διαστροφή: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλειmany things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man

Source
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0604.png Seite 604]] ἡ, Verdrehung, ὀμμάτων, das Schielen, Arist. Probl. 41, 7; Verreutung, Medic. Auch von Geistesverkehrtheit, D. L. 2, 89. – Übertr., δ. τοῦ δήμου ἐπὶ τὸ χεῖρον, Verschlechterung, Pol. 2, 21; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[διόρθωσις]], Plut. Mus. 31.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0604.png Seite 604]] ἡ, [[Verdrehung]], ὀμμάτων, das Schielen, Arist. Probl. 41, 7; [[Verreutung]], Medic. Auch von [[Geistesverkehrtheit]], D. L. 2, 89. – Übertr., δ. τοῦ δήμου ἐπὶ τὸ χεῖρον, [[Verschlechterung]], Pol. 2, 21; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[διόρθωσις]], Plut. Mus. 31.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />distorsion ; <i>au sens mor.</i> perversion.<br />'''Étymologie:''' [[διαστρέφω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />[[distorsion]] ; <i>au sens mor.</i> [[perversion]].<br />'''Étymologie:''' [[διαστρέφω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διαστροφή -ῆς, ἡ [διαστρέφω] geneesk., verdraaiing, vervorming.
|elnltext=διαστροφή -ῆς, ἡ [διαστρέφω] geneesk., [[verdraaiing]], [[vervorming]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαστροφή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[перекашивание]], [[скашивание]] (ὀμμάτων Arst.);<br /><b class="num">2</b> (тж. δ. ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]] Polyb.) совращение, развращение, порча (τῆς ψυχῆς Plut.).
|elrutext='''διαστροφή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[перекашивание]], [[скашивание]] (ὀμμάτων Arst.);<br /><b class="num">2</b> (тж. δ. ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]] Polyb.) [[совращение]], [[развращение]], [[порча]] (τῆς ψυχῆς Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 33: Line 33:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαστροφή''': ἡ, ([[διαστρέφω]]) [[συστροφή]], ἐπὶ τεθραυσμένου μέλους, Ἱππ. Ἀγμ. 763· ἐξάρθρησις, ὁ αὐτ. Ἂρθρ. 812· [[συστροφή]], «στρηφογύρισμα», τῶν ὀμμάτων Ἀριστ. Προβλ. 31. 7 καί 27. 2) μεταφ., [[μεταστροφή]], διαφθορά, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ε. 2. 10, 23· τινος ἐπί τὸ [[χεῖρον]] Πολύβ. 2. 21, 8.
|lstext='''διαστροφή''': ἡ, ([[διαστρέφω]]) [[συστροφή]], ἐπὶ τεθραυσμένου μέλους, Ἱππ. Ἀγμ. 763· ἐξάρθρησις, ὁ αὐτ. Ἂρθρ. 812· [[συστροφή]], «στρηφογύρισμα», τῶν ὀμμάτων Ἀριστ. Προβλ. 31. 7 καί 27. 2) μεταφ., [[μεταστροφή]], διαφθορά, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ε. 2. 10, 23· τινος ἐπί τὸ [[χεῖρον]] Πολύβ. 2. 21, 8.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διαστροφή]], ἡ, <i>n</i> [from [[διαστρέφω]]<br />distortion, Arist.
}}
}}
{{trml
{{trml

Revision as of 08:49, 4 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστροφή Medium diacritics: διαστροφή Low diacritics: διαστροφή Capitals: ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ
Transliteration A: diastrophḗ Transliteration B: diastrophē Transliteration C: diastrofi Beta Code: diastrofh/

English (LSJ)

