ἐκτέμνω: Difference between revisions
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> extraire par incision : ὀϊστὸν μηροῦ IL un trait de la cuisse;<br /><b>2</b> retrancher en coupant, couper, amputer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τέμνω]]. | |btext=<b>1</b> extraire par incision : ὀϊστὸν μηροῦ IL un trait de la cuisse;<br /><b>2</b> [[retrancher en coupant]], [[couper]], [[amputer]], acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τέμνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:24, 7 December 2022
English (LSJ)
Ep. and Ion. ἐκτάμνω (as always in Hom.), fut. -τεμῶ: aor. 2 ἐξέταμον (v. infr.) or -έτεμον S.Tr.1196, Ar.Ra.575: fut. perf. A ἐκτετμήσομαι Pl.R.564c, Ph.1.458:—cut out, μηροὺς ἐξέταμον Il.1.460, etc.; μηροῦ ἔκταμ' ὀϊστόν cut an arrow from the thigh, 11.829, cf. 515; ἐκτέμνω γλῶσσαν Hdt.9.112; ἐκτέμνω τὸν λάρυγγά τινος Ar.Ra.575; of a surgeon, cut out a diseased part, Pl.R.564c (Pass.); σχῆμα τῆς γῆς Arist.Mete.362a35. 2 cut trees out of a wood, cut down, Il. 12.149, S.Tr.1196; also of planks, etc., hew out, hew into shape, ὅς ῥά τε τέχνῃ νήϊον ἐκτάμνῃσιν Il.3.62, cf. 4.486; ἐκτέμνω τὰ πρέμνα to cut the stumps out of the ground, Lys.7.19. 3 ἐκτέμνω ἶνας cut away the sinews, and so, weaken, Pi.I.8(7).57; ἐκτέμνω ὥσπερ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς Pl.R.411b; ῥόδον ἐκτέμνω ῥίζης IG14.2040: metaph., ἐλπίδας ἐξέταμες = cut short such great expectations ib. 1362; 'nip in the bud', πάθος Alex.Trall.1.17:—Pass., ἐκτέμνεσθαι νοῦν καὶ λόγον Ph.1.17. II castrate, παῖδας Hdt.6.32, 8.105; ὄρχεις ἐ. S.Fr.620; οἱ ἐκτετμημένοι eunuchs, Arist.HA518a31; ἐκτέμνω τὰ θήλεα circumcise females, Str.17.2.5, cf. 16.4.9 (Pass.). III= κείρειν, γῆς ἐκτεμνομένης D.H.9.57(s. v.l.). IV ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ = to disarm and deceive by kindness, Plb.30.30.8.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐκτάμνω ép., jón.
• Morfología: [aor. pas. 3a plu. ἐξεταμήθησαν POxy.1153.20 (I d.C.); fut. perf. med.-pas. 3a du. ἐκτετμήσεσθον Pl.R.564c]
I ref. a animados
1 separar cortando por completo e.e. seccionar, amputar
a) gener. c. compl. de la parte del cuerpo cortada μηρούς τ' ἐξέταμον Il.1.460, 2.423, Od.12.360, ἐκ μηρία τάμνον πάντα κατὰ μοῖραν Od.3.456, σκάλμῃ γὰρ ὄρχεις βασιλὶς ἐκτέμνουσ' ἐμούς S.Fr.620, cf. Arist.HA 510b2, Eus.PE 1.10.29, γυναικῶν τὰς γλώσσας Hdt.2.2, cf. 9.112, Ctes.16, LXX 4Ma.10.17, 21, τὸν λάρυγγ' ἂν ἐκτέμοιμί σου δρέπανον λαβοῦσ' Ar.Ra.575, cf. Eq.374, γυναικῶν τοὺς μαστούς Heraclid.Lemb.Pol.16, en v. pas. σκέλος εἰς κοτυληδόνα [ἐκτ] τετμημένον Milet 6(3).1222.17 (III a.C.), ἡ ὀσφύς IIasos 220.2 (IV a.C.), ἐπέταττεν ὁ νόμος ἐκτέμνεσθαι τὴν γλῶτταν Hecat.Abd.25.78, cf. Str.3.3.6, Ὑπερείδου ... τὴν γλῶτταν ἐκτμηθῆναι ζῶντος λέγουσι Plu.Dem.28.4
