προπετής: Difference between revisions
(6) |
(4) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προπετής:''' -ές ([[προπεσεῖν]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που πέφτει προς τα [[εμπρός]], [[κατωφερής]], Λατ. [[proclivis]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ρίχνεται [[μακριά]], <i>κεῖται προπετὲς</i> (τὸ [[κάταγμα]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> κεκλιμένος, φθίνων στο [[σημείο]] του θανάτου, στον ίδ.· πρβλ. [[προνωπής]]·<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[σημείο]], <i>προπετὴς ἐπὶ πολιὰς χαίτας</i>, σε Ευρ. τύμβου προπετὴς [[παρθένος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[έτοιμος]] για, [[επιρρεπής]] σ' ένα [[πράγμα]], [[ἐπί]] ή <i>εἴς τι</i>, σε Ξεν.· [[πρός]] τι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[παράτολμος]], [[βιαστικός]], εσπευσμένος, [[βίαιος]], σε Αισχίν.· ἡ προπετὴς [[ἀκρασία]], σε Αριστ.· λέγεται για κλήρο, τραβηγμένος στην [[τύχη]], σε Πίνδ.· λέγεται για πρόσωπα, <i>οἱ θρασεῖς προπετεῖς</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ. <i>-τῶς</i>, προς τα [[εμπρός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ορμητικά, βιαστικά, στον ίδ. κ.λπ.· [[προπετῶς]] ἔχειν, είμαι σε [[βιασύνη]], βιάζομαι, στον ίδ. | |lsmtext='''προπετής:''' -ές ([[προπεσεῖν]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που πέφτει προς τα [[εμπρός]], [[κατωφερής]], Λατ. [[proclivis]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ρίχνεται [[μακριά]], <i>κεῖται προπετὲς</i> (τὸ [[κάταγμα]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> κεκλιμένος, φθίνων στο [[σημείο]] του θανάτου, στον ίδ.· πρβλ. [[προνωπής]]·<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[σημείο]], <i>προπετὴς ἐπὶ πολιὰς χαίτας</i>, σε Ευρ. τύμβου προπετὴς [[παρθένος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[έτοιμος]] για, [[επιρρεπής]] σ' ένα [[πράγμα]], [[ἐπί]] ή <i>εἴς τι</i>, σε Ξεν.· [[πρός]] τι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[παράτολμος]], [[βιαστικός]], εσπευσμένος, [[βίαιος]], σε Αισχίν.· ἡ προπετὴς [[ἀκρασία]], σε Αριστ.· λέγεται για κλήρο, τραβηγμένος στην [[τύχη]], σε Πίνδ.· λέγεται για πρόσωπα, <i>οἱ θρασεῖς προπετεῖς</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ. <i>-τῶς</i>, προς τα [[εμπρός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ορμητικά, βιαστικά, στον ίδ. κ.λπ.