ἡ, A twisting, of a fractured limb, Hp.Fract.16; distortion, Id.Art.46; τῶν ὀμμάτων Arist.Pr.958a6, cf. 960a20: abs., of limbs, Sor.1.111. 2 metaph., perversion, Arist.EE1227a21; τοῦ δήμου ἐπὶ τὸ χεῖρον Plb. 2.21.8, Porph.Abst.1.13, etc.; γενῶν Plu.2.520c; δ. κακή LXX Pr.2.14. 3 distraction, Metrod.Herc.831.7; madness, D.L.2.89. 4 tergiversation, Just.Nov.17.8.1 (pl.).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Morfología: [plu. gen. διαστροφέων Hp.Art.46]
I 1desviación κρατηθῆναι τὴν ἐπίδεσιν ὑπὸ τῆς διαστροφῆς τῆς ἐν τῇ διαθέσει que el vendaje sea anulado (en su eficacia) por el cambio de postura Hp.Fract.16, τῆς γωνίας Plu.2.930a
torsión τοῦ προσώπου Aret.SD 1.2.2
ref. a la madera alabeo Thphr.HP 5.1.10.
2 medic. dislocación, torcedura del fémur, Hp.Fract.20, cf. Mochl.40, 41
desviación ῥάχιος Hp.Coac.305, cf. Art.46, 47, διαστροφὴν δὲ ἴσχουσιν οἱ ὀδόντες Hp.Art.34, τῆς μήτρας Sor.127.25, cf. Dsc.1.32.2, 33.2.
3 bizquera, estrabismo ὀφθαλμῶν Hp.Iudic.44, cf. Epid.2.5.11, Arist.Pr.958a6, 960a20, dud. en CIL 13.10021.178 (Galia).
II fig.
1 alteración, trastorno δ. φύσιος en el desarrollo de una enfermedad, Hp.Iudic.55.
2 gener. desviación, perversión, corrupción op. διόρθωσις Aristox.Fr.76, cf. Ath.18e, igual a παρὰ φύσιν Arist.EE 1227a21 (cód.), cf. LXX Pr.2.14, Aristeas 130, 142, Plu.2.520c, Demetr.1, Arr.Epict.3.7.18, Clem.Al.Strom.7.3.14, 7.16.102, Basil.M.29.240B, c. gen. obj. ἡ ἐπὶ τὸ χεῖρον τοῦ δήμου δ. Plb.2.21.8, cf. Ath.Al.M.28.436A, c. gen. subjet. τῶν φαύλων Const.Ep. en Ath.Al.Apol.Sec.87.4
confusión, agitación ἐν πολλῇ ἐστιν δι[α] στροφῇ POxy.1842.8 (VI d.C.)
plu. corruptelas πολλαί εἰσιν αἱ διαστροφαὶ τοῦ ἐχθροῦ A.Phil.142 (p.82.4), cf. Iust.Nou.17.8.1
inversión, desviación ref. al papel sexual pasivo por parte del hombre, Arist.Pr.879b26, κατὰ διαστροφήν Porph.Abst.1.13, ἐκ διαστροφῆς op. κατὰ φύσιν Iul.Or.9.202c.
3 lingüíst., fil. distorsión, perversión τοῦ λόγου Plu.2.1072b
en la fil. estoica perversión de la razón τὰ πάθη τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς τοῦ λόγου διαστροφὰς εἶναι Zeno Stoic.1.51, ἠθῶν Zeno en D.L.7.8, abs. ἐκ δὲ τῶν ψευδῶν ἐπιγίνεσθαι τὴν διαστροφὴν ἐπὶ τὴν διάνοιαν D.L.7.110, cf. Chrysipp.Stoic.3.55, Pythag.Ep.5.1, D.L.2.89.
4 medic. desarreglo διαστροφαὶ ... παντοῖαι παντοίως γίνονται Hp.Flat.14.
5 molestia, incomodidad, perjuicio econ., admin. o de otro tipo ἐν ... διαστροφῇ γενέσθαι POxy.1165.5 (VI d.C.), δίχα ... ζημίας καὶ διαστροφῆς Cod.Iust.11.1.1.1, cf. Iust.Nou.130.2, 3, PMasp.32.92 (VI d.C.), c. gen. obj. τῶν δημοσίων πρακτόρων PLond.1676.22 (VI d.C.).
6 devaluación de la moneda, Io.Mal.Chron.M.97.704C.

German (Pape)

[Seite 604] ἡ, Verdrehung, ὀμμάτων, das Schielen, Arist. Probl. 41, 7; Verreutung, Medic. Auch von Geistesverkehrtheit, D. L. 2, 89. – Übertr., δ. τοῦ δήμου ἐπὶ τὸ χεῖρον, Verschlechterung, Pol. 2, 21; Gegensatz διόρθωσις, Plut. Mus. 31.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
distorsion ; au sens mor. perversion.
Étymologie: διαστρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαστροφή -ῆς, ἡ [διαστρέφω] geneesk., verdraaiing, vervorming.

Russian (Dvoretsky)

διαστροφή:
1 перекашивание, скашивание (ὀμμάτων Arst.);
2 (тж. δ. ἐπὶ τὸ χεῖρον Polyb.) совращение, развращение, порча (τῆς ψυχῆς Plut.).

