ἐξωθέω: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
m (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ") |
|||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':™xwqšw 誒克士-哦帖哦<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':出去-推 相當於: ([[דָּחָה]]‎ / [[דָּחַח]]‎) ([[נָדַח]]‎)<br />'''字義溯源''' | |sngr='''原文音譯''':™xwqšw 誒克士-哦帖哦<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':出去-推 相當於: ([[דָּחָה]]‎ / [[דָּחַח]]‎) ([[נָדַח]]‎)<br />'''字義溯源''':趕出,趕出去,推出,逐出,推動,攏;由(ἐκ / [[ἐκπερισσῶς]] / [[ἐκφωνέω]])*=出去)與([[ὠδίνω]])X*=推,擠)組成。參讀 ([[ἐκβάλλω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(2);徒(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 攏(1) 徒27:39;<br />2) 趕出去(1) 徒7:45 | ||
}} | }} |
Revision as of 19:05, 9 December 2022
English (LSJ)
aor. 1 ἐξέωσα (v. infr. ΙΙ), A thrust out, force out, ἐκ δ' ὦσε γλήνην Il.14.494, cf. 17.618; even by pulling, wrench out, ἐκ δ' ἄρα οἱ μηροῦ δόρυ μείλινον ὦσε θύραζε 5.694; displace, Hp.Art.46 (Pass.); expel, eject, banish, γῆς τινά S.OC1296; πάτρας ib.1330; put away a wife, PSI1.41.16 (iv A. D.); thrust back, τοὺς δίκῃ νικῶντας S.Aj.1248; drive, τοὺς Αακεδαιμονίους ἐς τὰς ἁμάξας Th.5.72; πλοῖον εἰς αἰγιαλόν Act.Ap.27.39, cf. Jul.Or.2.60c; τὴν πόλιν εἰς χαλεπόν Plu.Nic.12; ἐ. εἰς ἅπαν ἀπὸ τῆς ὄχθης Arr.An.1.15.4; ἐ. νόμον Plu.Comp.Ag. Gracch.5:—Pass., ἐξωθέεσθαι ἐκ τῆς χώρης Hdt.4.13, cf. 5.124; μάχῃ Id.6.83; πατρίδος ἐξωθούμενος S.OC428; ἐξωσθήσομαι εἰπεῖν shall be debarred from... D.24.61. 2 ἐ. γλώσσας ὀδύναν put forth painful words, break forth into cruel words, S.Ph.1142 (lyr.). II drive out of the sea, drive on shore, τὰς ἄλλας [ναῦς] ἐξέωσαν πρὸς τὴν γῆν Th. 2.90, cf. 8.104; ἐς τὴν γῆν Id.7.52:—Pass., πνεύμασιν ἐξωσθέντες E. Cyc.279 (cf. ἐξώστης ΙΙ): metaph., ἐξωσθῆναι τῇ ὥρᾳ ἐς χειμῶνα Th.6.34. (Late inf. ἐξεοῦν Just.Nov.59.4 Intr., pres. ind. Pass. ἐξεοῦται Cod.Just.1.2.24.6, formed fr. ἐξέωσα.)
German (Pape)
[Seite 890] (s. ὠθέω), herausstoßen, vertreiben, καὶ ἐκβάλλω Soph. O. C. 774; γῆς 1298 u. A., wie Plat. Tim. 62 b; τὰς ναῦς ἐξέωσαν πρὸς τὴν γῆν, herausdrängen, auf den Strand treiben, Thuc. 2, 90, vgl. 8, 104; ἐξωσθῆναι ἂν τῇ ὥρᾳ ἐς χειμῶνα, d. h. der Winter würde sie, wenn sie so zögerten, überraschen, 6, 34; ἐξωσθήσομαι εἰπεῖν Dem. 24, 61; vom Winde, verschlagen, Sp.; τὴν πόλιν εἰς χαλεπόν, in eine üble Lage bringen, Plut. Nic. 12; τὸν νόμον, hintertreiben, Ag. et Cleom. 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἐξώσω, ao. ἐξέωσα;
Pass. f. ἐξωσθήσομαι, ao. ἐξεώσθην;
1 chasser, faire sortir avec violence : τινα γῆς SOPH bannir qqn d'un pays ; fig. τὴν πόλιν εἰς χαλεπόν PLUT jeter la cité dans des difficultés ; γλώσσας ὀδύναν SOPH lancer de sa bouche des mots cruels;
2 repousser, rejeter;
3 tenir en échec, empêcher : ἐξωσθῆναι ἐς χειμῶνα THC avoir été tenu en échec jusqu’à l'hiver.
