μέτωπον: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέτωπον:''' τό ([[μετά]], ὤψ),·<br /><b class="num">I.</b> το [[διάστημα]] [[ανάμεσα]] στα μάτια, [[κούτελο]], [[μέτωπο]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> το μπροστινό [[μέρος]] του κεφαλιού ή ενός τοίχου ή κτιρίου, σε Ηρόδ.· το [[μέτωπο]] (η πρώτη [[γραμμή]]) ενός στρατού ή στόλου, σε Αισχύλ., Ξεν.· <i>ἐπὶ μετώπου</i> ή <i>ἐν μετώπῳ</i>, σε [[παράταξη]] γραμμής, σε αντίθ. προς το ἐπὶ [[κέρως]] ή [[κέρας]] (κατά στήλες, σε [[στοίχιση]]), σε Ξεν.
|lsmtext='''μέτωπον:''' τό ([[μετά]], ὤψ),·<br /><b class="num">I.</b> το [[διάστημα]] [[ανάμεσα]] στα μάτια, [[κούτελο]], [[μέτωπο]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> το μπροστινό [[μέρος]] του κεφαλιού ή ενός τοίχου ή κτιρίου, σε Ηρόδ.· το [[μέτωπο]] (η πρώτη [[γραμμή]]) ενός στρατού ή στόλου, σε Αισχύλ., Ξεν.· <i>ἐπὶ μετώπου</i> ή <i>ἐν μετώπῳ</i>, σε [[παράταξη]] γραμμής, σε αντίθ. προς το ἐπὶ [[κέρως]] ή [[κέρας]] (κατά στήλες, σε [[στοίχιση]]), σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μέτωπον:''' τό<b class="num">1)</b> чело, лоб Hom. etc.: ἀνασπᾶν τὸ μ. Arph. хмурить лоб;<br /><b class="num">2)</b> (лицевая) сторона, фасад, грань (τῆς πυραμίδος Her.; τοῦ τείχους Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> фронт (sc. τοῦ στρκτεύματος Aesch.): εἰς μ. [[στῆναι]] Xen. стоять фронтом, т. е. в одну линию; ἐπὶ μετώπου διιέναι Xen. проходить развернутым фронтом.
}}
}}

Revision as of 09:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέτωπον Medium diacritics: μέτωπον Low diacritics: μέτωπον Capitals: ΜΕΤΩΠΟΝ
Transliteration A: métōpon Transliteration B: metōpon Transliteration C: metopon Beta Code: me/twpon

English (LSJ)

τό, also μέτωπ-ος, ὴ, Gloss. (s.v.l.): (μετά, ὤψ):—prop.

   A the space between the eyes (Arist.HA491b12), brow, forehead, ὁ δὲ προσιόντα [ἤλασεν] μέτωπον ῥινὸς ὑπὲρ πυμάτης Il.13. 615, etc.; στίγματα ἔχων ἐν τῷ μ. IG42(1).121.48 (Epid., iv B.C.); χαλάσας τὸ μ. Ar.V.655; mostly of men, but of a horse in Il.23.454, cf. S.El.727; of a boar, X.Cyr.1.4.8; of a dog, Id.Cyn.4.1: in pl., of a single person, Od.6.107, E.Hel.1568, etc.; τὰ μέτωπ' ἀνέσπασεν Ar.Eq.631.    2 metaph., γαίας μ., of Etna, Pi.P.1.30.    II front, face of anything, as a wall or building, Hdt.1.178, 2.124; τεῖχος ὡς ἐπὶ δέκα σταδίους . . μ. ἕκαστον measuring 10 stades on each face, Id.9.15, cf. IG22.463.66, 7.4255.19, BCH20.324.65 (Lebad.); τὰ μ. τῶν κλιμακτήρων vertical faces of the steps, IG22.244.80; wall extending inwards between two doors, ib.1657.3, 1668.23,59 (dub. sens. in 12.372.30); front or front-line of an army, fleet, etc., A.Pers. 720, etc.; εἰς μ. στῆναι to stand in line, X.Cyr.2.4.2; ἐπὶ μετώπου διιέναι, opp. ἐπὶ κέρως or κέρας (in column), ib.2.4.3; ἐν μετώπῳ καθιστάναι, παρατάξασθαι, ib.2.4.4, HG2.1.23.    2 margin of a book, Gal.15.624, 17(1).80, Marin.Procl.25.    III = χαλβάνη, or the reed or wood which yields it, Dsc.1.59,3.83.    2 v.l. for νέτωπον (q.v.).

