παρέπομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parepomai
|Transliteration C=parepomai
|Beta Code=pare/pomai
|Beta Code=pare/pomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[accompany]], [[attend]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.8</span>, etc.; of an escort, <span class="bibl">X. <span class="title">Ap.</span>27</span> ; π. τῇ ἐκφορᾷ <span class="title">IPE</span>12.17.24 (Olbia, i B. C.) : abs., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>89a</span>, etc.: metaph., ἐδωδῇ μὲν καὶ πόσει… παρέπεσθαι τὴν χάριν <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>667b</span>; <b class="b3">τοῦτο μάλιστα ἐπὶ πάντων π</b>. <b class="b2">is common</b> to all, <span class="bibl">Id.<span class="title">Tht.</span>186a</span> ; <b class="b3">π. τισί</b> <b class="b2">to be imparted</b> to them, <span class="bibl">Plb.4.21.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span><b class="b2">to be a constant attribute</b>, τοῖς ἀνθρώποις τοῦτο π. τὸ σύμπτωμα <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>23</span> : in Logic, <b class="b3">τὸ παρεπόμενον</b> [[consequence]], necessary or accidental, <span class="bibl">Arist. <span class="title">SE</span>168b31</span> ; <b class="b3">τὰ παρεπόμενα</b> <b class="b2">concomitant circumstances</b>, Longin.10.1. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">τὰ παρεπόμενα γῄδια</b> the lands [[appertaining]] to a village, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1134.15</span> (V A. D.).</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[accompany]], [[attend]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.8</span>, etc.; of an escort, <span class="bibl">X. <span class="title">Ap.</span>27</span> ; π. τῇ ἐκφορᾷ <span class="title">IPE</span>12.17.24 (Olbia, i B. C.) : abs., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>89a</span>, etc.: metaph., ἐδωδῇ μὲν καὶ πόσει… παρέπεσθαι τὴν χάριν <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>667b</span>; <b class="b3">τοῦτο μάλιστα ἐπὶ πάντων π</b>. <b class="b2">is common</b> to all, <span class="bibl">Id.<span class="title">Tht.</span>186a</span> ; <b class="b3">π. τισί</b> <b class="b2">to be imparted</b> to them, <span class="bibl">Plb.4.21.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>[[to be a constant attribute]], τοῖς ἀνθρώποις τοῦτο π. τὸ σύμπτωμα <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>23</span> : in Logic, <b class="b3">τὸ παρεπόμενον</b> [[consequence]], necessary or accidental, <span class="bibl">Arist. <span class="title">SE</span>168b31</span> ; <b class="b3">τὰ παρεπόμενα</b> <b class="b2">concomitant circumstances</b>, Longin.10.1. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">τὰ παρεπόμενα γῄδια</b> the lands [[appertaining]] to a village, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1134.15</span> (V A. D.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:00, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρέπομαι Medium diacritics: παρέπομαι Low diacritics: παρέπομαι Capitals: ΠΑΡΕΠΟΜΑΙ
Transliteration A: parépomai Transliteration B: parepomai Transliteration C: parepomai Beta Code: pare/pomai

English (LSJ)

   A accompany, attend, Hp.Epid.1.8, etc.; of an escort, X. Ap.27 ; π. τῇ ἐκφορᾷ IPE12.17.24 (Olbia, i B. C.) : abs., Pl.Phd.89a, etc.: metaph., ἐδωδῇ μὲν καὶ πόσει… παρέπεσθαι τὴν χάριν Id.Lg.667b; τοῦτο μάλιστα ἐπὶ πάντων π. is common to all, Id.Tht.186a ; π. τισί to be imparted to them, Plb.4.21.1.    2to be a constant attribute, τοῖς ἀνθρώποις τοῦτο π. τὸ σύμπτωμα Phld.Sign.23 : in Logic, τὸ παρεπόμενον consequence, necessary or accidental, Arist. SE168b31 ; τὰ παρεπόμενα concomitant circumstances, Longin.10.1.    3 τὰ παρεπόμενα γῄδια the lands appertaining to a village, POxy.1134.15 (V A. D.).

German (Pape)

[Seite 518] (s. ἕπομαι), nebenbei folgen, womit verbunden sein, τινί, Plat. Soph. 266 b Legg. II, 667 b; Arist. H. A. 6, 18; τὰ παρεπόμενα τῷ πολέμῳ κακά, Pol. 4, 45, 6 u. öfter, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρέπομαι: ἀποθ., παρακολουθῶ, τινι Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 946, Πλάτ. Νόμ. 667Β, κτλ.· μάλιστα ὡς φρουρὸς ἢ σωματοφύλαξ, Ξεν. Ἀπολ. 27· ἀπολ., Πλάτ. Φαίδων 89Α, κλ.· - μεταφορ., ἐδωδῇ μὲν καὶ πόσει… παρέπεσθαι τὴν χάριν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 667Β· τοῦτο μάλιστα ἐπὶ πάντων π., εἶναι πᾶσι κοινόν, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 186Α· τὴν τῶν ἠθῶν αὐστηρίαν, ἥτις αὐτοῖς παρέπεται, μεταδίδεται, Πολύβ. 4. 21, 1. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, τὸ παρεπόμενον, τὸ ἀναγκαῖον ἢ τυχαῖον παρακολούθημα, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 6, 10, κτλ.

French (Bailly abrégé)

suivre de près, accompagner, τινι.
Étymologie: παρά, ἕπομαι.

Greek Monolingual

ΝΑ έπομαι
1. ακολουθώ κάποιον από κοντά, συνοδεύω, συντροφεύω
2. έρχομαι πίσω από κάποιον, τον παρακολουθώ
3. έρχομαι ως φυσική συνέπεια κάποιου
4. (λογ.) (το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) το παρεπόμενο
η συνέπεια, επακόλουθο, αποτέλεσμα
5. φρ. «τα παρεπόμενα τών πτωτικών ή τών ρημάτων»
γραμμ. τα γνωρίσματα τών ονομάτων ή τών ρημάτων με τα οποία χαρακτηρίζεται η έννοιά τους, όπως είναι το γένος, η κλίση, ο αριθμός, η πτώση για τα ονόματα, η φωνή, η διάθεση, η συζυγία, ο χρόνος, η έγκλιση, ο αριθμός και το πρόσωπο για τα ρήματα.

Greek Monotonic

παρέπομαι: μέλ. -έψομαι, αποθ., ακολουθώ κατά μήκος, ακολουθώ στενά, με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

παρέπομαι:
1) следовать, сопровождать (τινι Xen., Plat.);
2) (внимательно) следить (π. τε καὶ συσκοπεῖν τὸν λόγον Plat.);
3) следовать, проистекать (τὰ παρεπόμενα τῷ πολέμῳ κακά Polyb.): τὸ παρεπόμενον Arst. (логическое) следствие.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-έπομαι begeleiden, van dichtbij volgen, met dat.; overdr., abs.: τοῦτο γὰρ μάλιστα ἐπὶ πάντων παρέπεται want dat is bij uitstek een kenmerk van alles Plat. Tht. 186a.

Middle Liddell

fut. -έψομαι
Dep. to follow along side, follow close, c. dat., Xen.; absol., Plat.