· [[προπετῶς]] ἔχειν, είμαι σε [[βιασύνη]], βιάζομαι, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προπετής:''' <b class="num">1)</b> брошенный прочь, отброшенный (sc. τὸ [[κάταγμα]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> наклоненный вперед, наклонный ([[βάδισις]] Arst.): ὁ αὐχὴν μὴ π., ἀλλ᾽ [[ὀρθός]] Xen. (конская) шея не опущенная, а крутая;<br /><b class="num">3)</b> склоняющийся (близкий) к концу: π. πολιὰς ἐπὶ χαίτας Eur. доживший до седых волос; ζῇ π. Soph. еще живой;<br /><b class="num">4)</b> склонный, влекомый (ἐπί и εἴς τι Xen. или πρός τι Plat.): προπετέστατος ποιεῖν τι Xen. горящий желанием сделать что-л.;<br /><b class="num">5)</b> стремительный, неудержимый, необузданный (τοῦ σώματος ἡδοναί Aeschin.; [[γέλως]] Isocr.; οἱ θρασεῖς Arst.);<br /><b class="num">6)</b> опрометчивый, необдуманный (μηδὲν προπετὲς πράσσειν NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ές, (προπίπτω)
A falling or slipping down in bed, εἰ π. γένοιτο Hp.Prog.3; π. ἐπὶ πόδας Id.Coac.487; π. ἂν ἐγίνετο ἡ βάδισις out of control, Arist.IA712a29, cf. Diocl.Fr. 142. 2 inclined forward, κεφαλὴ τοῦ βραχίονος π. ἐς τοὔμπροσθεν Hp.Art.1; -έστεραι γένυες more prominent, ib.31; ὁ μὲν αὐχὴν . . μὴ π. πεφύκοι X.Eq.1.8; sloping, of shoulders, Gal.1.623; stooping, μὴ ὀρθὸς ἀλλὰ μικρῷ -έστερος Arist.Phgn.807b31. 3 thrown away, κεῖται προπετές [τὸ κάταγμα] S.Tr.701. 4 drooping, at the point of death, ζῇ γὰρ π. ib.976 (anap.); ἡ π. Μοῖρα untimely, IG 5(1).1355 (Messenia, ii A. D.). 5 prominent, of the eyes, Poll.1.189, Philum. ap. Orib.Syn.8.10, Alex.Aphr.Pr.2.22; γνάθοι, ὀφρῦς, Poll.4.68,134. II metaph., 1 being upon the point of, πολιὰς ἐπὶ χαίτας π. E.Alc.909 (lyr.); τύμβου π. παρθένος Id.Hec. 150 (anap.). 2 ready for, prone to a thing, ἐπί or εἴς τι, X.HG2.3.15, 6.5.24; πρὸς τὰς ἡδονάς Pl.Lg.792d: c. inf., -έστατος μεταστῆσαι X.HG2.3.30. 3 headlong, π. ἄγειν τὸν ἀκροατήν Arist.Rh.1409b31. 4 precipitate, rash, reckless, π. σώματος ἡδοναί Aeschin.1.191; π. γέλως uncontrolled laughter, Isoc.1.15; εἴ τι -έστερον ἔπραττον Hyp. Dem.Fr.6, cf. Men.Pk.441; ἡ π. ἀκρασία Arist.EN1150b26; π. βίος Men.382; π. γλῶσσα Alciphr.3.57; of a lot, drawn at random, Pi. N.6.63. b of persons, οἱ θρασεῖς προπετεῖς Arist.EN1116a7; τὰ θήλεα . . [τῶν ἀρρένων] -έστερα Id.HA608b1; μανικὸς καὶ π. ἐπὶ τῶν κινδύνων Theopomp. Hist.268; οἱ π. Arr.Epict.4.13.5; οἱ γλώσσῃ προπετεῖς APl.4.89 (Gall.); τὸ π., = προπέτεια, opp. τὸ σεμνόν, Hp.Medic. 1. 5 ἁρμονίαι π. flowing rhythms, D.H.Dem.40. 6 Medic., subject to diarrhoea, Ath.13.584d (Comp.). III Adv. -τῶς headlong, out of control, π. εἰς τὸ κάταντες φέρεσθαι X.Eq.8.8. 2 metaph., headlong, hastily, π. φέρεσθαι εἰς τὴν τυραννίδα Id Hier.7.2; προπετέως ταχυγλωσσότεροι Hp.Epid.4.45; ἐπερέσθαι π. X.Cyr.1.3.8, cf. Mem. Epit.306; ἀποκρίνεσθαι, ἀποφαίνεσθαι, etc., Pl.Phlb.45a, Isoc.12.272, etc.; π. ἔχειν to be rash, X.Cyr.1.4.4 (v.l.); μηδὲν . . πράξῃς π. Men. 574; prematurely, AP5.144 (Asclep.); -έστερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς Plb.3.102.11.
