ἀριστερός: Difference between revisions
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
(T22) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=[[ἀριστερά]], ἀριστερόν, [[left]]: T Tr WH, on the plural cf. Winer's Grammar, § 27,3); ὅπλα [[ἀριστερά]] i. e. carried in the [[left]] [[hand]], [[defensive]] weapons, [[Homer]] [[down]].) | |txtha=[[ἀριστερά]], ἀριστερόν, [[left]]: T Tr WH, on the plural cf. Winer's Grammar, § 27,3); ὅπλα [[ἀριστερά]] i. e. carried in the [[left]] [[hand]], [[defensive]] weapons, [[Homer]] [[down]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀριστερός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό [[μέρος]] του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη [[γραμμή]] και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο [[ζερβός]] (αντίθετο: [[δεξιός]])<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται ή εκτείνεται [[προς]] την αριστερή [[πλευρά]] του παρατηρητή, σε [[αντίθεση]] με αυτόν που βρίσκεται [[προς]] τη [[δεξιά]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αριστερά</i><br />το αριστερό [[χέρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αριστερόχειρας]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως ουσ. μτφ.) ο [[αριστερός]]<br />αυτός που πρεσβεύει ριζοσπαστικές πολιτικές ή κοινωνιολογικές θεωρίες<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αριστερά</i><br />[[σύνολο]] προοδευτικών πολιτικών παρατάξεων<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.</b>) <i>αριστερά</i><br />[[προς]] το αριστερό [[χέρι]], [[προς]] την αριστερή [[κατεύθυνση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «η αριστερή [[πτέρυγα]] της βουλής» — η [[πτέρυγα]] της κοινοβουλευτικής αίθουσας όπου κάθεται η [[αντιπολίτευση]] και [[ιδίως]] τα ριζοσπαστικά κόμματα<br /><b>6.</b> «[[άκρα]] αριστερά» — οι επαναστατικότερες αριστερές παρατάξεις, οι εξτρεμιστές<br /><b>7.</b> «[[αριστερός]] [[γάμος]]» — ο [[μοργανατικός]] [[γάμος]], [[κατά]] τον οποίο παντρεύονται [[ένας]] άντρας αριστοκρατικής καταγωγής και μια [[γυναίκα]] από ταπεινότερα κοινωνικά στρώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προμηνύει [[κακό]] ή [[συμφορά]], ο [[δυσοίωνος]], ο [[απειλητικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπ' ἀριστερά» ή ([[απλώς]] η δοτ. ως επίρρ.) <i>τῷ ἀριστερῷ</i><br />λανθασμένα, όχι σωστά<br /><b>3.</b> (το ουδ. του πληθ. με τις προθέσεις <i>από</i>, <i>εις</i>, <i>επί</i> ως επίρρ.) [[προς]] την αριστερή [[κατεύθυνση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. σχηματίστηκε κατ' ευφημισμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευώνυμος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όνομα</i>) με την [[προσαρμογή]] του επιθήματος -<i>τερο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δεξιτερός]]) στον υπερθ. [[άριστος]] και κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[δεξιός]]. Οι όροι [[αριστερός]]-[[δεξιός]], γνωστοί ήδη από τον Όμηρο, συνδέθηκαν σημασιολογικά με την [[οιωνοσκοπία]], στην οποία επικρατούσε η [[αντίληψη]] ότι το [[πέταμα]] των πουλιών [[προς]] τη [[δεξιά]] [[πλευρά]] ήταν [[αίσιος]] [[οιωνός]], [[προμήνυμα]] ευτυχίας, εν αντιθέσει με το [[πέταμα]] [[προς]] τα αριστερά, που θεωρούνταν δυσοίωνο και [[προάγγελος]] συμφοράς. Ο όρος [[αριστερός]] απαντά κατ' ευφημισμό και σε άλλες γλώσσες<br /><b>[[πρβλ]].</b> σανσκρ. <i>san</i><i>ī</i><i>y</i><i>ā</i><i>n</i> «χρησιμότερος, [[αριστερός]]», λατ. <i>sinister</i> (πιθ. ευφημ.), αρχ. άνω γερμ. <i>winister</i>, ιταλ. <i>sinistro</i>, αβεστ. <i>vairyastar</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>vairya</i>- «ο [[άριστος]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αριστερίζω]], [[αριστερότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α<i>'</i> συν θετικό) [[αριστεροστάτης]], <i>αριστερόχειρ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αριστερήνεμος]], [[αριστερόστροφος]]<br />(β<i>'</i> συνθετικό) [[επαρίστερος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφαρίστερος]], <i>εναρίστερος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ά, όν,
A left, on the left, ἐπ' ἀριστερά towards, i.e. on, the left, Il.2.526, al.; ἐπ' ἀριστερὰ χειρός Od.5.277; ἐπ' ἀ. χειρῶν A.R. 2.1266; ἐξἀριστερῶν Hp.Epid.2.4.1; ἐν τοῖσι ἀριστεροῖσι ibid. 2 ἀριστερά (with or without χείρ), ἡ, left hand, ἐξ ἀριστερῆς χειρός on the left hand, Hdt.2.30; simply ἀριστερῆς χ. Id.4.34; ἐξ ἀριστερᾶς S.Ph.20, Pl.Ti.72c, etc.; οὑξ ἀριστερᾶς . . ναός S.El.7; ἐς ἀριστερὴν χεῖρα ἤιε, ἐν ἀριστερῇ ἔχειν, Hdt.7.42. 3 metaph., boding ill, ominous, because to a Greek, looking northward, unlucky signs came from the left, ἀ. ἤλυθεν ὄρνις Od.20.242. 4 awkward, erring, φρενόθεν ἐπ' ἀριστερὰ ἔβας turnedst to the leftward of thy mind, S.Aj. 182 (lyr.); ἐπ' ἀριστερὰ εἴληφας τὸ πρᾶγμα in a sinister sense, Com.Adesp.22.67 D.; τῷ ἀριστερῷ δέχεσθαι [λόγους] Plu.2.378b. (Prop. 'better', cf. ἄριστος; euphemism (cf. εὐώνυμος) to avoid ill-luck.)
