παροιμία: Difference between revisions

From LSJ

δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't

Source
(T21)
(31)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=παροιμίας, ἡ ([[παρά]] by, [[aside]] from (cf. [[παρά]], IV:2), and [[οἶμος]] [[way]]), [[properly]], a [[saying]] [[out]] of the [[usual]] [[course]] or deviating from the [[usual]] [[manner]] of [[speaking]] (cf. Suidas 654,15; [[but]] Hesychius [[under]] the [[word]], et al., 'a [[saying]] [[heard]] by the [[wayside]]' ([[παρά]], IV:1), i. e. a [[current]] or [[trite]] [[saying]], [[proverb]]; cf. [[Curtius]], § 611; Stephanus' Thesaurus, [[under]] the [[word]]), [[hence]],<br /><b class="num">1.</b> a [[clever]] and [[sententious]] [[saying]], a [[proverb]] ([[Aeschylus]] Ag. 264; [[Sophocles]], [[Plato]], [[Aristotle]], [[Plutarch]], others; examples from [[Philo]] are given by Hilgenfeld, Die Evangelien, p. 292 f (as de ebriet. § 20; de Abr. § 40; de vit. Moys. i. § 28; ii. § 5; de exsecrat. § 6); for מָשָׁל in Alex. [[manuscript]]; τό τῆς παροιμίας, [[what]] is in the [[proverb]] (Lucian, [[dial]]. mort. 6,2; 8,1), [[any]] [[dark]] [[saying]] [[which]] shadows [[forth]] [[some]] didactic [[truth]], [[especially]] a symbolic or figurative [[saying]]: παροιμίαν λέγειν, ἐν παροιμίαις λαλεῖν, ibid. 25; "[[speech]] or [[discourse]] in [[which]] a [[thing]] is illustrated by the [[use]] of similes and comparisons; an [[allegory]], i. e. extended and [[elaborate]] [[metaphor]]": John 10:6.
|txtha=παροιμίας, ἡ ([[παρά]] by, [[aside]] from (cf. [[παρά]], IV:2), and [[οἶμος]] [[way]]), [[properly]], a [[saying]] [[out]] of the [[usual]] [[course]] or deviating from the [[usual]] [[manner]] of [[speaking]] (cf. Suidas 654,15; [[but]] Hesychius [[under]] the [[word]], et al., 'a [[saying]] [[heard]] by the [[wayside]]' ([[παρά]], IV:1), i. e. a [[current]] or [[trite]] [[saying]], [[proverb]]; cf. [[Curtius]], § 611; Stephanus' Thesaurus, [[under]] the [[word]]), [[hence]],<br /><b class="num">1.</b> a [[clever]] and [[sententious]] [[saying]], a [[proverb]] ([[Aeschylus]] Ag. 264; [[Sophocles]], [[Plato]], [[Aristotle]], [[Plutarch]], others; examples from [[Philo]] are given by Hilgenfeld, Die Evangelien, p. 292 f (as de ebriet. § 20; de Abr. § 40; de vit. Moys. i. § 28; ii. § 5; de exsecrat. § 6); for מָשָׁל in Alex. [[manuscript]]; τό τῆς παροιμίας, [[what]] is in the [[proverb]] (Lucian, [[dial]]. mort. 6,2; 8,1), [[any]] [[dark]] [[saying]] [[which]] shadows [[forth]] [[some]] didactic [[truth]], [[especially]] a symbolic or figurative [[saying]]: παροιμίαν λέγειν, ἐν παροιμίαις λαλεῖν, ibid. 25; "[[speech]] or [[discourse]] in [[which]] a [[thing]] is illustrated by the [[use]] of similes and comparisons; an [[allegory]], i. e. extended and [[elaborate]] [[metaphor]]": John 10:6.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> σύντομο [[απόφθεγμα]] που φέρεται στο [[στόμα]] του λαού και εκφράζει [[συνήθως]] μεταφορικά, αλληγορικά ή σκωπτικά διάφορες αλήθειες της ζωής οι οποίες αποκτήθηκαν από την [[παρατήρηση]] και την [[πείρα]] («τήν παροιμίαν δ' ἐπαινῶ τὴν παλαιάν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Παροιμίαι Σολομῶντος» — [[βιβλίο]] της Παλαιάς Διαθήκης που αποτελεί [[συλλογή]] λαϊκών γνωμικών και γνωμών σοφών [[ανδρών]] και [[μάλιστα]] του Σολομώντος, στον οποίο η ισραηλιτική [[παράδοση]] αποδίδει τη [[συγγραφή]] του βιβλίου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[παρέκβαση]], [[εκτροπή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραβολή]], [[ασαφής]], συμβολική [[έκφραση]] ή [[αφήγηση]] («ταῡτα ἐν παροιμίαις λελάληκα ὑμῑν», Ευαγγ. Ιωάνν.)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «βιωφελὴς [[λόγος]], παρὰ τὴν ὁδὸν λεγόμενος, [[οἷον]] παρόδια<br />[[οἶμος]] γὰρ ἡ [[ὁδός]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οἶμη</i> «[[άσμα]], [[τραγούδι]]» και [[κατά]] τον Ησύχιο «[[οἴμη]]<br />[[λόγος]], [[ιστορία]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> και [[προοίμιο]])].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροιμία Medium diacritics: παροιμία Low diacritics: παροιμία Capitals: ΠΑΡΟΙΜΙΑ
Transliteration A: paroimía Transliteration B: paroimia Transliteration C: paroimia Beta Code: paroimi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A proverb, maxim, saw, A.Ag.264, S.Aj.664, Ar.Th. 528, etc.; κατὰ τὴν π. as the saying goes, Pl.Smp.222b; τὸ κατὰ τὴν π. λεγόμενον Id.Sph.261c ; καθάπερ ἡ π.Pl.Com. 174.3 : in pl., of the Proverbs of Solomon, LXX.    2 figure, comparison, Ev.Jo.10.6,al.    3 digression, incidental remark, Herod.2.61, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 525] ἡ, Sprichwort (nach den alten Erkl. βιωφελὴς λόγος παρὰ τὴν ὁδὸν λεγόμενος, οἷον παροδία, oder, nach Andern, die vom gewöhnlichen Wege abweichende Ausdrucksweise); Aesch. Ag. 255; Soph. Ai. 664; Ar. Thesm. 528 u. a. D., wie in Prosa, παλαιά, Plat. Rep. I, 329 a u. öfter; ἡ λεγομένη παρ., Ath. VII, 307 c; ἡ παρ. φησί, Luc. Nigr. 1; τοῦτο ἐκεῖνο τὸ τῆς παροιμίας, D. Mort. 8, 1; κατὰ τὴν παροιμίαν, Hermot. 61 u. öfter, wie Plut. u. a. Sp. – Im N. T. auch = παραβολή.