German (Pape)
[Seite 739] ές, vornüber fallend, vorwärts geneigt, hingestreckt, κεῖται, Soph. Trach. 698. 972. – Uebertr., voreilig, vorschnell, keck; κλᾶρος, Pind. N. 6, 65; οἱ γλώσσῃ προπετεῖς, Gall. 2 (Plan. 89); γέλως, Isocr. 1, 15; vgl. προπετεῖς τοῦ σώματος ἡδοναί, Aesch. 1, 191; u. so adv., μὴ προπετῶς ἀποκρινόμενοι πταίσωμεν, Plat. Phil. 45 a, προπετῶς χρῆσθαι αὐτῇ, Dem. 59, 33; vgl. Xen. Cyr. 1, 3, 8, Sp., wie Pol., οὐδὲν προπετὲς οὐδὲ ἄκριτον 5, 12, 7, προπετέστερον ἐχρῶντο ταῖς προνομαῖς 3, 102, 11; – bereit wozu, nahe daran, τύμβου προπετῆ παρθένον, Eur. Hec. 152; πολιὰς ἐπὶ χαίτας προπετὴς ὤν, Alc. 913; übertr., geneigt wozu, πρὸς τὰς ἡδονάς, Plat. Legg. VII, 792 d; u. so adv., προπετῶς ἔχειν Xen. Cyr. 1, 4, 4, εἴς τι Hell. 6, 5, 24; – γαστέρα προπετεστέραν ἔχειν, zum Durchfall geneigt sein, Ath. XIII, 584 d.
Greek (Liddell-Scott)
προπετής: -ές, (προπίπτω) ὁ πίπτων ἢ κλίνων πρὸς τὰ ἐμπρός, «τοὔμπροσθεν νενευκὼς» (Σουΐδ.), προέχων, προκύπτων, προνεύων, Λατ. prociduus proclivis, κεφαλὴ πρ. εἰς τοὔμπροσθεν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, πρβλ. 197Α· προπετέστεραι γένυες αὐτόθι 798· ὁ μὲν αὐχήν... μὴ πρ. πεφύκοι Ξεν. Ἱππ. 1, 8· πρ. ἂν ἐγίνετο ἡ βάδισις Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 14, 2· μὴ ὀρθὸς ἀλλὰ μικρῷ προπετέστερος ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 3, 5. 2) ἐρριμένος, κεῖται προπετὲς [τὸ κάταγμα], «ἐρριμένον καὶ προπεσὸν χαμαὶ» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 701· πρ. εἶναι, γίγνεσθαι Ἱππ. Προγν. 37. 41, κτλ. 3) προκλινής, ἐν καταπτώσει εὑρισκόμενος, ἐγγίζων εἰς τὸν θάνατον, ζῇ γὰρ πρ. Σοφ. Τρ. 976, πρβλ. προνωπής· ἡ πρ. Μοῖρα, πρόωρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1499 4) προεξέχων, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Πολυδ. Α΄, 189· γνάθοι, ὀφρῦς ὁ αὐτ. Δ΄, 68, 134. ΙΙ. μεταφορ., 1) ὁ ἐγγίζων εἴς τι, πρ. ἐπὶ πολιὰς χαίτας Εὐρ. Ἄλκ. 909· τύμβου προπετῆ παρθένον, «τὴν παρθένον προκειμένην τοῦ τύμβου» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 152. 2) ἐπιρρεπὴς εἴς τι, ἐπὶ ἢ εἴς τι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 15., 6. 5, 14· πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλάτ. Νόμ. 792D· μετ’ ἀπαρεμφ., πρ. μεταστῆσαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 30. 3) «κατακέφαλα», πρ. ἄγειν τινὰ Ἀριστ. Ρητ. 3. 9. 3. 4) ὁρμητικός, αἰφνίδιος, ῥιψοκίνδυνος, ἀπερίσκεπτος, βίαιος, πρ. ἡδοναὶ σώματος Αἰσχίν. 27. 8· πρ. γέλως, ἀνόητος, μωρός, Ἰσοκρ. 5Α· ἡ πρ. ἀκρασία Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 7, 8· ἐφήμερον δὲ καὶ προπετῆ βίον, ὑποκείμενον εἰς κινδύνους, Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 2· πρ. γλῶσσα Ἀλκίφρων 3. 57· ἐπὶ κλήρου τυχαίως ἐκτιναχθέντος, κλᾶρος προπετὴς Πινδ. Ν. 6. 107. β) ἐπὶ προσώπων, οἱ θρασεῖς προπετεῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 7. 