δικαστηρίῳ ξεσθέντας καὶ ξύλοις τυφθέντας Orib.Fr.90 ; τοὺς ἐν δικαστηρίῳ μαστιγωθέντας καὶ ξεσθέντας Aët.15.37.
German (Pape)
[Seite 278] (ξυ), schaben, glatt machen, durch Behauen, Hobeln, Schaben u. dgl. glättenn. poliren, bes. vom Holze; Od. 5, 245. 17, 341. 21, 44, ξέσσεν ἐπισταμένως, von der Bearbeitung des Holzes zum Schiffod. Hausbau; auch λέχος ἔξεον, 23, 199. Einzeln bei Sp. von den Arbeiten des Zimmermanns, Tischlers, Drechslers, Hornarbeiters, Steinmetzen. – Uebertr. von der Rede, sein ausarbeiten.
Greek (Liddell-Scott)
ξέω: παρατ. ἐξεον Ὀδ. Ψ. 199: ἀόρ. ἔξεσα Σώφρων 73 Ahr., Ἐπικ. ξέσσα Ὀδ.: πρκμ. ἔξηκα (ἔξεκα?) Ὀξ. Ἀν. 4. 196, 31. - Παθ. ἀόρ. ξεσθῆναι Γεωπ.: πρκμ. ἔξεσμαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 684· - πρβλ. ἀπο-, ἐπι-, καταξέω. Λεαίνω, στιλβώνω ξέων, ῥινίζων, ῥοκανίζων, κτλ., Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ., ἀείποτε ἐπὶ ξύλου, ξέσσε δ’ ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ σταθμὴν ἴθυνεν Ε. 245, πρβλ. Ρ. 341., Φ. 44· λέχος ἔξεον, ὄφρ’ ἐτέλεσσα Ψ. 199· μετέπειτα ἐπὶ γλύπτου, Σιμων. (;) 186· οἱ ξέοντες Πλάτ. Θεάγ. 124Β· στήμων ἐξεσμένος, καλῶς τεταμένος, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ξύω, ἑπομένως ἐρεθίζω, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 9. Συγγενὲς τῷ ξύω, ὅπερ εἶναι τὸ αὐτὸ κατὰ σημασίαν. Ἐκ. τοῦ ξέω παράγονται τὰ ξόανον, ξοΐς, -ξόος (ἐν τῷ κεραοξόος κτλ.)· ἐκ δὲ τοῦ ξύω παράγονται τὰ ξυρόν, ξυστός, ξύστρα, ξύσις, ξύσμα, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. kshu-ras (ξυρόν, ξυράφιον), Ἀρχ. Γερμ. sche-ran (κείρω), κτλ.· - ἴσως τὸ Λατ. scabo, Ἀγγλ. shave, ξυρίζω, εἶναι συγγενές, ὡς καὶ τὰ scalpo, sculpo, καὶ Ἑλλ. ξαίνω, ξίφος (ὃ ἴδε)· - ὁ Aufrecht. παραβάλλει ὡσαύτως τὸ ἐν ταῖς Βέδαις Kshnu (ἀκονῶ)).
French (Bailly abrégé)
impf. ἔξεον, f. ξέσω, ao. ἔξεσα, pf. ἔξηκα;
Pass. ao. ἐξέσθην, pf. ἔξεσμαι, pqp. ἐξέσμην;
racler, gratter ; polir.
Étymologie: R. Ξυ racler.
English (Autenrieth)
aor. ἔξεσε, ξέσσε: scrape, hew smooth, polish; ἀπὸ (adv.) δ' ἔξεσε χεῖρα, ‘cut clean off,’ Il. 5.81.
Greek Monolingual
(ΑΜ ξέω)
1. ξύνω
2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.)
3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω
μσν.
διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το
μσν.-αρχ.
στιλβώνω, γυαλίζω
αρχ.
1. (και για γλυπτικό έργο) λαξεύω, σκαλίζω («λέχος ἔξεον, ὄφρ' ἐτέλεσσα», Ομ. Οδ.)
2. ερεθίζω ξύνοντας («τὰ μὲν ἐπιπολῆς ξέει ἔντερα», Αρετ.)
3. (το παθ.) ξέομαι
γδέρνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ξέω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα qs-es-, που μπορεί να συνδεθεί με τη ρίζα qes- «ξέω, γδέρνω» (πρβλ. αρχ. σλαβ. česati «ξαίνω»). Κατ' άλλους, δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές ρίζες αλλά για τη ρίζα qes-, από την οποία με μετάθεση τών συμφώνων (qes- > qse-) σχηματίστηκε το ξέω. Το ρ. ξέω συνδέεται σημασιολογικά με τα ξαίνω και ξύω (βλ. λ. ξύνω).
ΠΑΡ. ξέσις, ξέσμα, ξεστός, ξέστρο(ν), ξόαν(ο)
αρχ.
ξεσμός, ξοΐς, ξοΐτης, ξοός
μσν.- νεοελλ.
ξεστήρ(ας)
νεοελλ.
ξέστρα.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναξέω, αποξέω, διαξέω, περιξέω
αρχ.
αμφιξέω, εγξέω, εκξέω. επιξέω, καταξέω, παραξέω, προαναξέω, προσαποξέω, συγξέω, υποξέω].
Greek Monotonic
ξέω: παρατ. ἔξεον, αόρ. αʹ ἔξεσα, Επικ. ξέσσα — Παθ., παρακ. ἔξεσμαι· λειαίνω ή στιλβώνω με ξύσιμο, πλάνισμα (ροκάνισμα), λιμάρισμα· λέγεται για ξυλουργό, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ξέω: (aor. ἔξεσα - эп. ξέσσα; pass.: aor. ἐξέσθην, pf. ἔξεσμαι; adj. verb. ξεστός)
1) строгать, обтачивать, обтесывать (λέχος, οὐδὸν δρύϊνον Hom.);
2) лощить (στήμων ἐξεσμένος Arph.).