•cortar, escindir metáf. Τροΐας ἶνας ἐκταμὼν δορί Pi.I.8.52, ἕως ἂν ... ἐκτέμνῃ ὥσπερ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς Pl.R.411b (cf. infra II 1);
b) medic., cirug. practicar una ablación, extirpar c. ac. del órgano o parte extirpada τὸ ἕλκος IG 42.122.43 (IV a.C.), op. τέμνω ‘hacer un corte’, ‘sajar’ (pero v. infra 3): (κεφαλήν) ἢ τέμῃς μόνον ἢ ἐκτέμῃς ὅλην Gal.5.605, κἂν μέρος αὐτῶν (φλεβῶν) ἐκτέμνῃς, ὥσπερ ἐν τοῖς σκέλεσιν ἐπὶ τῶν κιρσῶν Gal.10.941, σηπεδόνας ἐκτέμνειν Gal.2.340, σεσηπυίας σάρκας Gal.2.386, ὀφθαλμούς Gal.2.443, en una operación de varices, Plu.2.202b, en v. pas. διὰ τοὺς ἱστορήσαντας αὐτὴν (τὴν μήτραν) ἀκινδύνως ἐκτέμνεσθαι Sor.4.6.183, τὰ μεγάλα ... τῶν πτερυγίων διὰ μόνης χειρουργίας ἐκτέμνεται Paul.Aeg.3.22.25, c. gen. σάρξ ... ἐκτεμνομένη τοῦ ζῴου Gal.5.562, μυρσινοειδῶς ἐ. τοῦ δέρματος cortar un trozo de piel en forma de mirto Gal.10.886, op. διατέμνω: ἐκτέμνοντές τι μέρος αὐτῶν ἢ διατέμνοντες ὅλα Gal.10.940, abs. δεῖ δὲ ἐκτέμνειν οὕτως Hippiatr.20.2
•de mujeres o anim. hembras extirpar o efectuar la ablación del clítoris τὰ θήλεα ἐ. Str.17.2.5, de animales hembra τὰς γοῦν θηλείας ὗς ἐκτέμνουσιν Gal.4.570, cf. 569, pas. γυναῖκες Ἰουδαικῶς ἐκτετμημέναι Str.16.4.9.
2 emascular, castrar, capar παῖδας ... ἐξέταμνον καὶ ἐποίευν ... εὐνούχους Hdt.6.32, cf. 8.105, I.Ap.2.270, τὸν αὑτοῦ πατέρα Pl.Euthphr.6a, fig. μὴ γονὴν ἀνδρῶν ἐκτέμνοντας, μὴ γυναικῶν ἀτοκίοις καὶ ἄλλαις μηχαναῖς ἀμβλοῦν Ph.Hypoth. en Eus.PE 8.7.7, pas., como método de tortura ἐὰν ... ληφθεὶς ... ἐκτέμνηται καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκκάηται Pl.Grg.473c, διὰ τὸ ἐκτμηθῆναι παῖς ὢν ὑπ' αὐτοῦ Arist.Pol.1311b22, ἀπηγόρευσεν ... μηδένα ἔτι ἐν τῇ τῶν Ῥωμαίων ἀρχῇ ἐκτέμνεσθαι de Domiciano, D.C.67.2.3, cf. Porph.Antr.16
•c. ac. de rel. τῶν ἐκτεμνομένων τοὺς ὄρχεις Gal.12.326
•abs. ὄρχεων ἐκτεμνομένων Gal.4.575
•subst. en part. perf. med.-pas. castrado οὐ γίνεται δ' οὔτε παῖς φαλακρὸς οὔτε γύνη οὔθ' οἱ ἐκτετμημένοι Arist.HA 518a31
•de anim. τὸ τοὺς ἵππους ἐ. Str.7.4.8, τοὺς ἀλεκτρυόνας ... καὶ τοὺς χοίρους Plu.2.692c, en v. pas. ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις τὰ ἐκτεμνόμενα Arist.Pr.894b22, ταῦρον ἐκτμηθέντα Arist.HA 510b4, cf. 631b22, «βέρρην» ... Ῥωμαῖοι τὸν ἐκτετμημένον χοῖρον καλοῦσιν Plu.Cic.7
•c. ac. de rel. ἐκτεμνονένων τὸν ἕτερον ὄρχιν Arist.HA 765a25
•fig., de panales castrar, brescar ὅπως ... σὺν αὐτοῖσι τοῖς κηρίοις ἐκτετμήσεσθον Pl.R.564c.
