μηχανικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
(1ba)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μηχανικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις μηχανές ή αυτός που εκτελείται με μηχανές (α. «ὀργάνοις τισί μηχανικοῑς», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «[[μηχανική]] [[καλλιέργεια]]» γ. «[[μηχανική]] [[βλάβη]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κίνηση]] τών φυσικών σωμάτων ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μηχανικός]]<br />[[επιστήμονας]] ή [[ειδικός]] [[τεχνίτης]] που ασχολείται με την [[κατασκευή]], την [[εγκατάσταση]], τον χειρισμό ή και τη [[συντήρηση]] τών μηχανών («[[μηχανικός]] αεροπλάνου»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[μηχανική]]<br />[[κλάδος]] της φυσικής ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] της κίνησης και της ισορροπίας τών φυσικών σωμάτων υπό την [[επίδραση]] τών δυνάμεων που ασκούνται [[επάνω]] τους, [[καθώς]] και τα αίτια και τους νόμους που διέπουν την [[κίνηση]] αυτή<br />(α. «κλασική [[μηχανική]]» — [[κλάδος]] της μηχανικής που μελετά την [[κίνηση]] τών μακροσκοπικών σωμάτων, η οποία συντελείται με ταχύτητες μικρές σε [[σχέση]] με την [[ταχύτητα]] του φωτός<br />β. «κβαντική [[μηχανική]]» — [[κλάδος]] της φυσικής που μελετά τα φαινόμενα τα οποία συντελούνται σε ατομική και υποατομική [[κλίμακα]], όπου δρουν ειδικοί νόμοι που βασίζονται στην [[έννοια]] του κβάντου<br />γ. «ουράνια [[μηχανική]]» — [[κλάδος]] της αστρονομίας που μελετά τις κινήσεις τών ουράνιων σωμάτων υπό την [[επίδραση]] της παγκόσμιας έλξης)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] τη [[μεσολάβηση]] κριτικής σκέψης ή θέλησης, αυτός που γίνεται αυτομάτως, ενστικτωδώς (α. «έκανα [[ξαφνικά]] μια [[κίνηση]] [[τελείως]] [[μηχανική]]» β. «δίνει μηχανικές απαντήσεις [[χωρίς]] να σκέπτεται»)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[μηχανικό]]<br /><b>στρ.</b> μάχιμο όπλο του στρατού ξηράς, που έχει ως [[καθήκον]] την [[κατασκευή]], [[αποκατάσταση]] ή και, σε [[περίπτωση]] ανάγκης, [[καταστροφή]] τών συγκοινωνιών, [[καθώς]] και την [[κατασκευή]] οχυρωματικών έργων, όπως και άλλων γενικότερων τεχνικών έργων ή την [[πραγματοποίηση]] υπονομευτικών αποστολών στο εχθρικό [[έδαφος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μηχανική]] [[μνήμη]]» — [[μνήμη]] η οποία έχει ως [[αιτία]] ανάπλασης τών παραστάσεων τον συγχρονισμό και όχι την εσωτερική [[σχέση]] τών παραστάσεων<br />β) «[[μηχανικός]] εμπορικού ναυτικού» — ο [[υπεύθυνος]], σε ανάλογο επίπεδο διοίκησης, για τη [[λειτουργία]] τών κύριων μηχανών πρόωσης, τών ηλεκτρομηχανών και τών βοηθητικών μηχανημάτων του πλοίου<br />γ) «[[επιστήμη]] μηχανικού» — το [[σύνολο]] τών μεθόδων και τών τρόπων εφαρμογής της επιστήμης και τών επιτευγμάτων της με σκοπό την άριστη [[επεξεργασία]] τών φυσικών πόρων [[προς]] όφελος του ανθρώπου<br />δ) «[[πολιτικός]] [[μηχανικός]]» — [[επιστήμονας]] ο [[οποίος]] ασχολείται με τη [[σχεδίαση]] και την [[κατασκευή]] τεχνικών έργων, όπως λ.χ. κτηρίων, γεφυρών, [[οδών]]<br />ε) «[[μηχανικός]] [[εξοπλισμός]]» — γενική [[ονομασία]] όλων τών μηχανών οι οποίες υποκαθιστούν την ανθρώπινη [[εργασία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δόλιος]], [[ραδιούργος]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος με σκοπό να εξαπατήσει<br /><b>3.</b> [[πολιορκητικός]]<br /><b>4.</b> φτειαχτός, [[τεχνητός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[τέχνη]] [[μηχανική]]» — [[ραδιουργία]], [[δολοπλοκία]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μηχανικά</i><br />πολιορκητικοί τρόποι, [[μέσα]] πολιορκίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], [[ευφυής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Μηχανικά</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αριστοτέλους το οποίο έχει ως [[αντικείμενο]] την επιστήμης της μηχανικής. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μηχανικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ μηχανικῶς)<br />με [[μηχανικό]] τρόπο, σύμφωνα με τους νόμους της μηχανικής<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτόματα, ενστικτωδώς, ασυναίσθητα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με τρόπο επιτήδεια απατηλό, με δόλο ή με [[πανουργία]]<br /><b>αρχ.</b><br />με [[επιδεξιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>mechanicus</i>) και από αυτήν οι άλλες γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>mechanic</i>, γαλλ. <i>mecanique</i>)].