German (Pape)
[Seite 351] ά, όν, links, eigentl. compar. zu ἄριστος, wobei ἄριστος nicht in der Bed. des superl. zu fassen, sondern als positiv., »gut«, so daß also ἀριστερός eigentl. »besser« heißt; im Gebrauch erscheint aber ἀριστερός nur als euphemistische Bezeichnung der linken Seite, welche nämlich dem Griechen als die unglückliche galt; ähnlich εὐώνυμος. Die Beschränkung des Gebrauchs von ἀριστερός auf diesen einen Fall wird angedeutet durch die Versetzg des Accents; denn ursprüngl. muß das Wort Proparoxytonon gewesen sein. Hom. öfters ἐπ'ἀριστερά, außerdem ἀριστερός Iliad. 23, 338 Od. 20, 242, ἀριστερόν masc. Iliad. 5, 16. 660. 11, 321. 16, 106. 478, ἀριστερόφιν Iliad. 13, 309; ἀρ. μαζόν Iliad. 11, 321, μηρόν 5, 660, ὦμον 5, 16; ἵππος ἀρ. Iliad. 23, 338; αὐτὴν ἐπ' ἀριστέρ' ἔχοντες, zur Linken, Od. 3, 171; τὴν ἐπ' ἀριστερὰ χειρὸς ἔχοντα 5, 277; Βοιωτῶν ἐπ' ἀριστερά, links von den Böotern, Iliad. 2, 526; μάχης ἐπ' ἀριστερά, auf der linken Seite des Schlachtfeldes, 11, 498; νηῶν ἐπ' ἀριστερά 12, 118; νῶιν δ' ὧδ' ἐπ' ἀριστέρ' ἔχε στρατοῦ 13, 326; ἦ ἐπὶ δεξιόφιν στρατοῦ, ἦ ἀνὰ μέσσους, ἦ ἐπ' ἀριστερόφιν 13, 309; οἶδ' ἐπὶ δεξιά, οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν 7, 238; αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸς ἤλυθεν ὄρνις, αἰετὸς ὑψιπέτης, ein Unglück bedeutender Vogel, Od. 20, 242; αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ' ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων Iliad. 12, 201. 219; οἰωνοῖσι κελεύεις πείθεσθαι, τῶν οὔ τι μετατρέπομ' οὐδ' ἀλεγίζω, εἴτ' ἐπὶ δεξί' ἴωσι πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, εἴτ' ἐπ' ἀριστερὰ τοί γε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα Iliad. 12, 240, vgl. Lehrs Aristarch. p. 177; – ἐξ ἀριστερᾶς Soph. Phil. 20 El. 7; Plat. Tim. 72 c; ἐν τῇ ἀριστερᾷ Phaedr. 228 d u. sonst, zur Linken; τὸ ἐπ' ἀριστερὰ μέρος Plat. Phaedr. 266 a; ἐκ τῶν ἀριστερῶν ἐπὶ τὰ δεξιά Plat. Tim. 77 e; φρενόθεν ἐπ' ἀριστερὰ ἔβας Soph. Ai. 183, du wichest links hin, vom Rechten ab; dah. linkisch, ungeschickt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστερός: -ά, -όν, ἀριστερός, εἰς τὰ ἀριστερά, Λατ. sinister, ἐπ’ ἀριστερά, πρὸς τὰ ἀριστερά, Ἰλ. Β. 526. κ. ἀλλ.· ἐπ’ ἀριστερὰ χειρὸς Ὀδ. Ε. 277· ἐπ’ ἀρ. χειρῶν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1266· παρ’ ἀριστερὰ Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 17, 151, 3156. 