3 cirug., equiv. a τέμνω, practicar un corte, sajar, abrir cortando δεῖ ... ἐκτέμνειν, εἶτα ἐπιλαβόμενον ἐξελεῖν τὸν λίθον, para extraer una piedra en la mandíbula Hippiatr.18.4.
II ref. a inanimados
1 extraer cortando por completo un proyectil por el extremo de la trayectoria de salida ἐκ μηροῦ τάμνε μαχαίρῃ ὀξὺ βέλος Il.11.844, μηροῦ δ' ἔκταμ' ὀϊστόν Il.11.829, cf. 515, ἐξαιρεῖν ... βέλη ... τὰ δὲ ἐκτέμνοντες Gal.2.284
•el tejido, una vez acabado, del telar, e.e. acabar (cf. tb. infra II 4) ἐξέτεμε τὸν ἰστόν καὶ ἀπέστειλεν ... τοῖς κυρίοις LXX To.2.12S, pas. (ἱστὸν) πρὸς τὸ ἐκτέμνεσθαι ὄντα (un tejido) antes de que esté listo para cortarlo Artem.3.36, abs. ὡς ἱστὸς ἐρίθου ἐγγιζούσης ἐκτεμεῖν como el tejido de una tejedora que está próxima a acabar LXX Is.38.12
•fig. cortar, separar τὸν θυμὸν ἐ. ... τῆς ψυχῆς Ph.1.113, cf. Basil.M.31.953B, Chrys.M.53.95, 194, (ταῖς τυραννικαῖς φιλοφροσύναις) ἐκτέμνοντα τὴν ἀλκὴν καὶ τὸν θυμόν ὑπερείποντα de César, Plu.Brut.7, αὐτοὺς οἱ βασιλεῖς ἐξετέμοντο τῇ κατὰ τὴν ἀπάντησιν φιλανθρωπίᾳ Plb.30.30.8
•fig. separar c. ac. y gen. παῖδας ... τῆς συγγενείας Chrys.M.61.472, τοὺς οὐ τοιούτους τῆς Ἐκκλησίας ἐκτέμνει Thdt.M.82.373C, cf. 83.429A
•c. ac. de rel. ἠκρωτηριασμένοι καὶ ἐκτετμημένοι τὰ κάλλιστα Ph.1.156.