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μηχανικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις μηχανές ή αυτός που εκτελείται με μηχανές (α. «ὀργάνοις τισί μηχανικοῑς», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «[[μηχανική]] [[καλλιέργεια]]» γ. «[[μηχανική]] [[βλάβη]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κίνηση]] τών φυσικών σωμάτων ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μηχανικός]]<br />[[επιστήμονας]] ή [[ειδικός]] [[τεχνίτης]] που ασχολείται με την [[κατασκευή]], την [[εγκατάσταση]], τον χειρισμό ή και τη [[συντήρηση]] τών μηχανών («[[μηχανικός]] αεροπλάνου»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[μηχανική]]<br />[[κλάδος]] της φυσικής ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] της κίνησης και της ισορροπίας τών φυσικών σωμάτων υπό την [[επίδραση]] τών δυνάμεων που ασκούνται [[επάνω]] τους, [[καθώς]] και τα αίτια και τους νόμους που διέπουν την [[κίνηση]] αυτή<br />(α. «κλασική [[μηχανική]]» — [[κλάδος]] της μηχανικής που μελετά την [[κίνηση]] τών μακροσκοπικών σωμάτων, η οποία συντελείται με ταχύτητες μικρές σε [[σχέση]] με την [[ταχύτητα]] του φωτός<br />β. «κβαντική [[μηχανική]]» — [[κλάδος]] της φυσικής που μελετά τα φαινόμενα τα οποία συντελούνται σε ατομική και υποατομική [[κλίμακα]], όπου δρουν ειδικοί νόμοι που βασίζονται στην [[έννοια]] του κβάντου<br />γ. «ουράνια [[μηχανική]]» — [[κλάδος]] της αστρονομίας που μελετά τις κινήσεις τών ουράνιων σωμάτων υπό την [[επίδραση]] της παγκόσμιας έλξης)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] τη [[μεσολάβηση]] κριτικής σκέψης ή θέλησης, αυτός που γίνεται αυτομάτως, ενστικτωδώς (α. «έκανα [[ξαφνικά]] μια [[κίνηση]] [[τελείως]] [[μηχανική]]» β. «δίνει μηχανικές απαντήσεις [[χωρίς]] να σκέπτεται»)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[μηχανικό]]<br /><b>στρ.</b> μάχιμο όπλο του στρατού ξηράς, που έχει ως [[καθήκον]] την [[κατασκευή]], [[αποκατάσταση]] ή και, σε [[περίπτωση]] ανάγκης, [[καταστροφή]] τών συγκοινωνιών, [[καθώς]] και την [[κατασκευή]] οχυρωματικών έργων, όπως και άλλων γενικότερων τεχνικών έργων ή την [[πραγματοποίηση]] υπονομευτικών αποστολών στο εχθρικό [[έδαφος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μηχανική]] [[μνήμη]]» — [[μνήμη]] η οποία έχει ως [[αιτία]] ανάπλασης τών παραστάσεων τον συγχρονισμό και όχι την εσωτερική [[σχέση]] τών παραστάσεων<br />β) «[[μηχανικός]] εμπορικού ναυτικού» — ο [[υπεύθυνος]], σε ανάλογο επίπεδο διοίκησης, για τη [[λειτουργία]] τών κύριων μηχανών πρόωσης, τών ηλεκτρομηχανών και τών βοηθητικών μηχανημάτων του πλοίου<br />γ) «[[επιστήμη]] μηχανικού» — το [[σύνολο]] τών μεθόδων και τών τρόπων εφαρμογής της επιστήμης και τών επιτευγμάτων της με σκοπό την άριστη [[επεξεργασία]] τών φυσικών πόρων [[προς]] όφελος του ανθρώπου<br />δ) «[[πολιτικός]] [[μηχανικός]]» — [[επιστήμονας]] ο [[οποίος]] ασχολείται με τη [[σχεδίαση]] και την [[κατασκευή]] τεχνικών έργων, όπως λ.χ. κτηρίων, γεφυρών, [[οδών]]<br />ε) «[[μηχανικός]] [[εξοπλισμός]]» — γενική [[ονομασία]] όλων τών μηχανών οι οποίες υποκαθιστούν την ανθρώπινη [[εργασία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δόλιος]], [[ραδιούργος]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος με σκοπό να εξαπατήσει<br /><b>3.</b> [[πολιορκητικός]]<br /><b>4.</b> φτειαχτός, [[τεχνητός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[τέχνη]] [[μηχανική]]» — [[ραδιουργία]], [[δολοπλοκία]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μηχανικά</i><br />πολιορκητικοί τρόποι, [[μέσα]] πολιορκίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], [[ευφυής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Μηχανικά</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αριστοτέλους το οποίο έχει ως [[αντικείμενο]] την επιστήμης της μηχανικής. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μηχανικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ μηχανικῶς)<br />με [[μηχανικό]] τρόπο, σύμφωνα με τους νόμους της μηχανικής<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτόματα, ενστικτωδώς, ασυναίσθητα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με τρόπο επιτήδεια απατηλό, με δόλο ή με [[πανουργία]]<br /><b>αρχ.</b><br />με [[επιδεξιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>mechanicus</i>) και από αυτήν οι άλλες γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>mechanic</i>, γαλλ. <i>mecanique</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm