μετάνοια: Difference between revisions
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
(T21) |
(25) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=μετανοίας, ἡ ([[μετανοέω]]), a [[change]] of [[mind]]: as it appears in [[one]] [[who]] repents of a [[purpose]] he has formed or of [[something]] he has done, [[εὑρίσκω]], 3 ([[Thucydides]] 3,36, 3); [[Polybius]] 4,66, 7; [[Plutarch]], Peric c. 10; mor., p. 26a.; τῆς ἀδελφοκτονιας [[μετάνοια]], Josephus, Antiquities 13,11, 3); [[especially]] the [[change]] of [[mind]] of those [[who]] [[have]] begun to [[abhor]] [[their]] errors and misdeeds, and [[have]] [[determined]] to [[enter]] [[upon]] a [[better]] [[course]] of [[life]], so [[that]] it embraces [[both]] a [[recognition]] of [[sin]] and [[sorrow]] for it and [[hearty]] [[amendment]], the tokens and [[effects]] of [[which]] are [[good]] deeds (Lactantius, 6,24, 6 would [[have]] it rendered in Latin by resipiscentia) (A. V. [[repentance]]): [[βάπτισμα]] μετανοίας, a baptism [[binding]] its subjects to [[repentance]] (Winer's Grammar, § 30,2 β.), ἡ [[εἰς]] ([[τόν]]) Θεόν [[μετάνοια]], [[μετανοέω]], at the [[end]]); διδόναι τίνι μετάνοιαν, to [[give]] [[one]] the [[ability]] to [[repent]], or to [[cause]] him to [[repent]], τινα [[εἰς]] μετάνοιαν καλεῖν, in ἄγειν, Josephus, Antiquities 4,6, 10 at the [[end]]); ἀνακαινίζειν, χωρῆσαι [[εἰς]] μετάνοιαν, to [[come]] to the [[point]] of repenting, or be brought to [[repentance]], [[χωρέω]], 1at the [[end]]); [[μετάνοια]] [[ἀπό]] νεκρῶν ἔργων, [[that]] [[change]] of [[mind]] by [[which]] we [[turn]] from, [[desist]] from, etc. Buttmann, 322 (277)); used [[merely]] of the improved [[spiritual]] [[state]] resulting from [[deep]] [[sorrow]] for [[sin]], Sept. edition Tdf. Prolog., p. 112 f)); [[Philo]], qued det. [[pot]]. insid. § 26 at the [[beginning]]; Antoninus 8,10; (Cebes, tab. 10 at the [[end]]).) | |txtha=μετανοίας, ἡ ([[μετανοέω]]), a [[change]] of [[mind]]: as it appears in [[one]] [[who]] repents of a [[purpose]] he has formed or of [[something]] he has done, [[εὑρίσκω]], 3 ([[Thucydides]] 3,36, 3); [[Polybius]] 4,66, 7; [[Plutarch]], Peric c. 10; mor., p. 26a.; τῆς ἀδελφοκτονιας [[μετάνοια]], Josephus, Antiquities 13,11, 3); [[especially]] the [[change]] of [[mind]] of those [[who]] [[have]] begun to [[abhor]] [[their]] errors and misdeeds, and [[have]] [[determined]] to [[enter]] [[upon]] a [[better]] [[course]] of [[life]], so [[that]] it embraces [[both]] a [[recognition]] of [[sin]] and [[sorrow]] for it and [[hearty]] [[amendment]], the tokens and [[effects]] of [[which]] are [[good]] deeds (Lactantius, 6,24, 6 would [[have]] it rendered in Latin by resipiscentia) (A. V. [[repentance]]): [[βάπτισμα]] μετανοίας, a baptism [[binding]] its subjects to [[repentance]] (Winer's Grammar, § 30,2 β.), ἡ [[εἰς]] ([[τόν]]) Θεόν [[μετάνοια]], [[μετανοέω]], at the [[end]]); διδόναι τίνι μετάνοιαν, to [[give]] [[one]] the [[ability]] to [[repent]], or to [[cause]] him to [[repent]], τινα [[εἰς]] μετάνοιαν καλεῖν, in ἄγειν, Josephus, Antiquities 4,6, 10 at the [[end]]); ἀνακαινίζειν, χωρῆσαι [[εἰς]] μετάνοιαν, to [[come]] to the [[point]] of repenting, or be brought to [[repentance]], [[χωρέω]], 1at the [[end]]); [[μετάνοια]] [[ἀπό]] νεκρῶν ἔργων, [[that]] [[change]] of [[mind]] by [[which]] we [[turn]] from, [[desist]] from, etc. Buttmann, 322 (277)); used [[merely]] of the improved [[spiritual]] [[state]] resulting from [[deep]] [[sorrow]] for [[sin]], Sept. edition Tdf. Prolog., p. 112 f)); [[Philo]], qued det. [[pot]]. insid. § 26 at the [[beginning]]; Antoninus 8,10; (Cebes, tab. 10 at the [[end]]).) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[μετάνοια]], Α και [[μετάγνοια]]) [[μετανοώ]]<br /><b>1.</b> [[μεταβολή]] γνώμης ή ειλημμένης απόφασης<br /><b>2.</b> η [[συναίσθηση]] του κακού ή του σφάλματος ή του αμαρτήματος που διέπραξε [[κάποιος]] και η [[ειλικρινής]] [[μεταμέλεια]] για αυτό, [[καθώς]] και η [[επίκληση]] για συγχώρεση (α. «η [[μετάνοια]] εξαγνίζει τον άνθρωπο» β. «οὐ γὰρ [[ἦλθον]] καλέσαι δικαίους, ἀλλ' ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «έμπρακτη [[μετάνοια]]»<br />(ποιν. δίκ.) έγκαιρη [[ενέργεια]] κάποιου, η οποία ακολουθεί την [[τέλεση]] ενός εγκλήματος και έχει, σύμφωνα με τη ρητή [[διάταξη]] του νόμου, ως [[συνέπεια]] την [[εξάλειψη]] της ποινικής αξίωσης της πολιτείας<br />β) «μού κάνει μετάνοιες» — μέ παρακαλεί ταπεινά, μέ ικετεύει<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κατά]] τα πόδια πό 'χουμε για μετάνοιες είμαστε» — λέγεται για άτομα που δεν έχουν [[αυτογνωσία]]<br />β) «και του κόκορα μετάνοιες και τις κότες [[προσκυνώ]]» — λέγεται για ευτελείς κόλακες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσκύνηση]] κάποιου με εδαφιαία [[κλίση]] της κεφαλής και με [[γονυκλισία]] ως [[εκδήλωση]] μεταμέλειας και λατρευτικού σεβασμού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κά(μ)νω [[μετάνοια]](ν)» ή «ποιῶ μετάνοιαν» — [[υποκλίνομαι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[μυστήριο]] της θείας εξομολόγησης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μετανοίας [[οἶκος]]» ή, [[απλώς]], «[[μετάνοια]]» — [[οίκος]] που χρησίμευε για [[περισυλλογή]] και [[εξάγνιση]] τών παραστρατημένων [[γυναικών]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A change of mind or heart, repentance, regret, Batr.70, Th.3.36, Philem.198, Plb.4.66.7, LXXPr.14.15, Aristeas 188, Plu.2.712c (pl.), etc.; ἀνίατος γὰρ τῶν τοιούτων μ. Antipho 2.4.12; γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μ. ἔρχεται Men.Mon.91; ἡ εἰς τὸν θεὸν μ. Act.Ap.20.21; μ. ἀπὸ νεκρῶν ἔργων Ep.Hebr.6.1. II Rhet., afterthought, correction, Rutil.1.16.
German (Pape)
[Seite 151] ἡ, die Sinnesänderung, Reue, Pol. 4, 66, 7; das zur besseren Einsicht Gelangen, 18, 16, 7 u. Sp., wie Luc. Merc. cond. 42; Plut. u. N. T.