2 de árboles talar, cortar con hacha o sierra (πίτυν) τέκτονες ἄνδρες ἐξέταμον πελέκεσσι Il.13.391, 16.484, (αἴγερον) ἁρματοπηγὸς ἀνὴρ αἴθονι σιδήρῳ ἐξέταμ' Il.4.486, ἄρσεν' ἐκτεμόνθ' ... ἄγριον ἔλαιον S.Tr.1196, τὰ πρέμνα Lys.7.19
•cortar, podar ramas o sarmientos τοὺς κλάδους Thdt.Affect.12.1, cf. Is.6.160
•otros cont. τὰς δύω τῶν ἐννέα χορδῶν ἐξέτεμε Plu.Agis 10, πλόκαμον D.P.Au.2.15
•arrancar de raíz, desarraigar ὕλην πρυμνὴν ἐκτάμνοντες Il.12.149, κοιτάζονται δὲ ἐπὶ τῶν ῥιζῶν τῶν δένδρων ἐκτέμνοντες Str.16.4.19, en v. pas. τῆς ῥίζης ἐκτεμνομένης Chrys.M.54.429
•de las malas hierbas escardar φιλόπονος γεωργὸς ... ἀκάνθας ἐκτέμνει Thdt.Affect.1.7
•fig. cortar de raíz, erradicar τοὺς ἀθέους ... λογισμούς Ph.2.329, αὐταῖς ῥίζαις τὰς τῆς διανοίας νόσους Ph.1.283, τὸ πάθος Alex.Trall.1.597.7
•truncar ἐλπίδας IUrb.Rom.1148.4, ἐκτεμεῖν τοὺς ἀκρεμόνας πάντων τῶν στασ[ι] αστῶν Manes 29.3, cf. Epiph.Const.Haer.76.25.3, Chrys.M.53.258, JRCil.2.31C.3 (Isauria V d.C.), med. τοιαύτην χώραν ἡδονῶν τοσούτων Ἐπίκουρος ἐκτέμνεται Plu.2.1107b
•de plantas o frutos cortar, recoger cortando, segar τοὺς βότρυας Chrys.M.53.91, pas. ἔνια βλαστάνει οὐκ ἐν τῇ γῇ ὄντα ἀλλ' ἐκτετμημένα algunas (plantas) germinan no cuando están en tierra, sino cortadas Arist.Pr.926a1, metáf. de una joven οἷα γὰρ ἀρχόμενον ῥόδον ... ἐξέτεμες ῥείζης (sic) IUrb.Rom.1344.8, fig. θάνατος ... καὶ νέους ἐκτέμνει Thdt.M.83.469A.
3 c. ac. de resultado cortar, hacer, fabricar τὸ μὲν (ῥόπαλον) ἔκταμεν Od.9.320, νήϊον Il.3.62, τοὺς μόχλους τῶν πυλῶν I.BI 4.298, pas. (ὀθόνιον) ἐν ἡμέραις ἕξ ἐκτήμνεσθαι (l. -τέ-) PSI 599.14, αἱ λώδικες ἐξεταμήθησαν POxy.1153.20 (I d.C.), cf. PZilliac.9.8 (I d.C.), PHaun.29.5 (III d.C.).
4 geom. cortar, trazar una línea imaginaria sobre un plano τοιοῦτον γὰρ σχῆμα τῆς γῆς ἐκτέμνουσιν αἱ ἐκ τοῦ κέντρου αὐτῆς ἀγόμεναι (γραμμαί) Arist.Mete.362a35.
5 arq. hacer un corte en medio, abrir un paso en un lienzo de pared κατὰ μέσου τἀντιθήματος ἐκτεμεῖ τῷ μελάθρῳ ID 500.A.35 (III a.C.), ἐκτεμὼν δὲ τὸν μέσον τοῖχον θύρας ἐπέστησε I.AI 8.71, en una roca SEG 26.1652.8 (Norte del Líbano II d.C.)
•fig., c. ac. de resultado abrir una ruta τρίβους ἐκτέμνων ἀβάτοις ὄρεσι D.H.1.41.