12· τὰ θήλεα... [τῶν ἀρρένων] προπετέστερα ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 5· μανικὸς καὶ πρ. ἐπὶ τῶν κινδύνων Θεοπόμπ. Ἱστ. παρ’ Ἀθην. 435Β· οἱ προπετεῖς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 13, 5· οἱ γλώσσῃ προπετεῖς Ἀνθ. Πλαν. 89· τὸ προπετὲς = προπέτεια, Ἱππ. 19. 16, κτλ. 5) ἁρμονίαι προπετεῖς, ῥέοντες ῥυθμοί, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 40. 6) ὡς ἰατρικὸς ὅρος, ὁ ὑποκείμενος εἰς διάρροιαν, Ἀθήν. 584D. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τῶς, πρὸς τὰ ἐμπρός, πρ. εἰς τὸ κάταντες φέρεσθαι Ξεν. Ἱππ. 8, 8, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 145. 2) προπετῶς, μετὰ σπουδῆς, πρ. φέρεσθαι εἰς τὴν τυραννίδα Ξεν. Ἱέρων 7, 2· πρ. ταχύγλωσσος Ἱππ. 1136F· πρ. ἐπερέσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8· ἀποκρίνεσθαι, ἀποφαίνεσθαι, κτλ., Πλάτ. Φίληβ. 45Α, Ἰσοκρ. 290Α, κτλ.· πρ. ἔχειν, εἶμαι προπετής, ὁρμητικός, ἀπερίσκεπτος, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4· μηδέν... πράξῃς πρ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 25· προπετέστερον χρῆσθαί τινι Πολύβ. 3. 102, 11. ― Περὶ τοῦ προπετής, προπέτεια καὶ προπετεύεσθαι ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ σ. 292-97, 298, 30, 862.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. qui tombe en avant ; tombé en avant ; couché de tout son long, gisant;
II. qui se penche en avant ; p. suite :;
1 fig. qui incline vers : τύμβου EUR vers le tombeau ; πολιὰς ἐπὶ χαίτας EUR vers des cheveux blancs, càd qui est sur le déclin de l’âge;
2 enclin, porté à : εἴς τι, ἐπί τι enclin à qch (aux plaisir, etc.);
3 abs. qui se porte en avant, fougueux, emporté;
Sp. προπετέστατος.
Étymologie: προπίπτω.
English (Slater)
προπετής
1 precipitate δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος (N. 6.63)
English (Strong)
from a compound of πρό and πίπτω; falling forward, i.e. headlong (figuratively, precipitate): heady, rash(-ly).
English (Thayer)
προπετές (πρό and πέτω i. e. πίπτω);
1. falling forward, headlong, sloping, precipitous: Pindar Nem. 6,107; Xenophon, r. eq. 1,8; others.
2. precipitate, rash, reckless: Clement of Rome, 1 Corinthians 1,1 [ET]; and often in Greek writings).
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. -έτισσα και παλ. τ. -ις, Ν
μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ.
β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς τα εμπρός («προπετὴς ἐπὶ πόδας», Ιπποκρ.)
2. αυτός που είναι κεκλιμένος σε κάτι ή μπροστά από κάτι («κεφαλὴ τοῡ βραχίονος προπετὴς ἐς τοὔμπροσθεν», Ιπποκρ.)
3. (για τον ένα ώμο) αυτός που παρουσιάζει κλίση σε σχέση με τον άλλο
4. κυρτός («μὴ ἀρθὸς ἀλλὰ μικρῷ προπετέστερος», Αριστοτ.)
5. αυτός που έχει πέσει κάτω
6. αυτός που πλησιάζει τον θάνατο («ζῇ γὰρ προπετής», Σοφ.)
