πιστικός: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(nl)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πιστικός -ή -όν [πιστός] trouw, betrouwbaar; ook van zaken. νάρδος πιστικός echte nardusolie NT Marc. 14.3.
|elnltext=πιστικός -ή -όν [πιστός] trouw, betrouwbaar; ook van zaken. νάρδος πιστικός echte nardusolie NT Marc. 14.3.
}}
{{elru
|elrutext='''πιστικός:''' <b class="num">1)</b> убедительный (λόγοι Xen.; [[ῥήτωρ]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> настоящий, чистый ([[νάρδος]] NT).
}}
}}

Revision as of 11:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιστικός Medium diacritics: πιστικός Low diacritics: πιστικός Capitals: ΠΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pistikós Transliteration B: pistikos Transliteration C: pistikos Beta Code: pistiko/s

English (LSJ)

(A), ή, όν, (πίνω)

   A liquid, νάρδος Ev.Marc.14.3, Ev.Jo.12.3.
πιστικός (B), ή, όν, (πίστις)

   A faithful, Vett.Val.10.14, Cat.Cod. Astr.8(4).169 ; γυνὴ π. καὶ οἰκουρός Artem.2.32. Adv. -κῶς, ἔχειν πρὸς ἀλλήλους Plu.Pel.8 : Sup. -ώτατα Hld.3.9.    2 late spelling of πειστικός (q.v.).

German (Pape)

[Seite 620] 1) zum Glauben, zur Treue gehörig, treu, πιστικῶς ἔχειν τινί, Plut. Pelop. 8. – 2) = πειστικός, überzeugend, überredend; ῥήτωρ, Plat. Gorg. 455 a; λόγοι, Xen. Cyr. 1, 6, 10; Arist. rhet. 1, 2. trinkbar, flüssig, N. T., νάρδος, was Andere erklären = Vertrauen erweckend, sich als echt ankündigend.

Greek (Liddell-Scott)

πιστικός: (Α), ή, όν, (πίνω) ὑγρός, ῥευστός, νάρδος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 3, κ. Ἰω. ιβ΄, 3· πρβλ. πιστός (Α)· ― ἕτεροι ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ πίστις, γνήσιος, καθαρός, ἄμικτος.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
fidèle.
Étymologie: πιστός¹.
2ή, όν :
potable ; liquide.
Étymologie: πιστός².

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from πίστις; trustworthy, i.e. genuine (unadulterated): spike-(nard).

English (Thayer)

πιστικη, πιστικον (πιστός), pertaining to belief;
a. having the power of persuading, skillful in producing belief: Plato, Gorgias, p. 455a. b. trusty, faithful, that can be relied on: γυνή πιστικη καί οἰκουρός καί πειθομενη τῷ ἀνδρί, Artemidorus Daldianus, oneir. 2,32; often so in Cedrenus (also (of persons) in Epiphanius, John Moschus, Sophronius of Damascus; cf. Sophocles' Lexicon, under the word); of commodities equivalent to δόκιμος, genuine, pure, unadulterated: so νάρδος πιστικη (but A. V. spike-(i. e. spiked) nard, after the nardi spicati of the Vulg. (in Mark)), Pliny, h. n. 12,26; Dioscorides (100 A.D.>?) de mater. med. 1,6,7); hence, metaphorically, τό πιστικον τῆς καινῆς διαθήκης κρᾶμα, Eusebius, dem. evang. 9,8 (p. 439d.). Cf. the full discussion of this word in Fritzsche on Mark , p. 596ff; Lücke on Winer's Grammar, 97f (92 f); (especially Dr. James Morison on Mark , the passage cited).

Greek Monolingual

(I)
-ή, και -ιά, -ό / πιστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστη, πιστός
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ο υ σ.) ο πιστικός και η πιστικιά
ο μπιστικός, μισθωτός, βοσκός, τσοπάνος
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. έμπιστος υπάλληλος
αρχ.
1. γνήσιος
2. πειστικός
3. το αρσ. ως ουσ. πλοίαρχος εμπορικού πλοίου.
επίρρ...
πιστικῶς Α
με πίστη, εμπιστοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίστις. Ο νεοελλ. τ. πιστικός «βοσκός» < πιστός κατά το σχήμα αφέντης: αφεντικός].———————— (II)
-ή, -όν, Α πιστός (II)]
1. πόσιμος
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που βρίσκεται σε υγρή κατάσταση, υγρός.

Greek Monotonic

πιστικός: (Α), -ή, -όν (πίνω), υγρός, σε Καινή Διαθήκη· άλλοι αποδίδουν τη λέξη στο πίστις, με την έννοια του γνήσιος, αυθεντικός, αγνός.
πιστικός: (Β), -ή, -όν (πίστις),
1. πιστός, αφοσιωμένος· επίρρ., πιστικῶς ἔχειν τινί, σε Πλούτ.
2. γνήσιος, βλ. το επόμ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιστικός -ή -όν [πιστός] trouw, betrouwbaar; ook van zaken. νάρδος πιστικός echte nardusolie NT Marc. 14.3.

Russian (Dvoretsky)

πιστικός: 1) убедительный (λόγοι Xen.; ῥήτωρ Plat.);
2) настоящий, чистый (νάρδος NT).