German (Pape)
[Seite 780] ion. u. hom. ἐκτάμνω (f. τέμνω), heraus-, ausschneiden; ἰούς, ὀϊστὸν μηροῦ, den Pfeil aus der Hüfte herausschneiden, Il. 11, 515. 829; μηρούς, beim Opfer, aus den Hüften die Knochen, 1, 460; ἶνας Pind. I. 7, 53; τὸν λάρυγγά σου Ar. Ran. 582; ἔλαιον Soph. Tr. 1186; ὥσπερ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς Plat. Rep. III, 411 b; πλόκαμον, abschneiden, Eur. I. A. 1438; abhauen, umhauen, ὕλην u. ä., Hom.; τὰ πρεμνά Lys. 7, 19; ἐλπίδας, rauhen, Ep. ad. 695 a (App. 306). – Bes. verschneiden, entmannen, τινά; Her. 8, 105; Plat. Gorg. 473 a u. öfter; Xen. Cyr. 5, 2, 8; von Pferden, kastriren, ibd. 7, 5, 62; οἱ ἐκτετμημένοι, Kastraten, Arist. ll. A. 3, 11 u. sonst. Auch γῆν, ein Land verwüsten, durch Umhauen der Fruchtbäume, D. Hal. 9, 57; – übertr., ἐξετέμοντο αὐτοὺς φιλανθρωπίᾳ, entwaffneten oder täuschten sie durch Freundlichkeit, Pol. 31, 6, 8.
French (Bailly abrégé)
1 extraire par incision : ὀϊστὸν μηροῦ IL un trait de la cuisse;
2 retrancher en coupant, couper, amputer, acc..
Étymologie: ἐκ, τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτέμνω: эп.-ион. ἐκτάμνω
1 вырезывать (ὀϊστὸν μηροῦ Hom.; ὥσπερ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς Plat.); перен. очерчивать, описывать (τοιοῦτον σχῆμα ἐκτέμνουσιν αἱ ἀγόμεναι γραμμαί Arst.);
2 отрезывать, отрубать (μηρούς Hom.; πλόκαμον Eur.; γλῶσσαν Her.; φυτὰ ἐκτετμημένα Arst.);
3 перерезывать (τὸν λάρυγγά τινος Arph.; νεῦρα τῆς πόλεως Plut.);
4 вырубать, срубать (αἴγειρον Hom.; ἔλαιον Soph.; τὰ πρέμνα Lys.);
5 оскоплять, кастрировать (παῖδας Her.; τοὺς ἀλεκτρυόνας Plut.; ταῦρος ἐκτμηθείς Arst.): οἱ ἐκτετμημένοι Arst. кастраты;
6 досл. подрезывать, перен. подсекать, разрушать (ἐλπίδας Anth.; τὴν ἀλκήν Plut.);
7 med. усыплять бдительность, обезоруживать (τῇ φιλανθρωπίᾳ τινά Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτέμνω: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἐκτάμνω (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.): μελλ. -τεμῶ: σπάνιός τις γ΄ μέλλ. ἐκτετμήσεσθον Πλάτ. Πολ. 564C. Ἀποκόπτω, μηροὺς ἐξέταμον (ἴδε μηρία ἐν τέλ.) Ἰλ. Α. 460, κτλ.· μηροῦ δ’ ἔκταμ’ ὀϊστόν, «τεμὼν δ’ ἔξελε τοῦ μηροῦ τὸν ὀϊστὸν» (Θ. Γαζῆς) Λ. 829, πρβλ. 515· ἐκτ. γλῶσσαν Ἡρόδ. 9. 112· ἐκτ. τὸν λάρυγγά τινος Ἀριστοφ. Νεφ. 575· ἐπὶ ἰατροῦ, ἀποκόπτω μέρος νοσηρόν, Πλάτ. Πολ. 564C. 2) κόπτω καὶ ῥίπτω κάτω, ἐπὶ τῶν δένδρων δάσους, Ἰλ. Μ. 149, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1196· ὡσαύτως ἐπὶ ξύλων πρὸς κατασκευὴν νηός, ἐκκόπτω, ὅς ῥά τε τέχνῃ νήϊον ἐκτάμνῃσιν (Ἐπ. ἀντὶ -τέμνῃ) Ἰλ. Γ. 62, πρβλ. Δ. 486· ἐκτ. τὰ πρέμνα Λυσ. 110. 