Étymologie: ἐξ, ὠθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξωθέω: (fut. ἐξώσω, aor. ἐξέωσα; pass.: fut. ἐξωσθήσομαι, aor. ἐξεώσθην)
1 выталкивать, вытеснять, изгонять (τινα γῆς Soph.; τὰς ναῦς πρὸς τὴν γῆν Thuc.; перен. τὸν εὐρῶτα τῆς ψυχῆς Plut.): ἐξῶσαι φθονερὰν γλώσσας ὀδύναν Soph. выразить горькими словами (свою) боль, т. е. отвести душу;
2 отталкивать, отвергать (τοὺς δίκῃ νικῶντας ἐ. Soph.; τὸν νόμον Plut.);
3 отбрасывать, оттеснять (τοὺς Λακεδαιμονίους ἐς τὰς ἁμάξας Thuc.; ἐξωσθῆναι εἰς τὸ Λιβυκόν Plut.);
4 вгонять, вовлекать, ввергать (τὴν πόλιν εἰς χαλεπόν Plut.);
5 задерживать: ἐξωσθῆναι ἐς χειμῶνα Thuc. быть задержанным до зимы; ἐξωσθήσομαι εἰπεῖν Dem. мне не дадут сказать.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξωθέω: μέλλ. -ωθήσω καὶ -ώσω: ἀόρ. ἐξέωσα. Ὠθῶ ἔξω, ἐκβάλλω, ἐκ δ’ ὦσε γλήνην Ἰλ. Ξ. 494, πρβλ. Π. 618· ἐξέλκω, ἐκ δ’ ἄρα οἱ μηροῦ δόρυ μείλινον θύραζε Ε. 694· ὠθῶ πρὸς τὰ ἔξω, οὔτε γὰρ ἐς τὸ ἔξω ἐξωσθῆναι ῥηΐδιόν ἐστιν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811· ἐκδιώκω, ἐξορίζω, γῆς ἐξέωσεν Σοφ. Ο. Κ. 1296· πάτρας αὐτόθι 1330· ἀπωθῶ, εἰ τοὺς δίκῃ νικῶντας ἐξωθήσωμεν καὶ τοὺς ὄπισθεν εἰς τὸ πρόσθεν ἄξομεν Σοφ. Αἴ. 1248· ἔτρεψαν καὶ ἐξέωσαν (τοὺς Λακεδαιμονίους) ἐς τὰς ἁμάξας, τοὺς «ἐστρύμωξαν» εἰς τὰς ἁμάξας, Θουκ. 5. 72· διέβαλε τὸν Ἀλκιβιάδην (ὁ Νικίας)... τὴν πόλιν εἰς χαλεπὸν ἐξωθεῖν καὶ διαπόντιον κίνδυνον Πλουτ. Νικ. 12· ἐκδιώκω, ἠγωνίζοντο, οἱ μὲν ἐξῶσαι εἰς ἅπαν ἀπὸ τῆς ὄχθης... τοὺς Πέρσας Ἀρρ. Ἀν. 1. 15, 4· κατὰ βίαν καὶ δυναστείαν ἐπιχειρήσαντες ἐξῶσαι τὸν νόμον οἱ πλούσιοι Πλουτ. Ἄγιδος καὶ Κλεομ. καὶ Γράκχων Σύγκρισις 5. - Παθ., ἐξωθέεσθαι ἐκ τῆς χώρης Ἡρόδ. 4. 13, πρβλ. 5. 124., 6. 83· πατρίδος ἐξωθούμενος Σοφ. Ο. Κ. 428· ἐξωσθήσομαι εἰπεῖν, κωλυθήσομαι, Δημ. 720. 4 2) μὴ φθονερὰν ἐξῶσαι γλώσσας ὀδύναν, νὰ μὴ κεντήσῃ διὰ φθονερῶν καὶ πικρῶν λόγων, Σοφ. Φιλ. 1142. ΙΙ. ἐπὶ ναυμαχίας, ἐξωθῶ, ἐκδιώκω πρός τι μέρος, τὰς ἄλλας ναῦς ἐξέωσαν πρὸς τὴν γῆν Θουκ. 2. 90, πρβλ. 8. 104· ἐς τὴν γῆν ὁ αὐτὸς 7. 52. - Παθ., πνεύμασιν ἐξωσθέντες Εὐρ. Κύκλ. 279 (πρβλ. ἐξώστης)· - μεταφ., ἐξωσθῆναι ἂν τῇ ὥρᾳ ἐς χειμῶνα, θὰ καταληφθῶσιν (οἱ Ἀθηναῖοι) ἕνεκα τῆς ὥρας τοῦ ἔτους ὑπὸ τοῦ χειμῶνος, Θουκ. 6. 34, ἔνθα ἴδε σημ. Blomfield καὶ Arnold. Ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. Κόντου σ. 532.