2) ἀριστερὰ (μετὰ ἢ ἄνευ τοῦ χείρ), ἡ, ἡ ἀριστερὰ χείρ, ἐξ ἀριστερῆς χειρός, «ἀπὸ τὸ ἀριστερὸν χέρι», Ἡρόδ. 2. 30· ἢ ἀπλῶς, ἀριστερῆς χ. ὁ αὐτ. 4. 34: οὕτως, ἐξ ἀριστερᾶς Σοφ. Φ. 20, Πλάτ., κλ.· οὑξ ἁριστερᾶς .. ναὸς Σοφ. Ἠλ. 7· ἐς ἀριστερήν, ἐν ἀριστερῇ Ἡρόδ. 7. 42. 3) μεταφορ., προμηνύων κακόν, δυσοίωνος, διότι εἰς ἀρχαῖον Ἕλληνα οἰωνοσκόπον βλέποντα πρὸς βορρᾶν οἱ δυσμικοὶ ἢ κακοὶ οἰωνοὶ ἤρχοντο ἐξ ἀριστερῶν, αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸς ἤλυθεν ὄρνις Ὀδ. Υ. 242, κἑξ.· ὡσαύτως ἐπὶ διαγωγῆς ἀτόπου, πεπλανημένης, ἄφρονος, παρεκτρεπομένης τοῦ ὀρθοῦ, φρενόθεν ἐπ’ ἀριστερὰ .. ἔβας, ἐξέκλινες πρὸς τὰ ἀριστερὰ τῶν φρενῶν σου, Σοφ. Αἴ. 183. -Πρβλ. ἐπὶ πᾶσι τὸ ἐπαρίστερος. (Ὁ Λήψιος παρὰ Δοναλδσῶνι ἐν Νέῳ Κρατύλῳ 203 σχετίζει τὸ ἀριστερὸς πρὸς τὸ Λατ. si-nist-er.)
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
I. situé à gauche : ἐπ’ ἀριστερὰ χειρός OD, ἐπ’ ἀριστερά IL, ATT à gauche, du côté gauche ; ἡ ἀριστερά (χείρ) la main gauche, le côté gauche ; ἐξ ἀριστερᾶς SOPH, ἐν ἀριστερῇ HDT vers la gauche;
II. p. suite :
1 qui est hors du droit chemin : ἐπ’ ἀριστερά SOPH hors du droit chemin, de la droite raison;
2 sinistre, de mauvais augure.
Étymologie: ἄριστος, par euphém.
English (Autenrieth)
left (opp. δεξιός), hence sinister, ill-boding (ὄρνῖς, Od. 20.242); ἐπ' ἀριστερά, ‘on the left,’ Il. 12.240 ; ἐπ' ἀριστερόφιν, Il. 13.309.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ép. gen.-dat. plu. ἀριστερόφιν Il.13.309]
1 izquierdo ὦμος Il.5.16, 16.106, Hdt.1.171, E.IT 1381, μαζός Il.11.321, Q.S.6.635, χείρ Hdt.2.106, 4.71
•de donde ἡ ἀριστερά la mano izquierda op. ἡ δεξιά: τῇ ἀριστερᾷ κρατεῖν τὸν ἄρτον, τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τὸν ὄψον Plu.2.99d
•πούς Th.3.22, ἵππος Il.23.338, Nonn.D.37.208, κέρας Th.8.104, ὅπλα armas manejadas c. la mano izquierda, e.d., defensivas 2Ep.Cor.6.7
•en usos adv. a la izquierda ἐπ' ἀριστερά Hdt.1.51, 2.93, 7.39, a veces c. gen. ἐπ' ἀ. Βοιωτῶν Il.2.526, ἐπ' ἀ. χειρός Od.5.277, ἐπ' ἀριστερόφιν Il.13.309, ἐν τοῖσιν ἀριστεροῖσι Hp.Epid.2.4.1, ἐν ἀριστερᾷ Th.2.81, 98, ἐσιόντι ἀριστερῆς χειρός según se entra a mano izquierda Hdt.2.169, ἐπὶ τοῦ δρόμου ἀριστερᾶς χερός PCair.Zen.653.8 (III a.C.)
•tb. hacia la izquierda ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν Il.7.238
•ἐξ ἀριστερᾶς desde la izquierda S.Ph.20, E.Hec.1151, c. gen. ἐξ ἀριστερᾶς τῆς ὁδοῦ X.Cyr.8.3.10, tb. ἐξ ἀριστερῆς χειρός Hdt.2.30, 4.34, 5.77, ἐξ ἀριστερῶν Hp.Epid.2.4.1.