German (Pape)

[Seite 164] τό, eigentlich der Raum zwischen den Augen, die Stirn; ἤλασε μέτωπον ῥινὸς ὑπὲρ πυμάτης, Il. 13, 615, öfter; οὐδὲ μέτωπον ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη, die Stirn erheiterte sich nicht, 15, 102; vom Pferde, 23, 454 (wie Soph. El. 727 u. Eur. Rhes. 307); auch vom Helme, die Vorderseite, 16, 70; des Ebers, Xen. Cyr. 1, 4, 8; γαίας μέτωπον, die Stirn der Erde, von einem Berge, Pind. P. 1, 30; von Heeren, die Front, διπλοῦν μέτωπον ἦν δυοῖν στρατευμάτοιν, Aesch. Pers. 706; Soph. Tr. 518; ἱδρώς, ὃν ἐκ μετώπου πολλάκις ἔσταζεν, Eur. Troad. 1198; ἀνασπᾶν u. χαλᾶν τὸ μέτωπον, wie wir sagen »die Stirn kraus ziehen«, »erheitern«, »entwölken«, Ar. Equitt. 629 Vesp. 655; die Front von Gebäuden, πυραμίδος, Her. 2, 124, wofür er sonst κῶλον sagt; τοῦ τείχους, Thuc. 3, 21; die Front des Heeres, Xen. Cyr. 2, 4, 2; Pol. 3, 65, 5 u. öfter; τοὺς ἐλέφαντας πρὸ πάσης τῆς δυνάμεως ἐν μετώπῳ κατέστησε, 1, 33, 6; παρὰ τοὺς ἱππεῖς ἐν μετώπῳ, in einer Front mit den Reitern, 5, 82, 10.

Greek (Liddell-Scott)

μέτωπον: τό, (μετά, ὤψ), κυρίως τὸ μεταξὺ τῶν ὀφθαλμῶν διάστημα (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 8), καὶ γενικώτερον τὸ μέτωπον, συχν. παρ’ Ὁμ., κτλ. ὁ δὲ προσιόντα [ἤλασεν] μέτωπον ῥινὸς ὕπερ πυμάτης Ἰλ. Ν. 615· ἴδε ἐν λέξ. ἀνασπάω 6 χαλάω Ι, 2· τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἵππου ἐν Ψ. 454, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 727· ἐπὶ κάπρου, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· ἐπὶ κυνός, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4, 1· - ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, Ὀδ. Ζ. 107, Εὐρ. Ἑλ. 1568, κτλ.· πρβλ. ἀνασπάω ΙΙ, χαλάω Ι. 2· - Ἡ Αἴτνη καλεῖται τὸ μέτωπον τῆς Σικελίας ὑπὸ τοῦ Πινδ. Π. 1. 57. II. τὸ πρόσωπον, ἡ ὄψις παντὸς πράγματος, τοίχου ἢ οἰκοδομήματος, πρόσοψις, Ἡρόδ. Ι. 178., 2. 124· ἐπὶ δέκα σταδίους... μ. ἕκαστον, ἔχον μέτωπον δέκα σταδίων καθ’ ἑκάστην πρόσοψιν, ὁ αὐτ. ἐν 9. 15· ἡ κατὰ μέτωπον γραμμὴ στρατοῦ, στόλου κτλ., Αἰσχύλ Πέρσ. 720, κτλ.· εἰς μέτωπον στῆναι, νὰ σταθῇ εἰς τὴν γραμμήν, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 2· ἐπὶ μετώπου διιέναι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ: ἐπὶ κέρως ἢ κέρας (ἴδε κέρας), αὐτόθι 3· ἐν μετώπῳ καθιστάναι, παρατάξασθαι αὐτόθι 4, Ἑλλ. 2. 1, 23. 2) τὸ περιθώριον βιβλίου, Γαλην. τ. 12, σ. 90, ἴδε μετώπιον 3.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
front ; p. anal. en parl. d’un casque ; fig.
1 front, partie proéminente d’une pyramide;
2 front d’une armée, d’une troupe.
Étymologie: μετά, ὤψ.

English (Autenrieth)

(ὤψ): forehead, also front of a helmet, Il. 16.70.

English (Slater)

μέτωπον
   1 forefront Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος, εὐκάρποιο γαίας μέτωπον (P. 1.30)

English (Strong)

from μετά and ops (the face); the forehead (as opposite the countenance): forehead.

English (Thayer)

μετώπου, τό (μετά, ὤψ 'eye'), from Homer down; the Sept. for מֵצַח (literally, the space between the eyes) the forehead: Revelation 22:4.

Greek Monotonic

μέτωπον: τό (μετά, ὤψ),·
I. το διάστημα ανάμεσα στα μάτια, κούτελο, μέτωπο, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. το μπροστινό μέρος του κεφαλιού ή ενός τοίχου ή κτιρίου, σε Ηρόδ.· το μέτωπο (η πρώτη γραμμή) ενός στρατού ή στόλου, σε Αισχύλ., Ξεν.· ἐπὶ μετώπου ή ἐν μετώπῳ, σε παράταξη γραμμής, σε αντίθ. προς το ἐπὶ κέρως ή κέρας (κατά στήλες, σε στοίχιση), σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μέτωπον: τό1) чело, лоб Hom. etc.: ἀνασπᾶν τὸ μ. Arph. хмурить лоб;
2) (лицевая) сторона, фасад, грань (τῆς πυραμίδος Her.; τοῦ τείχους Thuc.);
3) фронт (sc. τοῦ στρκτεύματος Aesch.): εἰς μ. στῆναι Xen. стоять фронтом, т. е. в одну линию; ἐπὶ μετώπου διιέναι Xen. проходить развернутым фронтом.