Greek Monolingual

η (AM διαστροφή)
1. εκτροπή μέλους του ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο
2. στράβωμα, παραμόρφωση
3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά
4. παραμόρφωση, παραχάραξη, παραποίηση
νεοελλ.
1. μεταβολή σχήματος, μορφής («διαστροφή του προσώπου» — μορφασμός, στραβομουτσούνιασμα)
2. κακόπιστη παραποίησηδιαστροφή αλήθειας, λόγων, επεισοδίου»)
3. (αναφορικά με τα γενετήσια ένστικτα) παρεκτροπή από το φυσιολογικό, σεξουαλική ανωμαλία
μσν.
(για χορευτές) εύστροφη σωματική κάμψη, τσάκισμα, τσαλίμι («τὰς κινήσεις ἐθαύμαζον... τὰς τῶν χειρῶν διαστροφάς»)
αρχ.
1. έλλειψη προσοχής, αφηρημάδα
2. παραφροσύνη, τρέλα
3. φρ. «διαστροφὴ τῶν ὀμμάτων» — αλληθώρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το αρχ. ελλ. διαστροφή σχηματίστηκε ως μεταφραστικό δάνειο το λατ. perversus απ' όπου αντίστοιχες ευρωπαϊκές λέξεις (πρβλ. γαλλ.-αγγλ. perversion).

Greek Monotonic

διαστροφή: ἡ, διαστρέβλωση, παραμόρφωση, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

διαστροφή: ἡ, (διαστρέφω) συστροφή, ἐπὶ τεθραυσμένου μέλους, Ἱππ. Ἀγμ. 763· ἐξάρθρησις, ὁ αὐτ. Ἂρθρ. 812· συστροφή, «στρηφογύρισμα», τῶν ὀμμάτων Ἀριστ. Προβλ. 31. 7 καί 27. 2) μεταφ., μεταστροφή, διαφθορά, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ε. 2. 10, 23· τινος ἐπί τὸ χεῖρον Πολύβ. 2. 21, 8.

Translations

madness

Albanian: marrëzi; Arabic: جُنُون‎; Egyptian Arabic: جنون‎; Armenian: խելագարություն; Azerbaijani: dəlilik; Belarusian: шаленства, вар'яцтва; Bulgarian: лудост, безумие; Catalan: bogeria, follia; Chinese Mandarin: 狂, 瘋病, 疯病, 精神錯亂, 精神错乱; Czech: šílenství, šílenost; Danish: galskab, sindssyge, vanvid; Dutch: krankzinnigheid, waanzin; Esperanto: frenezeco; Estonian: hullumeelsus; Finnish: hulluus; French: folie; Galician: loucura, tolería, tolemia, doudice, folía, vesania, tolén; Georgian: სიგიჟე, სულით ავადმყოფობა; German: Wahnsinn, Verrücktheit; Greek: παραφροσύνη, τρέλα; Ancient Greek: ἀασιφροσύνη, ἀεσιφροσύνη, ἄνοια, ἀπόνοια, ἀποπληξία, ἀποπληξίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, διαστροφή, ἐκφροσύνη, ἐνθουσίασις, θεία νόσος, μάνη, μανία, μανίη, μαργότης, μωρία, μωρίη, οἶστρος, παρακοπή, παραλήρημα, παράνοια, παράπαισμα, παραπληξία, παραφορά, παραφορή, παραφρόνησις, παραφρονία, παραφροσύνη, παρηρία, παροίνησις, παροινία, παροίστρησις, παρφορά, τὸ ἄφρον, τὸ μανιῶδες, τὸ φρενῶν διαφθαρέν, φοιτὰς νόσος, φρενῖτις, φρενιτισμός, φρενοβλάβεια; Hebrew: שִׁגָּעוֹן‎, טֵרוּף‎; Hindi: पागलपन; Hungarian: őrület, őrültség; Icelandic: brjálæði; Indonesian: kegilaan; Italian: pazzia, follia; Japanese: 狂気; Kazakh: ақылсыздық; Korean: 광기(狂氣); Kyrgyz: жиндилик; Latin: vesania, insania, insanitas, vecordia, dementia, amentia; Latvian: ārprāts, vājprāts, trakums; Lithuanian: beprotybė, pamišimas; Macedonian: лудило, лудост; Malayalam: ഭ്രാന്ത്, വട്ട്, കിറുക്ക്; Manx: meecheeallid; Middle English: madnesse; Norwegian Bokmål: galskap; Occitan: foliá; Old English: wōdnes; Persian: دیوانگی‎; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szaleństwo, obłęd, świr, fioł, szajba, niepoczytalność, kręciek, wariactwo, amok; Portuguese: loucura, insanidade, maluquice, malucagem, vesânia, doidice, doideira; Romanian: nebunie; Russian: безумие, сумасшествие, помешательство, безумство; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏дост, лу̀дило, порѐмећено̄ст; Roman: lȕdost, lùdilo, porèmećenōst; Slovak: šialenstvo, šialenosť; Slovene: norost, blaznost; Spanish: locura; Swedish: vansinne, vanvett, galenskap; Tajik: девонагӣ; Telugu: పిచ్చి; Turkish: delilik; Ukrainian: божеві́лля, безумство, безумність, шаленість, навіженість, варіяція