2 izquierdo c. la connotación de infausto ἀριστερὰ σήματα φαίνων Hes.Fr.141.25, ὄρνις Od.20.242, αἰετὸς ... οἴμησεν ἀριστερός Q.S.1.200
•de donde ἐπ' ἀριστερὰ ... ἔβας te equivocaste S.Ai.182, ἐπ' ἀρίστερ' εἴληφας τὸ πρᾶγμα has tomado la cosa en mal sentido Men.Fab.incert.7.155, ἀριστερὸν τοῦ οὐρανοῦ (= κακόν) Pythag.B 30, τοὺς λόγους ... τῇ ἀριστερᾷ δέχεσθαι Plu.2.378b, γνῶναι δεξιὰν καὶ ἀριστεράν distinguir el bien y el mal, Didache 12.1, PMasp.2.1.12 (VI d.C.)
•neutr. plu. como adv. ἀριστερὰ κεκλήγοντες dando graznidos de mal agüero Q.S.9.307.
English (Strong)
apparently a comparative of the same as ἄριστον; the left hand (as second-best): left (hand).
English (Thayer)
ἀριστερά, ἀριστερόν, left: T Tr WH, on the plural cf. Winer's Grammar, § 27,3); ὅπλα ἀριστερά i. e. carried in the left hand, defensive weapons, Homer down.)
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀριστερός, -ά, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός)
2. αυτός που βρίσκεται ή εκτείνεται προς την αριστερή πλευρά του παρατηρητή, σε αντίθεση με αυτόν που βρίσκεται προς τη δεξιά
3. το θηλ. ως ουσ. η αριστερά
το αριστερό χέρι
νεοελλ.
1. ο αριστερόχειρας
2. (το αρσ. ως ουσ. μτφ.) ο αριστερός
αυτός που πρεσβεύει ριζοσπαστικές πολιτικές ή κοινωνιολογικές θεωρίες
3. το θηλ. ως ουσ. η αριστερά
σύνολο προοδευτικών πολιτικών παρατάξεων
4. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) αριστερά
προς το αριστερό χέρι, προς την αριστερή κατεύθυνση
5. φρ. α) «η αριστερή πτέρυγα της βουλής» — η πτέρυγα της κοινοβουλευτικής αίθουσας όπου κάθεται η αντιπολίτευση και ιδίως τα ριζοσπαστικά κόμματα
6. «άκρα αριστερά» — οι επαναστατικότερες αριστερές παρατάξεις, οι εξτρεμιστές
7. «αριστερός γάμος» — ο μοργανατικός γάμος, κατά τον οποίο παντρεύονται ένας άντρας αριστοκρατικής καταγωγής και μια γυναίκα από ταπεινότερα κοινωνικά στρώματα
αρχ.
1. αυτός που προμηνύει κακό ή συμφορά, ο δυσοίωνος, ο απειλητικός
2. φρ. «ἐπ' ἀριστερά» ή (απλώς η δοτ. ως επίρρ.) τῷ ἀριστερῷ
λανθασμένα, όχι σωστά
3. (το ουδ. του πληθ. με τις προθέσεις από, εις, επί ως επίρρ.) προς την αριστερή κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε κατ' ευφημισμό (πρβλ. ευώνυμος < ευ + όνομα) με την προσαρμογή του επιθήματος -τερο- (πρβλ. δεξιτερός) στον υπερθ. άριστος και κατ' αντιδιαστολή προς το δεξιός. Οι όροι αριστερός-δεξιός, γνωστοί ήδη από τον Όμηρο, συνδέθηκαν σημασιολογικά με την οιωνοσκοπία, στην οποία επικρατούσε η αντίληψη ότι το πέταμα των πουλιών προς τη δεξιά πλευρά ήταν αίσιος οιωνός, προμήνυμα ευτυχίας, εν αντιθέσει με το πέταμα προς τα αριστερά, που θεωρούνταν δυσοίωνο και προάγγελος συμφοράς. Ο όρος αριστερός απαντά κατ' ευφημισμό και σε άλλες γλώσσες
πρβλ. σανσκρ. sanīyān «χρησιμότερος, αριστερός», λατ. sinister (πιθ. ευφημ.), αρχ. άνω γερμ. winister, ιταλ. sinistro, αβεστ. vairyastar (< vairya- «ο άριστος»).
ΠΑΡ. νεοελλ. αριστερίζω, αριστερότης.
ΣΥΝΘ. (α' συν θετικό) αριστεροστάτης, αριστερόχειρ
νεοελλ.
αριστερήνεμος, αριστερόστροφος
(β' συνθετικό) επαρίστερος
αρχ.
αμφαρίστερος, εναρίστερος].