7. (για τα μάτια, για τις γνάθους και για τα φρύδια) αυτός που προεξέχει
8. ο επιρρεπής σε κάτι («μήτ' οὖν αὐτὸν προπετῆ πρὸς τὰς ἡδονὰς γιγνόμενον ὅλως», Πλάτ.)
9. απερίσκεπτος
10. (για κλήρο) αυτός που εμφανίζεται απροσδόκητα
11. ανόητος, μωρός
12. πρόωρος
13. αυτός που υπόκειται σε κινδύνους
14. ιατρ. ο υποκείμενος σε διάρροια
15. αυτός που βρίσκεται εκτός ελέγχου
16. μτφ. αυτός που, παρουσιάζοντας κλίση, αγγίζει κάτι («πολιὰς ἐπὶ χαίτας προπετής», Ευρ.)
17. το ουδ. ως ουσ. τὸ προπετές
η προπέτεια
18. φρ. «ἁρμονίαι προπετεῑς» — ρέοντες ρυθμοί.
επίρρ...
προπετώς / προπετῶς ΝΜΑ
μτφ. με προπέτεια, με άκαιρη και αλόγιστη σπουδή και θρασύτητα κατά την ομιλία («προπετῶς φέρεσθαι εἰς τὴν τυραννίδα», Ξεν.)
αρχ.
1. πρόωρα, άκαιρα
2. χωρὶς έλεγχο
3. φρ. «προπετῶς ἔχω» και «προπετῶς χρῶμαι» και «προπετῶς πράττω» — ενεργώ με προπέτεια, με αυθάδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πετής (< θ. πετ- του πίπτω), πρβλ. περι-πετής].
Greek Monotonic
προπετής: -ές (προπεσεῖν),
I. 1. αυτός που πέφτει προς τα εμπρός, κατωφερής, Λατ. proclivis, σε Ξεν.
2. αυτός που ρίχνεται μακριά, κεῖται προπετὲς (τὸ κάταγμα), σε Σοφ.
3. κεκλιμένος, φθίνων στο σημείο του θανάτου, στον ίδ.· πρβλ. προνωπής·
II. μεταφ.,
1. αυτός που βρίσκεται στο σημείο, προπετὴς ἐπὶ πολιὰς χαίτας, σε Ευρ. τύμβου προπετὴς παρθένος, στον ίδ.
2. έτοιμος για, επιρρεπής σ' ένα πράγμα, ἐπί ή εἴς τι, σε Ξεν.· πρός τι, σε Πλάτ.
3. παράτολμος, βιαστικός, εσπευσμένος, βίαιος, σε Αισχίν.· ἡ προπετὴς ἀκρασία, σε Αριστ.· λέγεται για κλήρο, τραβηγμένος στην τύχη, σε Πίνδ.· λέγεται για πρόσωπα, οἱ θρασεῖς προπετεῖς, σε Αριστ.
III. 1. επίρρ. -τῶς, προς τα εμπρός, σε Ξεν.
2. ορμητικά, βιαστικά, στον ίδ. κ.λπ.· προπετῶς ἔχειν, είμαι σε βιασύνη, βιάζομαι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
προπετής: 1) брошенный прочь, отброшенный (sc. τὸ κάταγμα Soph.);
2) наклоненный вперед, наклонный (βάδισις Arst.): ὁ αὐχὴν μὴ π., ἀλλ᾽ ὀρθός Xen. (конская) шея не опущенная, а крутая;
3) склоняющийся (близкий) к концу: π. πολιὰς ἐπὶ χαίτας Eur. доживший до седых волос; ζῇ π. Soph. еще живой;
4) склонный, влекомый (ἐπί и εἴς τι Xen. или πρός τι Plat.): προπετέστατος ποιεῖν τι Xen. горящий желанием сделать что-л.;
5) стремительный, неудержимый, необузданный (τοῦ σώματος ἡδοναί Aeschin.; γέλως Isocr.; οἱ θρασεῖς Arst.);
6) опрометчивый, необдуманный (μηδὲν προπετὲς πράσσειν NT).