σπαράσσω: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
(T22) |
(38) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist ἐσπαραξα; to [[convulse]] (others, [[tear]]): τινα, R G Tr [[text]], 26; ῤήγνυμι, c. (τάς γναθους, [[Aristophanes]] ran. 424; τάς τρίχας, Diodorus 19,34; in [[various]] [[other]] senses in Greek writings) (Compare: συνσπαράσσω.) | |txtha=1st aorist ἐσπαραξα; to [[convulse]] (others, [[tear]]): τινα, R G Tr [[text]], 26; ῤήγνυμι, c. (τάς γναθους, [[Aristophanes]] ran. 424; τάς τρίχας, Diodorus 19,34; in [[various]] [[other]] senses in Greek writings) (Compare: συνσπαράσσω.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σπαράζω]] Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α<br />([[ιδίως]] για σαρκοβόρο ζώο) [[κατασπαράζω]], [[κατακομματιάζω]], [[ξεσκίζω]] («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ' ἀπ' ὀστέων, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[αισθάνομαι]] [[βαθιά]] [[λύπη]], μεγάλο [[ψυχικό]] πόνο<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>σπαράζομαι</i><br />δοκιμάζομαι σκληρά («η [[χώρα]] σπαράζεται από τον εμφύλιο πόλεμο»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σπαράζω]] στο [[κλάμα]]» — [[κλαίω]] [[γοερά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[δαιμόνιο]]) [[παραμορφώνω]] λόγω ισχυρής συγκίνησης, συνταράζω, [[συγκλονίζω]] («σπαράξαν αὐτὸν τὸ πνεῡμα τὸ ἀκάθαρτον καὶ κράξαν... ἐξῆλθεν ἐξ αὐτοῡ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ενοχλώ]] υπερβολικά, [[προσβάλλω]] («ἄνδρα... σπαράττων καὶ ταράττων καὶ κυκῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[τίλλω]], [[μαδώ]] («οὐ σπαράξομαι κόμαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπαράσσω]] τὸ [[στόμα]] τῆς κοιλίας»<br /><b>ιατρ.</b> [[προκαλώ]] [[ασθένεια]]<br />β) «σπαράσσομαι ἀνημέτως» — [[αγωνιώ]] [[χωρίς]] να [[μπορώ]] να [[κάνω]] εμετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]], [[κατά]] τα ρ. [[πατάσσω]], [[ταράσσω]], [[τινάσσω]]. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> [[σπαίρω]] «[[σπαρταρώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άσσω</i>, ενώ, σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]], <span style="color: red;"><</span> <i>σπώ</i> «[[κομματιάζω]], [[κατασπαράζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άσσω</i>, αναλογικά [[προς]] τα [[παραπάνω]] ρήματα. Ορισμένοι, εξάλλου, εντάσσουν τον τ. στην ευρύτατη και συγκεχυμένη [[οικογένεια]] τών λ. που ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>ereg</i>- «[[τινάζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>σπαργῶ</i>, <i>σφαραγοῦμαι</i>). Κατ' άλλους, [[τέλος]], το ρ. συνδέεται με το αρμ. <i>p</i>'<i>ert</i> «σχισμένο ύφασμα». Ο νεοελλην. τ. [[σπαράζω]] έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἐσπάραξα</i> του αρχ. [[σπαράσσω]], [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἔκραξα</i>: [[κράζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. σπαράττω Ar.Ach.688, etc., fut.
A -ξω A.Pr.1018: aor. ἐσπάραξα Babr.95.40, (κατ-) Ar.Ach.688, etc., fut. -ξομαι E.Andr. 1209 (in IA1458 σπαράσσεσθαι is restored for σπαράξεσθαι in pass. sense):—Pass.,pf. ἐσπάρακται (δι-) Eub.15.3:—tear, rend, esp. of dogs, carnivorous animals, and the like, σάρκας ἐσπάρασσ' ἀπ' ὀστέων E.Med. 1217; σ. τὰς γνάθους Ar.Ra.428:—Med., σπαράσσεσθαι κόμαν tear one's hair, E.Andr.1209(lyr.). 2 rend asunder, φάραγγα βροντῇ . . πατὴρ σπαράξει A.l.c. 3 metaph., pull to pieces, attack, ἄνδρα σπαράττων καὶ ταράττων καὶ κυκῶν Ar.Ach.688; σ. τινὰς τῷ λόγῳ ὥσπερ σκυλάκια Pl.R.539b; τὰς ἀρχάς D.25.50, cf. Ar.Pax641, PPetr.2p.57 (iii B.C.), Herod.5.57, Teles p.19 H.:—Pass., λώβαισι . . ἐσπαραγμένους Lyc. 656. 4 Medic., σ. τὸ στόμα τῆς κοιλίας provoke sickness, Gal.11.57; cf. σπαρακτέον:—Pass., σ. ἀνημέτως retch without being able to vomit, Hp.Coac.546. b convulse, of an evil spirit, Ev.Marc.1.26.
German (Pape)
[Seite 916] att. -ττω, zerren, zupfen, zerreißen, zerfleischen; φάραγγα βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογὶ πατὴρ σπαράξει τήνδε, Aesch. Prom. 1020; σάρκας ἐσπάραξ' ἀπ' ὀστέων, Eur. Med. 1217 (vgl. Plut. Artax. 18 Luc. Tox. 43); auch med., οὐ σπαράξομαι κόμαν, Andr. 1210; ἄνδρα σπαράττων καὶ ταράττων καὶ κυκῶν, Ar. Ach. 658; τῷ ἕλκειν καὶ σπαράττειν τῷ λόγῳ τοὺς πλησίον, Plat. Rep. VII, 539 b, schmähen, wie σπαράττειν τὰς κληρωτὰς ἀρχάς, Dem. 25, 50; ὑπὸ πιθήκων καὶ ἀλωπέκων σπαράττεσθαι, Luc. Alex. 2; λώβαις σπαράττειν τινά, Einen durch Schmach und Verderben zu Grunde richten, Lycophr. 656.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰράσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω Αἰσχύλ. Πρ. 1018· ἀόρ. ἐσπάραξα Βαβρ. 95. 40, (κατ-) Ἀριστοφ. Ἱππ. 729. - Μέσ., μέλλ. -ξομαι Εὐρ. Ἀνδρ. 1209, (ἐν Ι. Α. 1459 ἤδη φέρεται ἐκ διορθώσεως σπαράσσεσθαι ἐπὶ παθητ. σημασίας). - Παθ., πρκμ. ἐσπάρακται (δι-) Εὔβουλος ἐν «Αὐγ.» 1. (Συγγενὲς τῷ σπαίρω). Διασπαράττω, «ξεσχίζω», «κατακομματιάζω», Λατ. lacerare, μάλιστα ἐπὶ κυνῶν, ἐπὶ σαρκοβόρων ζῴων καὶ τῶν τοιούτων, σπ. σάρκας ἀπ’ ὀστέων Εὐρ. Μήδ. 1217· ὡσαύτως, σπ. τὰς γνάθους Ἀριστοφ. Βάτρ. 424. - Μέσ., σπαράσσεσθαι κόμας, τίλλω, μαδῶ τὴν κόμην μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1209. 2) διασχίζω, ἀνοίγω εἰς δύο, φάραγγα βροντῇ .. πατὴρ σπαράξει Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) μεταφορ., ἐνοχλῶ καθ’ ὑπερβολήν, ἐπιτίθεμαι, προσβάλλω, Λατ. conviciis lacerare, ἄνδρα σπαράττων καὶ ταράττων καὶ κυκῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 688· σπ. τινὰ τῷ λόγῳ ὥσπερ σκυλάκια Πλάτ. Πολ. 539B· τὰς ἀρχὰς Δημ. 785. 18, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 641· λώβαις σπ. τινὰ Λυκόφρ. 656. 4) Ἰατρικ., σπ. στόμαχον, ἐπιφέρω ναυτίαν ἢ ἔμετον, Γαλην.· οὕτω, σπαρακτέον Ὀρειβάσ. 136 Matth, - Παθ., σπ. ἀνημέτως, ἀγωνιῶ χωρὶς νὰ δύναμαι νὰ ἐμέσω - Ἱππ. 207Η. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπαρασσόμεθα· ξεόμεθα. ταραττόμεθα».
French (Bailly abrégé)
ao. ἐσπάραξα, pf. inus.
Pass. ao. ἐσπαράχθην;
déchirer ; saisir (comme pour arracher) : κόμης EUR par la chevelure;
Moy. σπαράσσομαι s’arracher : κόμαν EUR les cheveux.
Étymologie: σπάω.
English (Strong)
prolongation from spairo (to grasp; apparently strengthened from σπάω through the idea of spasmodic contraction); to mangle, i.e. convluse with epilepsy: rend, tear.
English (Thayer)
1st aorist ἐσπαραξα; to convulse (others, tear): τινα, R G Tr text, 26; ῤήγνυμι, c. (τάς γναθους, Aristophanes ran. 424; τάς τρίχας, Diodorus 19,34; in various other senses in Greek writings) (Compare: συνσπαράσσω.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α
(ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ' ἀπ' ὀστέων, Ευρ.)
νεοελλ.
μτφ.
1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο
2. μέσ. σπαράζομαι
δοκιμάζομαι σκληρά («η χώρα σπαράζεται από τον εμφύλιο πόλεμο»)
3. φρ. «σπαράζω στο κλάμα» — κλαίω γοερά
αρχ.
1. (για δαιμόνιο) παραμορφώνω λόγω ισχυρής συγκίνησης, συνταράζω, συγκλονίζω («σπαράξαν αὐτὸν τὸ πνεῡμα τὸ ἀκάθαρτον καὶ κράξαν... ἐξῆλθεν ἐξ αὐτοῡ», ΚΔ)
2. μτφ. ενοχλώ υπερβολικά, προσβάλλω («ἄνδρα... σπαράττων καὶ ταράττων καὶ κυκῶν», Αριστοφ.)
3. μέσ. τίλλω, μαδώ («οὐ σπαράξομαι κόμαν», Ευρ.)
4. φρ. α) «σπαράσσω τὸ στόμα τῆς κοιλίας»
ιατρ. προκαλώ ασθένεια
β) «σπαράσσομαι ἀνημέτως» — αγωνιώ χωρίς να μπορώ να κάνω εμετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, κατά τα ρ. πατάσσω, ταράσσω, τινάσσω. Κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί < σπαίρω «σπαρταρώ» + επίθημα -άσσω, ενώ, σύμφωνα με άλλη υπόθεση, < σπώ «κομματιάζω, κατασπαράζω» + επίθημα -άσσω, αναλογικά προς τα παραπάνω ρήματα. Ορισμένοι, εξάλλου, εντάσσουν τον τ. στην ευρύτατη και συγκεχυμένη οικογένεια τών λ. που ανάγονται στην ΙΕ ρίζα sp(h)ereg- «τινάζω» (πρβλ. σπαργῶ, σφαραγοῦμαι). Κατ' άλλους, τέλος, το ρ. συνδέεται με το αρμ. p'ert «σχισμένο ύφασμα». Ο νεοελλην. τ. σπαράζω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἐσπάραξα του αρχ. σπαράσσω, κατά το σχήμα ἔκραξα: κράζω.