English (Strong)
or exotho from ἐκ and otheo (to push); to expel; by implication, to propel: drive out, thrust in.
English (Thayer)
ἐξώθω: 1st aorist ἐξῶσα (so accented by G T edition 7 Tr, but L WH ἐξῶσα) and in Tdf. ἐξεωσα (WH s Appendix, p. 162) (cf. Winer's Grammar, p. 90 (86); (Buttmann, 69 (61); Stephanus Thesaurus and Veitch, under the word ὠθέω)); to thrust out; expel from one's abode: Thucydides, Xenophon, others). to propel, drive: τό πλοῖον εἰς αἰγιαλόν, WH text ἐκσωσαι; see ἐκσῴζω) (the same use in Thucydides, Xenophon, others).
Greek Monotonic
ἐξωθέω: μέλ. -ωθήσω και -ώσω, αόρ. αʹ ἐξέωσα·
I. 1. ωθώ, εκδιώκω κάτι έξω, σπρώχνω κάποιον έξω δια της βίας, διώχνω, σε Ομήρ. Ιλ.· εκδιώκω, αποβάλλω, εξορίζω, σε Σοφ.· σπρώχνω κάτι απότομα, στον ίδ., σε Θουκ. — Παθ., ἐξωθέεσθαι ἐκ τῆς χώρης, σε Ηρόδ.· πατρίδας ἐξωθούμενος, σε Σοφ.
2. ἐξ. γλώσσας ὀδύναν, χρησιμοποιώ πικρά λόγια, ξεσπώ με σκληρές κουβέντες, στον ίδ.
II. διώχνω, εκβάλλω, εξάγω, βγάζω από τη θάλασσα, οδηγώ στη στεριά, Λατ. ejicere, σε Θουκ.· μεταφ., ἐξωσθῆναι ἐς χειμῶνα, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -ωθήσω fut. -ώσω aor1 ἐξέωσα
I. to thrust out, force out, wrench out, Il.: to expel, eject, banish, Soph.:— to thrust back, Soph., Thuc.:—Pass., ἐξωθέεσθαι ἐκ τῆς χώρης Hdt.; πατρίδος ἐξωθούμενος Soph.
2. ἐξ. γλώσσας ὀδύναν to put forth painful words, to break forth into cruel words, Soph.
II. to drive out of the sea, drive on shore, Lat. ejicere, Thuc.: metaph., ἐξωσθῆναι ἐς χειμῶνα Thuc.
Chinese
原文音譯:™xwqšw 誒克士-哦帖哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:出去-推 相當於: (דָּחָה / דָּחַח) (נָדַח)
字義溯源:趕出,趕出去,推出,逐出,推動,攏;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出去)與(ὠδίνω)X*=推,擠)組成。參讀 (ἐκβάλλω)同義字
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 攏(1) 徒27:39;
2) 趕出去(1) 徒7:45