6. 3) ἐκτ. ἶνας, καὶ ἑπομένως ὡς τὸ Λατ. nervos incidere, ἐκνευρίζω, χαυνῶ, Πινδ. Ι. 8 (7). 113· ἐκτ. ὥσπερ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς Πλάτ. Πολ. 411Β· ῥόδον ἐκτ. ῥίζης Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 570. 4· μεταφ., ἐλπίδας ἐξέταμες Ἀνθ. Π. παράρτ. 306. ΙΙ. εὐνουχίζω, τοὺς παῖδας Ἡρόδ. 6. 32., 8. 105· ὄρχεις ἐκτέμνειν, ὀρχοτομεῖν, Σοφ. Ἀποσπ. 549· οἱ ἐκτετμημένοι, οἱ εὐνοῦχοι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 9· καὶ τὰ θήλεα ἐκτέμνειν, εἶδος ἐγχειρήσεως εἰς τὰ αἰδοῖα, ἥτις καὶ νῦν ἔτι ἐκτελεῖται ἐν Αἰγύπτῳ, Στράβ. 824, πρβλ. ἐκτομίας. ΙΙΙ. διαιρῶ, γῆν ἐκτ., διαιρεῖν τὴν γῆν εἰς ζώνας, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 12· ἀλλ’ ὡσαύτως = κείρειν γῆν Διον. Ἁλ. 9. 57. IV. ἐκτέμνεσθαι φιλανθρωπίᾳ, ἀπατᾶσθαι ἕνεκα φιλανθρωπίας, Πολύβ. 31. 6. 8, ἔνθα ἴδε Schweigh.
Greek Monolingual
(AM ἐκτέμνω)
1. (για δέντρα) κόβω και βγάζω από τη γη
2. αφαιρώ, στερώ, εκμηδενίζω, καταστρέφω
μσν.
«μακρὰν ἐκτέμνω ὁδόν» — διανύω (Γ. Πισίδ.)
αρχ.
1. κόβω, αφαιρώ
2. (για γιατρό) κόβω ένα άρρωστο μέρος ή μέλος του σώματος
3. (για μαλλιά) κουρεύω, κόβω
4. ευνουχίζω (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἐκτετμημένος
ο ευνούχος
5. ερημώνω μια περιοχή κόβοντας τα δέντρα
6. φρ. «ἐκτέμνω ἶνας ή νεῡρά τινος» — εξασθενίζω κάποιον, του κόβω τα κότσια
7. παθ. εξαπατώ κάποιον με κάποια φιλοφρόνηση(«οὕτως αὐτοὺς οἱ βασιλεῖς ἐξετέμνοντο τῇ φιλανθρωπίᾳ» — τους εξαπατούσαν, «τους έκοβαν» με τις φιλοφρονήσεις τους, Πολύβ.).
Greek Monotonic
ἐκτέμνω: Επικ. και Ιων. τάμνω, μέλ. -τεμῶ·
I. 1. αποκόβω, καταστρέφω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ὀϊστὸν ἐκτάμνειν μηροῦ, αφαιρώ, κόβω και βγάζω βέλος από το μηρό, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κόβω δέντρα από το δάσος, υλοτομώ, στο ίδ.· λέγεται για σανίδες που χρησιμεύουν στη ναυπήγηση καραβιού, πελεκώ, σκαλίζω, σχηματίζω, nς νήϊον ἐκτάμνῃσιν (Επικ. αντί -τέμνῃ), στο ίδ.
3. αφαιρώ, αποκόβω, χωρίζω, διαιρώ, σε Πίνδ., Πλάτ.
II. ευνουχίζω, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
epic and ionic -τάμνω fut. -τεμῶ
I. to cut out, Il., Hdt.; ὀϊστὸν ἐκτάμνειν μηροῦ to cut an arrow from the thigh, Il.
2. to cut trees out of a wood, cut down, Il.; of planks, to hew out, hew into shape, ὃς νήϊον ἐκτάμνῃσιν (epic for -τέμνῃ) Il.
3. to cut away, sever, Pind., Plat.
II. to castrate, Hdt.