Greek (Liddell-Scott)
μετάνοια: ἡ, ἡ κατόπιν ἐρχομένη σκέψις, μεταβολὴ γνώμης, μετάνοια, Θουκ. 3. 36, Πολύβ. 4. 66, 7, Καιν. Διαθ., κτλ.· ἀνίατος γὰρ τῶν τοιούτων μ. Ἀντιφῶν 120. 29· γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μ. ἔρχεται Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 91.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
repentir, regret.
Étymologie: μετανοέω.
English (Strong)
from μετανοέω; (subjectively) compunction (for guilt, including reformation); by implication, reversal (of (another's) decision): repentance.
English (Thayer)
μετανοίας, ἡ (μετανοέω), a change of mind: as it appears in one who repents of a purpose he has formed or of something he has done, εὑρίσκω, 3 (Thucydides 3,36, 3); Polybius 4,66, 7; Plutarch, Peric c. 10; mor., p. 26a.; τῆς ἀδελφοκτονιας μετάνοια, Josephus, Antiquities 13,11, 3); especially the change of mind of those who have begun to abhor their errors and misdeeds, and have determined to enter upon a better course of life, so that it embraces both a recognition of sin and sorrow for it and hearty amendment, the tokens and effects of which are good deeds (Lactantius, 6,24, 6 would have it rendered in Latin by resipiscentia) (A. V. repentance): βάπτισμα μετανοίας, a baptism binding its subjects to repentance (Winer's Grammar, § 30,2 β.), ἡ εἰς (τόν) Θεόν μετάνοια, μετανοέω, at the end); διδόναι τίνι μετάνοιαν, to give one the ability to repent, or to cause him to repent, τινα εἰς μετάνοιαν καλεῖν, in ἄγειν, Josephus, Antiquities 4,6, 10 at the end); ἀνακαινίζειν, χωρῆσαι εἰς μετάνοιαν, to come to the point of repenting, or be brought to repentance, χωρέω, 1at the end); μετάνοια ἀπό νεκρῶν ἔργων, that change of mind by which we turn from, desist from, etc. Buttmann, 322 (277)); used merely of the improved spiritual state resulting from deep sorrow for sin, Sept. edition Tdf. Prolog., p. 112 f)); Philo, qued det. pot. insid. § 26 at the beginning; Antoninus 8,10; (Cebes, tab. 10 at the end).)
Greek Monolingual
η (ΑΜ μετάνοια, Α και μετάγνοια) μετανοώ
1. μεταβολή γνώμης ή ειλημμένης απόφασης
2. η συναίσθηση του κακού ή του σφάλματος ή του αμαρτήματος που διέπραξε κάποιος και η ειλικρινής μεταμέλεια για αυτό, καθώς και η επίκληση για συγχώρεση (α. «η μετάνοια εξαγνίζει τον άνθρωπο» β. «οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλ' ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. φρ. α) «έμπρακτη μετάνοια»
(ποιν. δίκ.) έγκαιρη ενέργεια κάποιου, η οποία ακολουθεί την τέλεση ενός εγκλήματος και έχει, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του νόμου, ως συνέπεια την εξάλειψη της ποινικής αξίωσης της πολιτείας
β) «μού κάνει μετάνοιες» — μέ παρακαλεί ταπεινά, μέ ικετεύει
2. παροιμ. α) «κατά τα πόδια πό 'χουμε για μετάνοιες είμαστε» — λέγεται για άτομα που δεν έχουν αυτογνωσία
β) «και του κόκορα μετάνοιες και τις κότες προσκυνώ» — λέγεται για ευτελείς κόλακες
νεοελλ.-μσν.
1. προσκύνηση κάποιου με εδαφιαία κλίση της κεφαλής και με γονυκλισία ως εκδήλωση μεταμέλειας και λατρευτικού σεβασμού
2. φρ. «κά(μ)νω μετάνοια(ν)» ή «ποιῶ μετάνοιαν» — υποκλίνομαι
μσν.
1. το μυστήριο της θείας εξομολόγησης
2. φρ. α) «μετανοίας οἶκος» ή, απλώς, «μετάνοια» — οίκος που χρησίμευε για περισυλλογή και εξάγνιση τών παραστρατημένων γυναικών.