Greek (Liddell-Scott)

παροιμία: ἡ, (πάροιμος) ὡς καὶ νῦν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 364, Σοφ. Αἴ. 664, Ἀριστοφ. Θεσμ. 528, Πλάτ., κλ.· κατὰ τὴν παροιμίαν Πλάτ. Συμπ. 222Β· τὸ κατὰ τὴν π. λεγόμενον ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 261Β· καθάπερ ἡ π. Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παροιμία· βιωφελὴς λόγος, παρὰ τὴν ὁδὸν λεγόμενος, οἷον παροδία. οἶμος γὰρ ἡ ὁδὸς» καί: «παροιμίαι· παρινέσεις, παραμυθίαι, νουθεσίαι, ἠθῶν ἔχουσαι καὶ παθῶν ἐπανόρθωσιν», ἴδε κατάλογον Ἑλλην. παροιμιῶν ἐν Bonitz Ind. Arist. σ. 570· - ἐπὶ τῶν παροιμιῶν τοῦ Σολομῶντος Ἑβδ. 2) ἀσαφής τις ἔκφρασις, ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ παραβολὴ ἐν τῷ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίῳ (ιϚ΄, 29). 3) = παρέκβασις, ἐκτροπή, Ἡρώνδ. ΙΙ, 61.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
proverbe.
Étymologie: παρά, οἴμη.

English (Strong)

from a compound of παρά and perhaps a derivative of οἴομαι; apparently a state alongside of supposition, i.e. (concretely) an adage; specially, an enigmatical or fictitious illustration: parable, proverb.

English (Thayer)

παροιμίας, ἡ (παρά by, aside from (cf. παρά, IV:2), and οἶμος way), properly, a saying out of the usual course or deviating from the usual manner of speaking (cf. Suidas 654,15; but Hesychius under the word, et al., 'a saying heard by the wayside' (παρά, IV:1), i. e. a current or trite saying, proverb; cf. Curtius, § 611; Stephanus' Thesaurus, under the word), hence,
1. a clever and sententious saying, a proverb (Aeschylus Ag. 264; Sophocles, Plato, Aristotle, Plutarch, others; examples from Philo are given by Hilgenfeld, Die Evangelien, p. 292 f (as de ebriet. § 20; de Abr. § 40; de vit. Moys. i. § 28; ii. § 5; de exsecrat. § 6); for מָשָׁל in Alex. manuscript; τό τῆς παροιμίας, what is in the proverb (Lucian, dial. mort. 6,2; 8,1), any dark saying which shadows forth some didactic truth, especially a symbolic or figurative saying: παροιμίαν λέγειν, ἐν παροιμίαις λαλεῖν, ibid. 25; "speech or discourse in which a thing is illustrated by the use of similes and comparisons; an allegory, i. e. extended and elaborate metaphor": John 10:6.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. σύντομο απόφθεγμα που φέρεται στο στόμα του λαού και εκφράζει συνήθως μεταφορικά, αλληγορικά ή σκωπτικά διάφορες αλήθειες της ζωής οι οποίες αποκτήθηκαν από την παρατήρηση και την πείρα («τήν παροιμίαν δ' ἐπαινῶ τὴν παλαιάν», Αριστοφ.)
2. φρ. «Παροιμίαι Σολομῶντος» — βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης που αποτελεί συλλογή λαϊκών γνωμικών και γνωμών σοφών ανδρών και μάλιστα του Σολομώντος, στον οποίο η ισραηλιτική παράδοση αποδίδει τη συγγραφή του βιβλίου
μσν.-αρχ.
παρέκβαση, εκτροπή
αρχ.
1. παραβολή, ασαφής, συμβολική έκφραση ή αφήγηση («ταῡτα ἐν παροιμίαις λελάληκα ὑμῑν», Ευαγγ. Ιωάνν.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «βιωφελὴς λόγος, παρὰ τὴν ὁδὸν λεγόμενος, οἷον παρόδια
οἶμος γὰρ ἡ ὁδός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἶμη «άσμα, τραγούδι» και κατά τον Ησύχιο «οἴμη
λόγος, ιστορία» + κατάλ. -ία (πρβλ. και προοίμιο)].